| 1 Wspomniany już Szymon, który był zdrajcą skarbów i ojczyzny, oskarżył Oniasza, jakoby on działał przeciwko Heliodorowi i był sprawcą tych nieszczęść. | 1 ο δε προειρημενος σιμων ο των χρηματων και της πατριδος ενδεικτης γεγονως εκακολογει τον ονιαν ως αυτος τε ειη τον ηλιοδωρον επισεσεικως και των κακων δημιουργος καθεστηκως |
| 2 Dobroczyńcę miasta oraz tego, który wspomagał swych rodaków i gorliwie zachowywał Prawo, odważył się nazwać wrogiem ładu w państwie. | 2 και τον ευεργετην της πολεως και τον κηδεμονα των ομοεθνων και ζηλωτην των νομων επιβουλον των πραγματων ετολμα λεγειν |
| 3 Nienawiść doszła do tego stopnia, że jeden ze zwolenników Szymona zaczął dopuszczać się zabójstw. | 3 της δε εχθρας επι τοσουτον προβαινουσης ωστε και δια τινος των υπο του σιμωνος δεδοκιμασμενων φονους συντελεισθαι |
| 4 Oniasz zaś widząc jak trudne byłoby współzawodnictwo i że Apoloniusz, syn Menesteusa, wódz wojsk Celesyrii i Fenicji, podnieca złość Szymona, | 4 συνορων ο ονιας το χαλεπον της φιλονεικιας και απολλωνιον μενεσθεως τον κοιλης συριας και φοινικης στρατηγον συναυξοντα την κακιαν του σιμωνος |
| 5 udał się do króla nie po to, aby być oskrażycielem rodaków, ale mając na uwadze dobro ogólne, a zwłaszcza całego narodu. | 5 προς τον βασιλεα διεκομισθη ου γινομενος των πολιτων κατηγορος το δε συμφορον κοινη και κατ' ιδιαν παντι τω πληθει σκοπων |
| 6 Wiedział bowiem, że bez zarządzenia królewskiego nie będzie możliwe osiągnięcie pokoju publicznego i że Szymon nie zaprzestanie swego szaleństwa. | 6 εωρα γαρ ανευ βασιλικης προνοιας αδυνατον ειναι τυχειν ειρηνης ετι τα πραγματα και τον σιμωνα παυλαν ου λημψομενον της ανοιας |
| 7 Kiedy Seleukos zakończył życie, a władzę objął Antioch mający przydomek Epifanes, w niegodziwy sposób dostał się na arcykapłańskie stanowisko Jazon, brat Oniasza. | 7 μεταλλαξαντος δε τον βιον σελευκου και παραλαβοντος την βασιλειαν αντιοχου του προσαγορευθεντος επιφανους υπενοθευσεν ιασων ο αδελφος ονιου την αρχιερωσυνην |
| 8 W czasie spotkania obiecywał on królowi trzysta sześćdziesiąt talentów w srebrze, a ponadto z innych jakichś dochodów osiemdziesiąt talentów. | 8 επαγγειλαμενος τω βασιλει δι' εντευξεως αργυριου ταλαντα εξηκοντα προς τοις τριακοσιοις και προσοδου τινος αλλης ταλαντα ογδοηκοντα |
| 9 Ponadto jeszcze zobowiązał się do wypłacenia innych stu pięćdziesięciu, jeżeli mu będzie dozwolone urządzić własnym kosztem gimnazjum i efebion, a mieszkańców Jerozolimy zapisać jako Antiocheńczyków. | 9 προς δε τουτοις υπισχνειτο και ετερα διαγραφειν πεντηκοντα προς τοις εκατον εαν επιχωρηθη δια της εξουσιας αυτου γυμνασιον και εφηβειον αυτω συστησασθαι και τους εν ιεροσολυμοις αντιοχεις αναγραψαι |
| 10 Król zgodził się, a kiedy on objął władzę, zaraz zaczął narzucać swym rodakom grecki sposób życia. | 10 επινευσαντος δε του βασιλεως και της αρχης κρατησας ευθεως προς τον ελληνικον χαρακτηρα τους ομοφυλους μετεστησε |
| 11 Zniósł humanitarne przywileje królewskie, z jakich korzystali Żydzi dzięki staraniom Jana, ojca Eupolemosa, tego, który udał się w poselstwie, aby z Rzymianami zawrzeć traktat przyjaźni i wzajemnej obrony. Burząc Prawem uświęcone urządzenia, wprowadzał zwyczaje przeciwne Prawu. | 11 και τα κειμενα τοις ιουδαιοις φιλανθρωπα βασιλικα δια ιωαννου του πατρος ευπολεμου του ποιησαμενου την πρεσβειαν υπερ φιλιας και συμμαχιας προς τους ρωμαιους παρωσας και τας μεν νομιμους καταλυων πολιτειας παρανομους εθισμους εκαινιζεν |
| 12 Umyślnie bowiem pod samym zamkiem wybudował gimnazjum i najlepszych młodzieńców zachęcił do włożenia kapelusza. | 12 ασμενως γαρ υπ' αυτην την ακροπολιν γυμνασιον καθιδρυσεν και τους κρατιστους των εφηβων υποτασσων υπο πετασον ηγαγεν |
| 13 Nastąpiło tak wielkie rozkrzewienie hellenizmu i taka moda na obce obyczaje, pod wpływem niezwykłej nikczemności bezbożnika, nie-arcykapłana Jazona, | 13 ην δ' ουτως ακμη τις ελληνισμου και προσβασις αλλοφυλισμου δια την του ασεβους και ουκ αρχιερεως ιασωνος υπερβαλλουσαν αναγνειαν |
| 14 że kapłani nie okazywali już żadnej gorliwości w służbie ołtarza, ale gardząc świątynią i zaniedbując ofiary, zaraz na sygnał [do rzucania] dyskiem spieszyli się, aby wziąć udział w niezgodnych z Prawem ćwiczeniach palestry. | 14 ωστε μηκετι περι τας του θυσιαστηριου λειτουργιας προθυμους ειναι τους ιερεις αλλα του μεν νεω καταφρονουντες και των θυσιων αμελουντες εσπευδον μετεχειν της εν παλαιστρη παρανομου χορηγιας μετα την του δισκου προσκλησιν |
| 15 Za nic sobie mając zaszczyty ojczyste, za najpiękniejsze uważali greckie odznaczenia. | 15 και τας μεν πατρωους τιμας εν ουδενι τιθεμενοι τας δε ελληνικας δοξας καλλιστας ηγουμενοι |
| 16 Oto dlaczego znaleźli się w trudnym położeniu: w tych [bowiem], których życie chcieli naśladować i do których chcieli się upodobnić, znaleźli wrogów i ciemiężycieli. | 16 ων και χαριν περιεσχεν αυτους χαλεπη περιστασις και ων εζηλουν τας αγωγας και καθ' απαν ηθελον εξομοιουσθαι τουτους πολεμιους και τιμωρητας εσχον |
| 17 Występowanie bowiem przeciwko Bożym prawom nie ujdzie bezkarnie, ale to się okaże w chwili, która nastanie. | 17 ασεβειν γαρ εις τους θειους νομους ου ραδιον αλλα ταυτα ο ακολουθος καιρος δηλωσει |
| 18 Gdy w Tyrze wobec króla obchodzono co pięć lat urządzane igrzyska, | 18 αγομενου δε πενταετηρικου αγωνος εν τυρω και του βασιλεως παροντος |
| 19 bezecny Jazon wysłał jako widzów rzekomych przedstawicieli Jerozolimy, będących Antiocheńczykami. Zabrali oni ze sobą trzysta drachm w srebrze na ofiarę dla [boga] Heraklesa. Sami jednak ci, którzy je zabrali, uważali, że nie można i nie wypada ich złożyć na ofiarę, ale że trzeba je oddać na inny cel. | 19 απεστειλεν ιασων ο μιαρος θεωρους ως απο ιεροσολυμων αντιοχεις οντας παρακομιζοντας αργυριου δραχμας τριακοσιας εις την του ηρακλεους θυσιαν ας και ηξιωσαν οι παρακομισαντες μη χρησθαι εις θυσιαν δια το μη καθηκειν εις ετεραν δε καταθεσθαι δαπανην |
| 20 Tak więc to, co wysyłający przeznaczyli na ofiarę dla Heraklesa, dzięki przewożącym poszło na budowę trójrzędowców. | 20 επεσε μεν ουν ταυτα δια μεν τον αποστειλαντα εις την του ηρακλεους θυσιαν ενεκεν δε των παρακομιζοντων εις τας των τριηρεων κατασκευας |
| 21 Gdy Apoloniusz, syn Menesteusa, został posłany do Egiptu na uroczystość wstąpienia na tron króla Filometora, Antioch dowiedział się, że ten [król] stał się wrogiem jego panowania, zatroszczył się więc o własne bezpieczeństwo. Dlatego też znalazłszy się w Jafie, udał się do Jerozolimy, | 21 αποσταλεντος δε εις αιγυπτον απολλωνιου του μενεσθεως δια τα πρωτοκλισια του φιλομητορος βασιλεως μεταλαβων αντιοχος αλλοτριον αυτον των αυτου γεγονεναι πραγματων της καθ' αυτον ασφαλειας εφροντιζεν οθεν εις ιοππην παραγενομενος κατηντησεν εις ιεροσολυμα |
| 22 gdzie bardzo uroczyście został przyjęty przez Jazona i miasto, przy świetle pochodni i wśród okrzyków. Później podobnie [uroczyście] razem z wojskiem udał się do Fenicji. | 22 μεγαλομερως δε υπο του ιασωνος και της πολεως αποδεχθεις μετα δαδουχιας και βοων εισεδεχθη ειθ' ουτως εις την φοινικην κατεστρατοπεδευσεν |
| 23 Po upływie trzech lat Jazon posłał do Menelaosa, brata wyżej wspomnianego Szymona, aby odwiózł pieniądze dla króla i doprowadził do końca podjęte już pilne sprawy. | 23 μετα δε τριετη χρονον απεστειλεν ιασων μενελαον τον του προσημαινομενου σιμωνος αδελφον παρακομιζοντα τα χρηματα τω βασιλει και περι πραγματων αναγκαιων υπομνηματισμους τελεσοντα |
| 24 On zaś stawiony przed króla olśnił go pozorami wpływów, zdobył więc dla siebie godność arcykapłańską, ofiarowując o trzysta talentów więcej od Jazona. | 24 ο δε συσταθεις τω βασιλει και δοξασας αυτον τω προσωπω της εξουσιας εις εαυτον κατηντησεν την αρχιερωσυνην υπερβαλων τον ιασωνα ταλαντα αργυριου τριακοσια |
| 25 Zaopatrzony w listy królewskie wrócił z powrotem. Nie wykazał on wcale cech godnych stanowiska arcykapłana, bo tylko dyszał zawziętością okrutnego tyrana i złością dzikiego zwierza. | 25 λαβων δε τας βασιλικας εντολας παρεγενετο της μεν αρχιερωσυνης ουδεν αξιον φερων θυμους δε ωμου τυραννου και θηρος βαρβαρου οργας εχων |
| 26 Tak więc Jazon, który wygnał podstępnie własnego brata, sam został przez drugiego wygnany i zmuszony uciekać do kraju Ammonitów. | 26 και ο μεν ιασων ο τον ιδιον αδελφον υπονοθευσας υπονοθευθεις υφ' ετερου φυγας εις την αμμανιτιν χωραν συνηλαστο |
| 27 Menelaos zaś objął władzę, nic jednak nie wypłacił z tych sum, które obiecał królowi, | 27 ο δε μενελαος της μεν αρχης εκρατει των δε επηγγελμενων τω βασιλει χρηματων ουδεν ευτακτει |
| 28 choć domagał się ich Sostratos, dowódca zamku. Do niego bowiem należało pobieranie podatków. Z tego powodu obydwaj zostali wezwani przed króla. | 28 ποιουμενου δε την απαιτησιν σωστρατου του της ακροπολεως επαρχου προς τουτον γαρ ην η των διαφορων πραξις δι' ην αιτιαν οι δυο υπο του βασιλεως προσεκληθησαν |
| 29 Wtedy Menelaos zostawił w swoim zastępstwie na stanowisku arcykapłańskim Lizymacha, własnego brata, Sostratos zaś Kratesa, dowódcę Cypryjczyków. | 29 και ο μεν μενελαος απελιπεν της αρχιερωσυνης διαδοχον λυσιμαχον τον εαυτου αδελφον σωστρατος δε κρατητα τον επι των κυπριων |
| 30 Po tych wydarzeniach mieszkańcy Tarsu i Mallos zbuntowali się, dlatego że zostali podarowani królewskiej nałożnicy Antiochis. | 30 τοιουτων δε συνεστηκοτων συνεβη ταρσεις και μαλλωτας στασιαζειν δια το αντιοχιδι τη παλλακη του βασιλεως εν δωρεα δεδοσθαι |
| 31 Król więc natychmiast wyruszył, aby te sprawy załagodzić, pozostawiając w swoich zastępstwie Andronika, jednego z dostojników. | 31 θαττον ουν ο βασιλευς ηκεν καταστειλαι τα πραγματα καταλιπων τον διαδεχομενον ανδρονικον των εν αξιωματι κειμενων |
| 32 Menelaos zaś w przekonaniu, że nadeszła odpowiednia chwila, przywłaszczył sobie i podarował Andronikowi niektóre złote naczynia świątynne. Inne zaś udało mu się sprzedać w Tyrze i w okolicznych miastach. | 32 νομισας δε ο μενελαος ειληφεναι καιρον ευφυη χρυσωματα τινα των του ιερου νοσφισαμενος εχαρισατο τω ανδρονικω και ετερα ετυγχανεν πεπρακως εις τε τυρον και τας κυκλω πολεις |
| 33 Upewniwszy się o tym Oniasz ostro go upominał, usunąwszy się na miejsce azylu do Dafne, które leży koło Antiochii. | 33 α και σαφως επεγνωκως ο ονιας απηλεγχεν αποκεχωρηκως εις ασυλον τοπον επι δαφνης της προς αντιοχειαν κειμενης |
| 34 Na skutek tego Menelaos wziął na bok Andronika i wpłynął na niego, aby zgładził Oniasza. Ten więc przybył do Oniasza, namawiał go podstępnie do wyjścia i składając przysięgę podał mu swoją prawicę. Chociaż budził podejrzenia, udało mu się go skłonić do wyjścia z miejsca azylu. Natychmiast też zamordował go bez żadnych względów na sprawiedliwość. | 34 οθεν ο μενελαος λαβων ιδια τον ανδρονικον παρεκαλει χειρωσασθαι τον ονιαν ο δε παραγενομενος επι τον ονιαν και πεισθεις επι δολω και δεξιασθεις μεθ' ορκων δους δεξιαν καιπερ εν υποψια κειμενος επεισεν εκ του ασυλου προελθειν ον και παραχρημα παρεκλεισεν ουκ αιδεσθεις το δικαιον |
| 35 Z tej to przyczyny nie tylko Żydzi, ale również wielu spomiędzy innych narodów oburzonych było i zasmuconych zamordowaniem tego męża. | 35 δι' ην αιτιαν ου μονον ιουδαιοι πολλοι δε και των αλλων εθνων εδειναζον και εδυσφορουν επι τω του ανδρος αδικω φονω |
| 36 Kiedy król powrócił z miast Cylicji, udali się do niego Żydzi z miasta oraz niektórzy Grecy oburzeni na to, że Oniasz został zamordowany wbrew prawu. | 36 του δε βασιλεως επανελθοντος απο των κατα κιλικιαν τοπων ενετυγχανον οι κατα πολιν ιουδαιοι συμμισοπονηρουντων και των ελληνων υπερ του παρα λογον τον ονιαν απεκτονησθαι |
| 37 Antioch zaś głęboko zasmucony oraz poruszony współczuciem aż do łez nad zmarłym, ze względu na jego roztropność i wielką łagodność, | 37 ψυχικως ουν ο αντιοχος επιλυπηθεις και τραπεις επι ελεος και δακρυσας δια την του μετηλλαχοτος σωφροσυνην και πολλην ευταξιαν |
| 38 zapłonąwszy gniewem natychmiast zdarł z Andronika purpurowy płaszcz i podarł jego szaty, i kazał go prowadzić przez całe miasto aż na to miejsce, na którym okazał na Oniaszu swoją bezbożność. Tam mordercę zgładził. Tak Pan wymierzył mu zasłużoną karę. | 38 και πυρωθεις τοις θυμοις παραχρημα την του ανδρονικου πορφυραν περιελομενος και τους χιτωνας περιρρηξας περιαγαγων καθ' ολην την πολιν επ' αυτον τον τοπον ουπερ τον ονιαν ησεβησεν εκει τον μιαιφονον απεκοσμησεν του κυριου την αξιαν αυτω κολασιν αποδοντος |
| 39 Gdy Lizymach za zgodą Menelaosa popełnił wiele świętokradztw w mieście, a wieść o tym rozeszła się na zewnątrz, ludność zbuntowała się przeciw Lizymachowi. Wiele jednak złotych przedmiotów było już roztrwonionych. | 39 γενομενων δε πολλων ιεροσυληματων κατα την πολιν υπο του λυσιμαχου μετα της του μενελαου γνωμης και διαδοθεισης εξω της φημης επισυνηχθη το πληθος επι τον λυσιμαχον χρυσωματων ηδη πολλων διενηνεγμενων |
| 40 Kiedy zaś tłumy podniosły się, a ich gniew doszedł do szczytu, Lizymach uzbroił blisko trzy tysiące ludzi i rozpoczął niesprawiedliwe, gwałtowne postępowanie. Dowódcą był pewien Auranos posunięty w latach i nie mniej w głupocie. | 40 επεγειρομενων δε των οχλων και ταις οργαις διεμπιπλαμενων καθοπλισας ο λυσιμαχος προς τρισχιλιους κατηρξατο χειρων αδικων προηγησαμενου τινος αυρανου προβεβηκοτος την ηλικιαν ουδεν δε ηττον και την ανοιαν |
| 41 Widząc gwałtowne postępowanie Lizymacha, jedni pochwycili za kamienie, drudzy za kije, niektórzy zaś nabrali leżącego tam piasku i jeden przez drugiego rzucali na ludzi Lizymacha. | 41 συνιδοντες δε και την επιθεσιν του λυσιμαχου συναρπασαντες οι μεν πετρους οι δε ξυλων παχη τινες δε εκ της παρακειμενης σποδου δρασσομενοι φυρδην ενετινασσον εις τους περι τον λυσιμαχον |
| 42 Skutkiem tego wielu z nich poranili, niektórych nawet zabili, wszystkich zaś zmusili do ucieczki. Samego świętokradcę zamordowali koło skarbca. | 42 δι' ην αιτιαν πολλους μεν αυτων τραυματιας εποιησαν τινας δε και κατεβαλον παντας δε εις φυγην συνηλασαν αυτον δε τον ιεροσυλον παρα το γαζοφυλακιον εχειρωσαντο |
| 43 W tych sprawach zostało wszczęte dochodzenie przeciwko Menelaosowi. | 43 περι δε τουτων ενεστη κρισις προς τον μενελαον |
| 44 Trzech mężów z rady starszych wniosło oskarżenie przeciw niemu, gdy król przybył do Tyru. | 44 καταντησαντος δε του βασιλεως εις τυρον επ' αυτου την δικαιολογιαν εποιησαντο οι πεμφθεντες τρεις ανδρες υπο της γερουσιας |
| 45 Menelaos widząc, że jest zgubiony, obiecał Ptolemeuszowi, synowi Dorymenesa, wielką sumę, aby ułagodzić króla. | 45 ηδη δε λελειμμενος ο μενελαος επηγγειλατο χρηματα ικανα τω πτολεμαιω δορυμενους προς το πεισαι τον βασιλεα |
| 46 Ptolemeusz zaś wziął ze sobą króla do perystylu, jak gdyby po to, aby się ochłodzić, i wpłynął na zmianę poglądów króla. | 46 οθεν απολαβων ο πτολεμαιος εις τι περιστυλον ως αναψυξοντα τον βασιλεα μετεθηκεν |
| 47 Uwolnił on Menelaosa, winnego wszystkiego zła, o jakie był oskarżony, nieszczęśliwych zaś, którzy byliby uniewinnieni, nawet gdyby ich oskarżono przed Scytami, skazał na śmierć. | 47 και τον μεν της ολης κακιας αιτιον μενελαον απελυσεν των κατηγορημενων τοις δε ταλαιπωροις οιτινες ει και επι σκυθων ελεγον απελυθησαν ακαταγνωστοι τουτοις θανατον επεκρινεν |
| 48 Zaraz też niesprawiedliwą karę ponieśli ci, którzy wstawili się za miasto, naród i święte naczynia. | 48 ταχεως ουν την αδικον ζημιαν υπεσχον οι περι πολεως και δημων και των ιερων σκευων προηγορησαντες |
| 49 Z tej przyczyny nawet mieszkańcy Tyru oburzeni urządzili im uroczysty pogrzeb. | 49 δι' ην αιτιαν και τυριοι μισοπονηρησαντες τα προς την κηδειαν αυτων μεγαλοπρεπως εχορηγησαν |
| 50 Menelaos zaś pozostał na stanowisku dzięki chciwości tych, którzy mieli władzę, będąc zaś głównym prześladowcą rodaków umacniał się w złu. | 50 ο δε μενελαος δια τας των κρατουντων πλεονεξιας εμενεν επι τη αρχη επιφυομενος τη κακια μεγας των πολιτων επιβουλος καθεστως |