| 1 Biada ci, łupieżco, tyś sam nie złupiony, i tobie, grabieżco, sameś nie ograbiony! Kiedy skończysz łupić, wtedy ciebie złupią, gdy grabież zakończysz, ograbią też ciebie. | 1 Ουαι εις σε, οστις πορθεις και δεν επορθηθης? και καταδυναστευεις και δεν κατεδυναστευθης? οταν παυσης πορθων, θελεις πορθηθη? οταν τελειωσης καταδυναστευων, θελεις καταδυναστευθη. |
| 2 Panie, zmiłuj się nad nami, w Tobie mamy nadzieję! Bądź naszym ramieniem każdego poranka i naszym zbawieniem w czas ucisku. | 2 Κυριε, ελεησον ημας? σε προσμενομεν? εσο βραχιων αυτων καθ' εκαστην πρωιαν και σωτηρια ημων εν καιρω θλιψεως. |
| 3 Na głos Twej groźby uciekają ludy, gdy się podniesiesz, pierzchają narody. | 3 Απο της φωνης του θορυβου οι λαοι εφυγον? απο της ανυψωσεως σου τα εθνη διεσκορπισθησαν. |
| 4 Zbierać będą łupy, jak się zbiera szarańczę, rzucać się na nie jak mrowie koników polnych. | 4 Και τα λαφυρα σας θελουσι συναχθη, καθως συναγουσιν οι βρουχοι? θελουσι πηδησει επ' αυτον, καθως η ακρις πηδα εδω και εκει. |
| 5 Ponad wszystkim jest Pan, bo mieszka na wysokości! Napełni On Syjon prawem i sprawiedliwością. | 5 Ο Κυριος υψωθη? διοτι κατοικει εν υψηλοις? ενεπλησε την Σιων κρισεως και δικαιοσυνης. |
| 6 I zawita trwały pokój w jego czasach. Zasobem sił zbawczych - mądrość i wiedza, jego skarbem jest bojaźń Pańska. | 6 Σοφια δε και επιστημη θελουσιν εισθαι η στερεωσις των καιρων σου και η σωτηριος δυναμις? ο φοβος του Κυριου, αυτος ειναι ο θησαυρος αυτου. |
| 7 Oto wysłani na zwiady wołają z zewnątrz, płaczą gorzko wysłannicy pokoju. | 7 Ιδου, οι ανδρειοι αυτων θελουσι βοησει εξωθεν, και οι πρεσβεις της ειρηνης θελουσι κλαυσει πικρως. |
| 8 Opustoszały drogi, przechodniów zabrakło na ścieżkach. Wróg zerwał układy, odrzucił świadków, nie zważał na nikogo. | 8 Αι οδοι ηρημωθησαν, οι οδοιποροι επαυσαν? διελυσε την συνθηκην, απεβαλε τας πολεις, δεν λογιζεται ανθρωπον. |
| 9 Kraj ma żałosny wygląd, marnieje; Liban przestał się zielenić, obumiera; Saron - podobny do pustyni, a Baszan i Karmel są ogołocone. | 9 Η γη πενθει, μαραινεται? ο Λιβανος αισχυνεται, κατακοπτεται? ο Σαρων ομοιαζει ερημον? και η Βασαν και ο Καρμηλος κατετιναχθησαν. |
| 10 Teraz powstanę - mówi Pan - teraz się podniosę, teraz stanę wysoko. | 10 Τωρα θελω σηκωθη, λεγει Κυριος? τωρα θελω υψωθη, τωρα θελω μεγαλυνθη. |
| 11 Poczniecie siano, zrodzicie słomę, me tchnienie jak ogień was pożre. | 11 Χνουν θελετε συλλαβει και αχυρον θελετε γεννησει? η πνοη σας ως πυρ θελει σας καταφαγει. |
| 12 Staną się ludy wypalonym wapnem, jak ścięte ciernie w ogniu spłoną. | 12 Και οι λαοι θελουσιν εισθαι ως καυσεις ασβεστου? ως ακανθαι κεκομμεναι θελουσι καυθη εν πυρι. |
| 13 Słuchajcie, najdalsi, co uczyniłem, poznajcie, najbliżsi, mą siłę! | 13 Οι μακραν, ακουσατε τι εκαμον? και σεις οι πλησιον, γνωρισατε την δυναμιν μου. |
| 14 Grzesznicy na Syjonie się zlękli, bezbożnych chwyciło drżenie: Kto z nas wytrzyma przy trawiącym ogniu? Kto z nas wytrwa wobec wieczystych płomieni? | 14 Οι αμαρτωλοι εν Σιων θελουσι τρομαξει? τρομος θελει καταλαβει τους υποκριτας, ωστε θελουσι λεγει, Τις μεταξυ ημων θελει κατοικησει μετα του κατατρωγοντος πυρος; τις μεταξυ ημων θελει κατοικησει μετα των αιωνιων καυσεων; |
| 15 Ten, kto postępuje sprawiedliwie i kto mówi uczciwie, kto odrzuca zyski bezprawne, kto się wzbrania dłońmi przed wzięciem podarku, kto zatyka uszy, by o krwi nie słuchać, kto zamyka oczy, by na zło nie patrzeć - | 15 Ο περιπατων εν δικαιοσυνη και ο λαλων εν ευθυτητι? ο καταφρονων το κερδος των δυναστευσεων, ο σειων τας χειρας αυτου απο δωροληψιας, ο εμφραττων τα ωτα αυτου δια να μη ακουη περι αιματος, και ο κλειων τους οφθαλμους αυτου δια να μη ιδη το κακον? |
| 16 ten będzie mieszkał na wysokościach, twierdze na skałach będą jego schronieniem; dostarczą mu chleba, wody mu nie zbraknie. | 16 ουτος θελει κατοικησει εν τοις υψηλοις? οι τοποι της υπερασπισεως αυτου θελουσιν εισθαι τα οχυρωματα των βραχων? αρτος θελει δοθη εις αυτον? το υδωρ αυτου θελει εισθαι βεβαιον? |
| 17 Oczy twe ujrzą króla w całej jego krasie, zobaczą krainę bardzo rozległą. | 17 Οι οφθαλμοι σου θελουσιν ιδει τον βασιλεα εν τη ωραιοτητι αυτου? θελουσιν ιδει την γην την μακραν. |
| 18 Serce twe grozę będzie wspominać: Gdzie ten, co liczył? Gdzie ten, co ważył? Gdzie ten, co spisywał twierdze? | 18 Η καρδια σου θελει μελετα τον παρελθοντα τρομον, φωναζουσα, Που ειναι ο γραμματευς; που ο συζητητης; που ο λογιστης των πυργων; |
| 19 Nie ujrzysz już ludu zuchwałego, ludu o niewyraźnej mowie, nie do uchwycenia uchem, o bełkotliwym i niezrozumiałym języku. | 19 δεν θελεις ιδει λαον αγριον, λαον βαθειας φωνης, ωστε να μη διακρινης? τραυλιζουσης γλωσσης, ωστε να μη εννοης. |
| 20 Patrz na Syjon, miasto naszych świąt! Twe oczy oglądać będą Jeruzalem, siedzibę bezpieczną, namiot nieprzenośny, którego kołków nie wyrwą nigdy ani się żaden jego powróz nie urwie. | 20 Αναβλεψον εις την Σιων, την πολιν των εορτων ημων? οι οφθαλμοι σου θελουσιν ιδει την Ιερουσαλημ ησυχον κατοικιαν, σκηνην ητις δεν θελει καταβιβασθη? οι πασσαλοι αυτης δεν θελουσι μετακινηθη εις τον αιωνα και ουδεν εκ των σχοινιων αυτης θελει κοπη. |
| 21 Bo właśnie tam mamy Pana potężnego, zamiast rzek o szerokich odnogach. Nie dotrze tam okręt poruszany wiosłami ani się okazalszy statek nie przeprawi: (3a) jego liny obwisną, nie utrzymają prosto swego masztu, nie rozwiną żagla. | 21 Αλλ' εκει ο Κυριος της δοξης θελει εισθαι εις ημας τοπος πλατεων ποταμων και ρευματων? εκει δεν θελει εισελθει πλοιον δια κωπιων ουτε ναυς μεγαλοπρεπης θελει περασει εκειθεν. |
| 22 Albowiem Pan jest naszym sędzią, Pan naszym prawodawcą, Pan naszym królem! On nas zbawi! | 22 Διοτι ο Κυριος ειναι ο κριτης ημων? ο Κυριος ειναι ο νομοθετης ημων? ο Κυριος ειναι ο βασιλευς ημων? αυτος θελει σωσει ημας. |
| 23 Wtedy rozdzielą łup ogromny, chromi zagrabią zdobycz. | 23 Τα σχοινια σου εχαυνωθησαν? δεν δυνανται να στερεωσωσι το καταρτιον αυτων, δεν δυνανται να εξαπλωσωσι τα πανια? τοτε λεια μεγαλων λαφυρων θελει διαμερισθη? οι χωλοι θελουσι διαρπασει την λειαν. |
| 24 Żaden mieszkaniec nie powie: Jestem chory. Lud, który mieszka w Jeruzalem, dostąpi odpuszczenia swoich nieprawości. | 24 Και ο κατοικος δεν θελει λεγει, Ητονησα? ο λαος ο κατοικων εν αυτη θελει λαβει αφεσιν ανομιας. |