SCRUTATIO

Martedi, 2 dicembre 2025 - Beato Carlo di Gesù (Charles de Foucauld) ( Letture di oggi)

Księga Habakuka 3


font
Biblia TysiącleciaLXX
1 Modlitwa błagalna proroka Habakuka, na wzór lamentacji.1 προσευχη αμβακουμ του προφητου μετα ωδης
2 Usłyszałem, o Panie, Twoje orędzie, zobaczyłem, o Panie, Twe dzieło. Gdy czas nadejdzie, niech ono odżyje, gdy czas nadejdzie, pozwól nam je poznać, w zapale gniewu pomnij na swą litość!2 κυριε εισακηκοα την ακοην σου και εφοβηθην κατενοησα τα εργα σου και εξεστην εν μεσω δυο ζωων γνωσθηση εν τω εγγιζειν τα ετη επιγνωσθηση εν τω παρειναι τον καιρον αναδειχθηση εν τω ταραχθηναι την ψυχην μου εν οργη ελεους μνησθηση
3 Bóg przychodzi z Temanu, Święty z góry Paran. Majestat Jego okrywa niebiosa, a ziemia pełna jest Jego chwały.3 ο θεος εκ θαιμαν ηξει και ο αγιος εξ ορους κατασκιου δασεος διαψαλμα εκαλυψεν ουρανους η αρετη αυτου και αινεσεως αυτου πληρης η γη
4 Wspaniałość Jego podobna do światła, promienie z rąk Mu tryskają, w nich to ukryta moc Jego.4 και φεγγος αυτου ως φως εσται κερατα εν χερσιν αυτου και εθετο αγαπησιν κραταιαν ισχυος αυτου
5 Zaraza idzie przed Jego obliczem, w ślad za Nim gorączka śmiertelna.5 προ προσωπου αυτου πορευσεται λογος και εξελευσεται εν πεδιλοις οι ποδες αυτου
6 Gdy On występuje, trzęsie się ziemia i drżą narody pod Jego spojrzeniem; rozpadają się góry prastare, uniżają pagórki odwieczne, te ścieżki Jego od pradawnych czasów.6 εστη και εσαλευθη η γη επεβλεψεν και διετακη εθνη διεθρυβη τα ορη βια ετακησαν βουνοι αιωνιοι
7 Widzę klęską dotknięte mieszkania Kuszanu, chwiejące się namioty ziemi Madian.7 πορειας αιωνιας αυτου αντι κοπων ειδον σκηνωματα αιθιοπων πτοηθησονται και αι σκηναι γης μαδιαμ
8 Czy na rzeki gniewasz się, Panie? Czy na rzeki (wybuchł) gniew Twój? Czy na morze - Twoja zapalczywość, że wsiadasz na swoje konie, na swoje rydwany zwycięskie?8 μη εν ποταμοις ωργισθης κυριε η εν ποταμοις ο θυμος σου η εν θαλασση το ορμημα σου οτι επιβηση επι τους ιππους σου και η ιππασια σου σωτηρια
9 Łuk Twój obnażony, a kołczan pełen strzał, dla rzek otwierasz ziemię.9 εντεινων εντενεις το τοξον σου επι τα σκηπτρα λεγει κυριος διαψαλμα ποταμων ραγησεται γη
10 Na widok Twój trzęsą się góry, ulewa deszczu runęła. Wielka Otchłań głos swój podniosła, wysoko uniosła swe ręce.10 οψονται σε και ωδινησουσιν λαοι σκορπιζων υδατα πορειας αυτου εδωκεν η αβυσσος φωνην αυτης υψος φαντασιας αυτης
11 Słońce i księżyc stoją w swoim miejscu z powodu blasku lecących Twych strzał i jasności lśnienia Twej dzidy.11 επηρθη ο ηλιος και η σεληνη εστη εν τη ταξει αυτης εις φως βολιδες σου πορευσονται εις φεγγος αστραπης οπλων σου
12 Rozgniewany kroczysz po ziemi, w zapalczywości swej depczesz narody.12 εν απειλη ολιγωσεις γην και εν θυμω καταξεις εθνη
13 Wyszedłeś w celu ocalenia swego ludu, w celu wybawienia Twego pomazańca. Zburzyłeś dom bezbożnego, odsłoniłeś fundament aż do nagiej skały.13 εξηλθες εις σωτηριαν λαου σου του σωσαι τους χριστους σου εβαλες εις κεφαλας ανομων θανατον εξηγειρας δεσμους εως τραχηλου διαψαλμα
14 Przeszyłeś strzałami wodza ich wojska, które naciera, aby nas zgubić - radując się jak ten, co w ukryciu wyniszcza biednego.14 διεκοψας εν εκστασει κεφαλας δυναστων σεισθησονται εν αυτη διανοιξουσιν χαλινους αυτων ως εσθων πτωχος λαθρα
15 W morze wdeptałeś jego konie, w kipiącą topiel wód mnogich.15 και επεβιβασας εις θαλασσαν τους ιππους σου ταρασσοντας υδωρ πολυ
16 Usłyszałem i serce moje struchlało, na głos ten zadrżały me wargi, przenikła trwoga me kości, kroki się moje zachwiały. W spokoju jednak wyglądam dnia utrapienia, który nadchodzi na lud, co nas gnębi.16 εφυλαξαμην και επτοηθη η κοιλια μου απο φωνης προσευχης χειλεων μου και εισηλθεν τρομος εις τα οστα μου και υποκατωθεν μου εταραχθη η εξις μου αναπαυσομαι εν ημερα θλιψεως του αναβηναι εις λαον παροικιας μου
17 Drzewo figowe wprawdzie nie rozwija pąków, nie dają plonu winnice, zawiódł owoc oliwek, a pola nie dają żywności, choć trzody owiec znikają z owczarni i nie ma wołów w zagrodach.17 διοτι συκη ου καρποφορησει και ουκ εσται γενηματα εν ταις αμπελοις ψευσεται εργον ελαιας και τα πεδια ου ποιησει βρωσιν εξελιπον απο βρωσεως προβατα και ουχ υπαρχουσιν βοες επι φατναις
18 Ja mimo to w Panu będę się radować, weselić się będę w Bogu, moim Zbawicielu.18 εγω δε εν τω κυριω αγαλλιασομαι χαρησομαι επι τω θεω τω σωτηρι μου
19 Pan Bóg - moja siła, uczyni nogi moje podobne jelenim, wprowadzi mnie na wyżyny. Kierownikowi chóru. Na instrumenty strunowe.19 κυριος ο θεος δυναμις μου και ταξει τους ποδας μου εις συντελειαν επι τα υψηλα επιβιβα με του νικησαι εν τη ωδη αυτου .