1 Basciami col bascio della bocca tua; però che meglio sono le mammelle tue, che il vino, | 1 Το Αισμα των Αισματων, το του Σολομωντος. |
2 e rendono odore d' ottimi unguenti. Il nome tuo è olio sparto; però le giovincelle tue amano te. (LA VOCE DELLA CHIESA) | 2 Ας με φιληση με τα φιληματα του στοματος αυτου. Διοτι η αγαπη σου ειναι καλητερα παρα τον οινον. |
3 Tira me; dopo te corriamo nelli odori delli tuoi unguenti. (LA VOCE DEL SPOSO ALLE GIOVINCELLE) Il re mi menò nelli cellarii suoi; noi ci esalteremo e allegreremo in te, ricordandoci delle mammelle tue sopra il vino; li diritti (e veri) amano te.(LA VOCE DELLA CHIESA NELLE SUE AVVERSITADI) | 3 Δια την ευωδιαν των καλων μυρων σου, το ονομα σου ειναι μυρον εκκεχυμενον? δια τουτο αι νεανιδες σε αγαπωσιν. |
4 Negra son, ma son formosa figliuola di Ierusalem, sì come li tabernacoli di Cedar, sì come la pelle di Salomone. | 4 Ελκυσον με? θελομεν δραμει κατοπιν σου? ο βασιλευς με εισηγαγεν εις τα ταμεια αυτου? θελομεν αγαλλεσθαι και ευφραινεσθαι εις σε, θελομεν ενθυμεισθαι την αγαπην σου μαλλον παρα οινον? οι εχοντες ευθυτητα σε αγαπωσι. |
5 Non mi considerate, per ch' io sia fosca; chè il sole m' ha abbrunita.(LA VOCE DELLA SINAGOGA)Li figliuoli della madre mia combatterono contro a me puosonmi guardia nella vigna; io non guardai la vigna mia.(LA VOCE DELLA CHIESA A CRISTO) | 5 Μελαινα ειμαι, πλην ευχαρις, θυγατερες της Ιερουσαλημ? ως τα σκηνωματα του Κηδαρ, ως τα παραπετασματα του Σολομωντος. |
6 Dimmi, dov'è colui che ama l'anima mia, dov' elli pasce e dov' elli si giace nel mezzo dì, acciò ch' io non incominci a vagabundare dietro alle greggie de' suoi compagni.(LA VOCE DI CRISTO ALLA CHIESA) | 6 Μη βλεπετε εις εμε, οτι ειμαι μεμελανωμενη, επειδη ο ηλιος με εκαυσεν? οι υιοι της μητρος μου ωργισθησαν κατ' εμου? με εβαλον φυλακα εις τους αμπελωνας? τον ιδιον μου αμπελωνα ομως δεν εφυλαξα. |
7 Se tu non ti conosci, o bellissima tra le femine, esci fuori, e va dietro alle pediche delle tue greggie, e pasci li cavretti tuoi a lato alli tabernacoli delli pastori. | 7 Απαγγειλον μοι, συ, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου, Που ποιμαινεις, που αναπαυεις το ποιμνιον την μεσημβριαν? δια τι να γεινω ως περικεκαλυμμενη μεταξυ των ποιμνιων των συντροφων σου; |
8 Io assomigliai te, amica mia, alla cavalleria mia (al tempo) delli carri di Faraone. | 8 Εαν δεν γνωριζης τουτο αφ' εαυτης, ωραια μεταξυ των γυναικων, εξελθε συ κατοπιν εις τα ιχνη του ποιμνιου, και ποιμαινε τα εριφια σου πλησιον των σκηνων των βοσκων. |
9 (Amica mia) le gote tue sono belle, sì come quelle della tortore; lo collo tuo è bello, sì come l' ornamento del petto.(LA VOCE DEGLI AMICI) | 9 Με τας ιππους των αμαξων του Φαραω σε εξωμοιωσα, ηγαπημενη μου. |
10 Noi ti faremo catenelle d' oro, lavorate con virgule d'ariento.(LA VOCE DELLA CHIESA) | 10 Αι σιαγονες σου ειναι ωραιαι με τας σειρας των μαργαριτων, και ο τραχηλος σου με τα περιδερραια. |
11 Quando il re era nel letto suo, il nardo mio diede l'odore suo. | 11 Θελομεν καμει εις σε αλυσεις χρυσας με στιγματα αργυριου. |
12 Lo fasciculo della mirra è il diletto mio a me; elli dimorerà tra le mie mammelle. | 12 Ενοσω ο βασιλευς καθηται εις την τραπεζαν αυτου, ο ναρδος μου διαχεει την οσμην αυτου. |
13 Uva di Cipro è 'l mio diletto a me, nelle vigne di Engaddi.(LA VOCE DI CRISTO) | 13 Δεματιον σμυρνης ειναι εις εμε ο αγαπητος μου? θελει διανυκτερευει μεταξυ των μαστων μου. |
14 Ecco, tu se' bella, amica mia; ecco, tu sei bella; gli occhi tuoi sono di columba.(LA VOCE DELLA CHIESA) | 14 Ο αγαπητος μου ειναι εις εμε ως βοτρυς κυπρινος εις τους αμπελωνας του Εν-γαδδι. |
15 Ecco, tu se' bello, diletto mio, e adorno; il letticciuolo nostro fiorito. | 15 Ιδου, εισαι ωραια, αγαπητη μου? ιδου, εισαι ωραια? οι οφθαλμοι σου ειναι ως περιστερων. |
16 Li decorrenti delle nostre case sono di cedro, e li bordonali nostri sono di cipresso. | 16 Ιδου, εισαι ωραιος, αγαπητε μου, ναι, ευχαρις? και η κλινη ημων ειναι ευθαλης. |
| 17 Αι δοκοι των οικων ημων ειναι κεδροι, τα σανιδωματα ημων εκ κυπαρισσου. |