Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Lettera ai Filippesi - מכתב לפיליפאים 10


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 אָמֵן אָמֵן אֲנִי אֹמֵר לָכֶם אִישׁ אֲשֶׁר לֹא־יָבוֹא דֶּרֶךְ הַשַּׁעַר אֶל־מִכְלָא הַצֹּאן כִּי אִם־יַעֲלֶה בְּדֶרֶךְ אַחֵר גַּנָּב וּפָרִיץ הוּא1 Αληθως, αληθως σας λεγω, οστις δεν εισερχεται δια της θυρας εις την αυλην των προβατων, αλλα αναβαινει αλλαχοθεν, εκεινος ειναι κλεπτης και ληστης?
2 וַאֲשֶׁר יָבוֹא דֶּרֶךְ הַשַּׁעַר הוּא רֹעֵה הַצֹּאן2 οστις ομως εισερχεται δια της θυρας, ειναι ποιμην των προβατων.
3 לוֹ יִפְתַּח שֹׁמֵר הַסַּף וְהַצֹּאן אֶת־קֹלוֹ תִשְׁמַעְנָה וְהוּא לְצֹאנוֹ בְּשֵׁם יִקְרָא וְיוֹצִיאֵם3 Εις τουτον ο θυρωρος ανοιγει, και τα προβατα την φωνην αυτου ακουουσι, και τα εαυτου προβατα κραζει κατ' ονομα και εξαγει αυτα.
4 וְאַחֲרֵי הוֹצִיאוֹ אֶת־צֹאנוֹ הוּא יַעֲבֹר לִפְנֵיהֶן וְהַצֹּאן הֹלְכוֹת אַחֲרָיו כִּי יָדְעוּ אֶת־קוֹלוֹ4 Και οταν εκβαλη τα εαυτου προβατα, υπαγει εμπροσθεν αυτων, και τα προβατα ακολουθουσιν αυτον, διοτι γνωριζουσι την φωνην αυτου.
5 וְאַחֲרֵי זָר לֹא תֵלַכְנָה כִּי אִם־יָנוּסוּ מִפָּנָיו כִּי אֶת־קוֹל הַזָּרִים לֹא יָדָעוּ5 Ξενον ομως δεν θελουσιν ακολουθησει, αλλα θελουσι φυγει απ' αυτου, διοτι δεν γνωριζουσι την φωνην των ξενων.
6 הַמָּשָׁל הַזֶּה דִּבֶּר יֵשׁוּעַ בְּאָזְנֵיהֶם וְהֵמָּה לֹא יָדְעוּ מַה־זֹּאת אֲשֶׁר אָמַר אֲלֵיהֶם6 Ταυτην την παραβολην ειπε προς αυτους ο Ιησους? εκεινοι ομως δεν ενοησαν τι ησαν ταυτα, τα οποια ελαλει προς αυτους.
7 וַיּוֹסֶף יֵשׁוּעַ וַיְדַבֵּר אֲלֵיהֶם אָמֵן אָמֵן אֲנִי אֹמֵר לָכֶם אֲנִי הוּא דֶּלֶת הַצֹּאן7 Ειπε λοιπον παλιν προς αυτους ο Ιησους? Αληθως, αληθως σας λεγω οτι εγω ειμαι η θυρα των προβατων.
8 כֹּל אֲשֶׁר בָּאוּ לְפָנַי גַּנָּבִים הֵמָּה וּפָרִיצִים וְהַצֹּאן לֹא־שָׁמְעוּ לְקוֹלָם8 Παντες οσοι ηλθον προ εμου κλεπται ειναι και λησται? αλλα δεν ηκουσαν αυτους τα προβατα.
9 אָנֹכִי הַדָּלֶת אִישׁ כִּי־יָבוֹא בִי יִוָּשֵׁעַ וּבְצֵאתוֹ וּבְבוֹאוֹ יִמְצָא מִרְעֶה9 Εγω ειμαι η θυρα? δι' εμου εαν τις εισελθη, θελει σωθη και θελει εισελθει και εξελθει και θελει ευρει βοσκην.
10 הַגַּנָּב לֹא יָבוֹא כִּי אִם־לִגְנוֹב וְלַהֲרוֹג וּלְאַבֵּד וַאֲנִי בָאתִי לְבַעֲבוּר הָבִיא לָהֶם חַיִּים וּמְלֹא סִפְקָם10 Ο κλεπτης δεν ερχεται, ειμη δια να κλεψη και θυση και απολεση? εγω ηλθον δια να εχωσι ζωην και να εχωσιν αυτην εν αφθονια.
11 אָנֹכִי הוּא הָרֹעֶה הַטּוֹב הָרֹעֶה הַטּוֹב יִתֵּן אֶת־נַפְשׁוֹ בְּעַד צֹאנוֹ11 Εγω ειμαι ο ποιμην ο καλος. Ο ποιμην ο καλος την ψυχην αυτου βαλλει υπερ των προβατων?
12 וְהַשָּׂכִיר אֲשֶׁר לֹא רֹעֶה הוּא וְהַצֹּאן לֹא־לוֹ הֵנָּה בִּרְאוֹתוֹ כִּי־בָא הַזְּאֵב יַעֲזֹב אֶת־הַצֹּאן וָנָס וְהַזְּאֵב יַחֲטֹף וְיָפִיץ אֶת־הַצֹּאן12 ο δε μισθωτος και μη ων ποιμην, του οποιου δεν ειναι τα προβατα ιδικα του, θεωρει τον λυκον ερχομενον και αφινει τα προβατα και φευγει? και ο λυκος αρπαζει αυτα και σκορπιζει τα προβατα.
13 הַשָּׂכִיר יָנוּס כִּי שָׂכִיר הוּא וְלֹא יִדְאַג לַצֹּאן13 Ο δε μισθωτος φευγει, διοτι ειναι μισθωτος και δεν μελει αυτον περι των προβατων.
14 אֲנִי הָרֹעֶה הַטּוֹב וְיָדַעְתִּי אֵת אֲשֶׁר־לִי וְנוֹדַעְתִּי לַאֲשֶׁר לִי14 Εγω ειμαι ο ποιμην ο καλος, και γνωριζω τα εμα και γνωριζομαι υπο των εμων,
15 כַּאֲשֶׁר הָאָב יְדָעַנִי וַאֲנִי יָדַעְתִּי אֶת־הָאָב וְאֶת־נַפְשִׁי אֶתֵּן בְּעַד הַצֹּאן15 καθως με γνωριζει ο Πατηρ και εγω γνωριζω τον Πατερα, και την ψυχην μου βαλλω υπερ των προβατων.
16 וְצֹאן אֲחֵרוֹת יֶשׁ־לִי אֲשֶׁר אֵינָן מִן־הַמִּכְלָה הַזֹּאת וְעָלַי לְנַהֵל גַּם־אֹתָן וְתִשְׁמַעְנָה קוֹלִי וְהָיָה עֵדֶר אֶחָד וְרֹעֶה אֶחָד16 Και αλλα προβατα εχω, τα οποια δεν ειναι εκ της αυλης ταυτης? και εκεινα πρεπει να συναξω, και θελουσιν ακουσει την φωνην μου, και θελει γεινει μια ποιμνη, εις ποιμην.
17 עַל־כֵּן אֹהֵב אֹתִי אָבִי כִּי אֶת־נַפְשִׁי אֶתֵּן לְמַעַן אָשׁוּב וְאֶקָּחֶהָ17 Δια τουτο ο Πατηρ με αγαπα, διοτι εγω βαλλω την ψυχην μου, δια να λαβω αυτην παλιν.
18 וְאִישׁ לֹא יִקָּחֶנָּה מֵאִתִּי כִּי אִם־אֲנִי מֵעַצְמִי אֶתְּנֶנָּה יֶשׁ־בְּיָדִי לָתֵת אֹתָהּ וּבְיָדִי לָשׁוּב לְקַחְתָּהּ אֶת־הַמִּצְוָה הַזֹּאת לָקַחְתִּי מֵעִם אָבִי18 Ουδεις αφαιρει αυτην απ' εμου, αλλ' εγω βαλλω αυτην απ' εμαυτου? εξουσιαν εχω να βαλω αυτην, και εξουσιαν εχω παλιν να λαβω αυτην? ταυτην την εντολην ελαβον παρα του Πατρος μου.
19 וַתְּהִי מַחֲלֹקֶת גַּם־בַּפַּעַם הַזֹּאת בֵּין הַיְּהוּדִים עַל־הַדְּבָרִים הָאֵלֶּה19 Σχισμα λοιπον εγεινε παλιν μεταξυ των Ιουδαιων δια τους λογους τουτους.
20 וַיֹּאמְרוּ רַבִּים מֵהֶם שֵׁד בּוֹ וּמְשֻׁגָּע הוּא לָמָּה תִשְׁמְעוּ אֵלָיו20 Και ελεγον πολλοι εξ αυτων? Δαιμονιον εχει και ειναι μαινομενος? τι ακουετε αυτον;
21 וַאֲחֵרִים אָמְרוּ לֹא כָאֵלֶּה יְדַבֵּר אִישׁ אֲחוּז־שֵׁד הֲיוּכַל שֵׁד לִפְקֹחַ עֵינֵי עִוְרִים21 Αλλοι ελεγον? Ουτοι οι λογοι δεν ειναι δαιμονιζομενου? μηπως δυναται δαιμονιον να ανοιγη οφθαλμους τυφλων;
22 וַיְהִי חַג חֲנֻכַּת הַבַּיִת בִּירוּשָׁלָיִם וּסְתָיו הָיָה22 Εγειναν δε τα εγκαινια εν Ιεροσολυμοις, και ητο χειμων?
23 וַיִּתְהַלֵּךְ יֵשׁוּעַ בַּמִּקְדָּשׁ בְּאוּלָם שֶׁל־שְׁלֹמֹה23 και ο Ιησους περιεπατει εν τω ιερω εν τη στοα του Σολομωντος.
24 וַיָּסֹבּוּ אֹתוֹ הַיְּהוּדִים וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו עַד־אָנָה תַּתְלֶה אֶת־נַפְשֵׁנוּ אִם־הַמָּשִׁיחַ אַתָּה הַגִּידָה לָּנוּ בָּרוּר24 Περιεκυκλωσαν λοιπον αυτον οι Ιουδαιοι και ελεγον προς αυτον? Εως ποτε κρατεις εν αμφιβολια την ψυχην ημων; εαν συ ησαι ο Χριστος, ειπε προς ημας παρρησια.
25 וַיַּעַן אֹתָם יֵשׁוּעַ הֵן אָמַרְתִּי אֲלֵיכֶם וְלֹא הֶאֱמַנְתֶּם בִּי הַמַּעֲשִׂים אֲשֶׁר־אֲנִי עֹשֶׂה בְּשֵׁם אָבִי הֵם יָעִידוּ עָלָי25 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους? Σας ειπον, και δεν πιστευετε. Τα εργα, τα οποια εγω καμνω εν τω ονοματι του Πατρος μου, ταυτα μαρτυρουσι περι εμου?
26 אֲבָל אַתֶּם לֹא תַאֲמִינוּ יַעַן לֹא מִצֹּאנִי אַתֶּם כַּאֲשֶׁר אָמַרְתִּי לָכֶם26 αλλα σεις δεν πιστευετε? διοτι δεν εισθε εκ των προβατων των εμων, καθως σας ειπον.
27 צֹאנִי תִּשְׁמַעְנָה אֶת־קוֹלִי וַאֲנִי יְדַעְתִּין וְאַחֲרַי תֵּלַכְנָה27 Τα προβατα τα εμα ακουουσι την φωνην μου, και εγω γνωριζω αυτα, και με ακολουθουσι.
28 וַאֲנִי אֶתֵּן לָהֶן חַיֵּי עוֹלָמִים וְלֹא תֹאבַדְנָה לָנֶצַח וְאִישׁ לֹא־יַחֲטֹף אֶתְהֶן מִיָּדִי28 Και εγω διδω εις αυτα ζωην αιωνιον, και δεν θελουσιν απολεσθη εις τον αιωνα, και ουδεις θελει αρπασει αυτα εκ της χειρος μου.
29 הָאָב אֲשֶׁר נְתָנָן לִי גָּדוֹל הוּא עַל־כֹּל וְאִישׁ לֹא־יַחֲטֹף אֶתְהֶן מִיַּד הָאָב29 Ο Πατηρ μου, οστις μοι εδωκεν αυτα, ειναι μεγαλητερος παντων, και ουδεις δυναται να αρπαση εκ της χειρος του Πατρος μου.
30 אֲנִי וְאָבִי אֶחָד אֲנָחְנוּ30 Εγω και ο Πατηρ εν ειμεθα.
31 אָז יָרִימוּ הַיְּהוּדִים כְּפַעַם־בְּפַעַם אֲבָנִים לְסָקְלוֹ31 Επιασαν λοιπον παλιν οι Ιουδαιοι λιθους, δια να λιθοβολησωσιν αυτον.
32 וַיַּעַן אֹתָם יֵשׁוּעַ מַעֲשִׂים טוֹבִים רַבִּים הֶרְאֵיתִי אֶתְכֶם מֵאֵת אָבִי עַל־אֵיזֶה מִן־הַמַּעֲשִׂים הָהֵם תִּסְקְלֻנִי32 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους? Πολλα καλα εργα εδειξα εις εσας εκ του Πατρος μου? δια ποιον εργον εξ αυτων με λιθοβολειτε;
33 וַיַּעֲנוּ הַיְּהוּדִים אֹתוֹ לֵאמֹר עַל־מַעֲשֶׂה טוֹב לֹא נִסְקֹל אֹתָךְ כִּי אִם־עַל־גַּדֶּפְךָ אֶת־אֱלֹהִים וְעַל־כִּי אָדָם אַתָּה וַתַּעַשׂ אֶת־עַצְמְךָ לֵאלֹהִים33 Απεκριθησαν προς αυτον οι Ιουδαιοι, λεγοντες? Περι καλου εργου δεν σε λιθοβολουμεν, αλλα περι βλασφημιας, και διοτι συ ανθρωπος ων καμνεις σεαυτον Θεον.
34 וַיַּעַן אֹתָם יֵשׁוּעַ הֲלֹא כָתוּב בְּתוֹרַתְכֶם אֲנִי אָמַרְתִּי אֱלֹהִים אַתֶּם34 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους? Δεν ειναι γεγραμμενον εν τω νομω υμων, Εγω ειπα, θεοι εισθε;
35 הֵן קָרָא שֵׁם אֱלֹהִים לָאֵלֶּה אֲשֶׁר הָיָה דְּבַר הָאֱלֹהִים אֲלֵיהֶם וְהַכָּתוּב לֹא־יוּפָר35 Εαν εκεινους ειπε θεους, προς τους οποιους εγεινεν ο λογος του Θεου, και δεν δυναται να αναιρεθη η γραφη,
36 וְאֵיךְ תֹּאמְרוּ עַל־אֲשֶׁר קִדְּשׁוֹ הָאָב וּשְׁלָחוֹ לָעוֹלָם מְגַדֵּף אָתָּה יַעַן אָמַרְתִּי בֶּן־אֱלֹהִים אָנִי36 εκεινον, τον οποιον ο Πατηρ ηγιασε και απεστειλεν εις τον κοσμον, σεις λεγετε οτι βλασφημεις, διοτι ειπον, Υιος του Θεου ειμαι;
37 אִם־לֹא אֶעֱשֶׂה אֶת־מַעֲשֵׂי אָבִי אַל־תַּאֲמִינוּ לִי37 Εαν δεν καμνω τα εργα του Πατρος μου, μη πιστευετε εις εμε?
38 וְאִם־עָשִׂיתִי וְלֹא־תַאֲמִינוּ לִי הַאֲמִינוּ־נָא לְמַעֲשָׂי לְמַעַן תֵּדְעוּ וְתַאֲמִינוּ כִּי־בִי הָאָב וַאֲנִי בוֹ38 αλλ' εαν καμνω, αν και εις εμε δεν πιστευητε, πιστευσατε εις τα εργα, δια να γνωρισητε και πιστευσητε οτι ο Πατηρ ειναι εν εμοι και εγω εν αυτω.
39 אָז יָשׁוּבוּ וַיְבַקְשׁוּ לְתָפְשׂוֹ וַיִּמָּלֵט מִיָּדָם39 Εζητουν λοιπον παλιν να πιασωσιν αυτον? και εξεφυγεν εκ της χειρος αυτων.
40 וַיֵּלֶךְ וַיָּשָׁב אֶל־עֵבֶר הַיַּרְדֵּן אֶל־הַמָּקוֹם אֲשֶׁר הִטְבִּיל־שָׁם יוֹחָנָן בַּתְּחִלָּה וַיֵּשֶׁב שָׁם40 Και υπηγε παλιν περαν του Ιορδανου, εις τον τοπον οπου εβαπτιζε κατ' αρχας ο Ιωαννης, και εμεινεν εκει.
41 וַיָּבֹאוּ אֵלָיו רַבִּים וַיֹּאמְרוּ הִנֵּה יוֹחָנָן לֹא־עָשָׂה אוֹת אֲבָל כָּל־אֲשֶׁר דִּבֶּר יוֹחָנָן עַל־הָאִישׁ הַזֶּה אֱמֶת הָיָה41 Και πολλοι ηλθον προς αυτον και ελεγον οτι ο Ιωαννης μεν ουδεν θαυμα εκαμε, παντα ομως οσα ειπεν ο Ιωαννης περι τουτου, ησαν αληθινα.
42 וַיַּאֲמִינוּ בוֹ רַבִּים בַּמָּקוֹם הַהוּא42 Και εκει επιστευσαν πολλοι εις αυτον.