Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Lettera ai Colossesi - מכתב לקולוסים 14


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַיְהִי בְאִיקָנְיוֹן וַיָּבֹאוּ יַחְדָּו אֶל־בֵּית כְּנֵסֶת הַיְּהוּדִים וַיְדַבְּרוּ־שָׁם עַד כִּי־הֶאֱמִין הָמוֹן רָב מִן־הַיְּהוּדִים וּמִן־הַיְּוָנִים1 Εν δε τω Ικονιω εισελθοντες ομου εις την συναγωγην των Ιουδαιων, ελαλησαν ουτως ωστε επιστευσε πολυ πληθος Ιουδαιων τε και Ελληνων.
2 אַךְ הַיְּהוּדִים אֲשֶׁר לֹא הֶאֱמִינוּ עוֹרְרוּ וְהִכְעִיסוּ אֶת־נַפְשׁוֹת הַגּוֹיִם עַל־הָאַחִים2 Οσοι δε Ιουδαιοι δεν επειθοντο παρωξυναν και διεστρεψαν τας ψυχας των εθνικων κατα των αδελφων.
3 וַיֵּשְׁבוּ־שָׁם יָמִים רַבִּים וַיְלַמְּדוּ בְּבִטְחוֹנָם בַּיהוֹה הַמֵּעִיד עַל־דְּבַר חַסְדּוֹ בַּעֲשֹוֹתוֹ עַל־יָדָם אֹתוֹת וּמוֹפְתִים3 Ικανον λοιπον καιρον διετριψαν λαλουντες μετα παρρησιας περι του Κυριου, οστις εμαρτυρει εις τον λογον της χαριτος αυτου, και εδιδε να γινωνται σημεια και τερατα δια των χειρων αυτων.
4 וַיֵּחָלֵק הֲמוֹן הָעִיר לַחֵצִי אֵלֶּה נָטוּ אַחֲרֵי הַיְּהוּדִים וְאֵלֶּה אַחֲרֵי הַשְּׁלִיחִים4 Εσχισθη δε το πληθος της πολεως, και οι μεν ησαν μετα των Ιουδαιων, οι δε μετα των αποστολων.
5 וַתְּהִי מְהוּמַת הַגּוֹיִם וְהַיְּהוּדִים עִם־רָאשֵׁיהֶם לְהִתְעַלֵּל בָּהֶם וּלְסָקְלָם5 Και οτε ωρμησαν οι εθνικοι και οι Ιουδαιοι μετα των αρχοντων αυτων εις το να υβρισωσι και να λιθοβολησωσιν αυτους,
6 וַיִּוָּדַע לָהֶם וַיִּבְרְחוּ לְעָרֵי לוּקוֹנְיָא אֶל־לוּסְטְרָא וְדַרְבִי וּסְבִיבוֹתָן6 εννοησαντες κατεφυγον εις τας πολεις της Λυκαονιας Λυστραν και Δερβην και τα περιχωρα,
7 וַיְבַשְּׂרוּ־שָׁם הַבְּשׂוֹרָה7 και εκει εκηρυττον το ευαγγελιον.
8 וְאִישׁ נְכֵה רַגְלַיִם הָיָה בְלוּסְטְרָא וְהוּא ישֵׁב פִּסֵּחַ מִבֶּטֶן אִמּוֹ וְלֹא הָלַךְ מִיָּמָיו8 Εν δε τοις Λυστροις εκαθητο ανηρ τις αδυνατος τους ποδας, χωλος υπαρχων εκ κοιλιας μητρος αυτου, οστις ποτε δεν ειχε περιπατησει.
9 וַיִּשְׁמַע אֶת־פּוֹלוֹס מְדַבֵּר וְהוּא הִסְתַּכֵּל בּוֹ וַיַּרְא כִּי־אֱמוּנָה בוֹ לְהִוָּשֵׁעַ9 Ουτος ηκουε τον Παυλον λαλουντα? οστις ατενισας εις αυτον και ιδων οτι εχει πιστιν δια να σωθη,
10 וַיֹּאמֶר בְּקוֹל גָּדוֹל עֲמֹד הָכֵן עַל־רַגְלֶיךָ וַיְדַלֵּג וַיִּתְהַלָּךְ10 ειπε μετα μεγαλης φωνης? Σηκωθητι επι τους ποδας σου ορθος. Και επηδα και περιεπατει.
11 וַהֲמוֹן הָעָם כִּרְאוֹתָם אֵת אֲשֶׁר עָשָׂה פּוֹלוֹס נָשְׂאוּ אֶת־קוֹלָם וַיֹּאמְרוּ בְּלָשׁוֹן לוּקוֹנִית יָרְדוּ אֵלֵינוּ הָאֱלֹהִים בִּדְמוּת אֲנָשִׁים11 Οι δε οχλοι, ιδοντες τουτο το οποιον εκαμεν ο Παυλος, υψωσαν την φωνην αυτων, λεγοντες Λυκαονιστι? Οι θεοι ομοιωθεντες με ανθρωπους κατεβησαν προς ημας.
12 וַיִּקְרְאוּ לְבַר־נַבָּא בֵּל וּלְפוֹלוֹס קָרְאוּ הֶרְמִיס בַּאֲשֶׁר הוּא רֹאשׁ הַמְדַבְּרִים12 Και ωνομαζον τον μεν Βαρναβαν Δια, τον δε Παυλον Ερμην, επειδη αυτος ητο ο αρχηγος του λογου.
13 וְכֹהֵן בֵּית־בֵּל אֲשֶׁר מִחוּץ לְעִירָם הֵבִיא הַשַּׁעְרָה שְׁוָרִים וַעֲטָרוֹת וַיַּחְפֹּץ לִזְבֹּחַ הוּא וַהֲמוֹן הָעָם13 Και ο ιερευς του Διος, του οντος εμπροσθεν της πολεως αυτων, εφερε ταυρους και στεμματα εις τας πυλας μετα του οχλου και ηθελε να προσφερη θυσιαν.
14 וַיְהִי כִּשְׁמֹעַ זֹאת הַשְּׁלִיחִים פּוֹלוֹס וּבַר־נַבָּא וַיִּקְרְעוּ אֶת־בִּגְדֵיהֶם וַיָּרוּצוּ אֶל־תּוֹךְ־הָעָם14 Ακουσαντες δε οι αποστολοι Βαρναβας και Παυλος, διεσχισαν τα ιματια αυτων και επηδησαν εις το μεσον του οχλου, κραζοντες
15 וַיִּצְעֲקוּ לֵאמֹר אֲנָשִׁים לָמָּה תַּעֲשֹוּ כָזֹאת גַּם־אֲנַחְנוּ בְנֵי־אָדָם חַלָּשִׁים כְּמוֹכֶם וּנְבַשְּׂרָה אֶתְכֶם לְמַעַן שׁוֹב תָּשׁוּבוּ מִן־הַבְלֵיכֶם אֵלֶּה אֶל־אֱלֹהִים חַיִּים אֲשֶׁר עָשָׂה אֶת־הַשָּׁמַיִם וְאֶת־הָאָרֶץ וְאֶת־הַיָּם וְאֶת־כָּל־אֲשֶׁר־בָּם15 και λεγοντες? Ανδρες, τι καμνετε ταυτα; και ημεις ειμεθα ανθρωποι ομοιοπαθεις με σας, κηρυττοντες προς εσας να επιστρεψητε απο τουτων των ματαιων προς τον Θεον τον ζωντα, οστις εκαμε τον ουρανον και την γην και την θαλασσαν και παντα τα εν αυτοις?
16 וַאֲשֶׁר בְּדֹרוֹת קֶדֶם הִנִּיחַ לְכָל־הַגּוֹיִם לָלֶכֶת בְּדַרְכֵיהֶם16 οστις εν ταις παρελθουσαις γενεαις αφηκε παντα τα εθνη να περιπατωσιν εν ταις οδοις αυτων.
17 וְגַם לֹא־חָדַל לְהָעִיד עַל־עַצְמוֹ וַיֵּיטֶב לָנוּ בְּתִתּוֹ מָטָר מִן־הַשָּׁמַיִם וְעִתּוֹת שָׂבָע וַיְמַלֵּא לִבּוֹתֵינוּ מָזוֹן וְשָׂשׂוֹן17 καιτοι δεν αφηκεν αμαρτυρητον εαυτον αγαθαποιων, διδων εις ημας ουρανοθεν βροχας και καιρους καρποφορους, γεμιζων τροφης και ευφροσυνης τας καρδιας ημων.
18 וְאַף בַּדְּבָרִים הָאֵלֶּה כִּמְעַט לֹא־עָצְרוּ כֹחַ לְהָנִיא אֶת־הָעָם מִזְּבֹחַ לָהֶם18 Και ταυτα λεγοντες μολις εμποδισαν τους οχλους, ωστε να μη προσφερωσι θυσιαν εις αυτους.
19 וַיָּבֹאוּ שָׁמָּה יְהוּדִים מִן־אַנְטְיוֹכְיָא וּמִן־אִיקָנְיוֹן וַיָּסִיתוּ אֶת־הָעָם וַיִּרְגְּמוּ אֶת־פּוֹלוֹס בָּאֲבָנִים וַיִּסְחָבֻהוּ חוּצָה לָעִיר בְּחָשְׁבָם כִּי מֵת19 Εν τουτω δε ηλθον Ιουδαιοι εξ Αντιοχειας και Ικονιου, και πεισαντες τους οχλους και λιθοβολησαντες τον Παυλον, εσυραν εξω της πολεως, νομισαντες οτι απεθανεν.
20 וַיָּסֹבּוּ אֹתוֹ הַתַּלְמִידִים וַיָּקָם וַיָּבֹא הָעִירָה וּמִמָּחֳרָת יָצָא אֶל־דַּרְבִי הוּא וּבַר־נַבָּא20 Οτε δε περιεκυκλωσαν αυτον οι μαθηται, σηκωθεις εισηλθεν εις την πολιν και τη επαυριον εξηλθε μετα του Βαρναβα εις Δερβην.
21 וַיְבַשְּׂרוּ אֶת־הַבְּשׂוֹרָה בָּעִיר הַהִיא וְאַחֲרֵי הַעֲמִידָם תַּלְמִידִים הַרְבֵּה שָׁבוּ אֶל־לוּסְטְרָא וְאִיקָנְיוֹן וְאַנְטְיוֹכְיָא21 Και αφου εκηρυξαν το ευαγγελιον εν τη πολει εκεινη και εμαθητευσαν ικανους, υπεστρεψαν εις την Λυστραν και Ικονιον και Αντιοχειαν,
22 וַיְחַזְּקוּ אֶת־נַפְשׁוֹת הַתַּלְמִידִים וַיַּזְהִירוּ אֹתָם לַעֲמֹד בָּאֱמוּנָה וְכִי רַק־בְּצָרוֹת רַבּוֹת בּוֹא נָבוֹא אֶל־מַלְכוּת הָאֱלֹהִים22 επιστηριζοντες τας ψυχας των μαθητων, προτρεποντες να εμμενωσιν εις την πιστιν, και διδασκοντες οτι δια πολλων θλιψεων πρεπει να εισελθωμεν εις την βασιλειαν του Θεου.
23 וַיִּבְחֲרוּ לָהֶם זְקֵנִים בְּכָל־קְהִלָּה וּקְהִלָּה וַיִּתְפַּלְלוּ וַיָּצוּמוּ וַיַּפְקִידוּם בְּיַד הָאָדוֹן אֲשֶׁר הֶאֱמִינוּ בוֹ23 Και αφου εχειροτονησαν εις αυτους πρεσβυτερους κατα πασαν εκκλησιαν, προσευχηθεντες με νηστειας, αφιερωσαν αυτους εις τον Κυριον, εις τον οποιον ειχον πιστευσει.
24 וַיַּעַבְרוּ בְּפִיסִדְיָא וַיָּבֹאוּ אֶל־פַּמְפּוּלְיָא24 Και διελθοντες την Πισιδιαν ηλθον εις Παμφυλιαν,
25 וַיַּשְׁמִיעוּ אֶת־דְּבַר יְהוָֹה בְּפַרְגִי וַיֵּרְדוּ אֶל־אַטַּלְיָא25 και κηρυξαντες τον λογον εν Περγη, κατεβησαν εις Ατταλειαν,
26 וּמִשָּׁם בָּאוּ בָאֳנִיָּה אֶל־אַנְטְיוֹכְיָא אֲשֶׁר נִמְסְרוּ־שָׁם לְחֶסֶד אֱלֹהִים עַל־הַמְּלָאכָה אֲשֶׁר מִלְאוּ אֹתָהּ26 και εκειθεν απεπλευσαν εις Αντιοχειαν, οθεν ησαν παραδεδομενοι εις την χαριν του Θεου δια το εργον, το οποιον εξετελεσαν.
27 וּבְבֹאָם שָׁמָּה הִקְהִילוּ אֶת־הָעֵדָה וַיַּגִּידוּ אֵת כָּל־אֲשֶׁר עָשָׂה אִתָּם הָאֱלֹהִים וְאֵת אֲשֶׁר־פָּתַח לַגּוֹיִם פֶּתַח הָאֱמוּנָה27 Ελθοντες δε και συναξαντες την εκκλησιαν, ανηγγειλαν οσα εκαμεν ο Θεος δι' αυτων, και οτι ηνοιξεν εις τα εθνη θυραν πιστεως.
28 וַיֵּשְׁבוּ שָׁם עִם־הַתַּלְמִידִים יָמִים לֹא מְעַטִּים28 Και διετριβον εκει ουκ ολιγον καιρον μετα των μαθητων.