Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Lettera agli Efesini - מכתב לאפסים 22


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַיִּקְרַב חַג הַמַּצּוֹת הַנִּקְרָא פָּסַח1 Επλησιαζε δε η εορτη των αζυμων, λεγομενη Πασχα.
2 וְהַכֹּהֲנִים הַגְּדוֹלִים וְהַסּוֹפְרִים מְבַקְשִׁים אֵיךְ יַהַרְגֻהוּ כִּי יָרְאוּ מִפְּנֵי הָעָם2 Και εζητουν οι αρχιερεις και οι γραμματεις το πως να θανατωσωσιν αυτον διοτι φοβουντο τον λαον.
3 וְהַשָּׂטָן נִכְנַס בִּיהוּדָה הַמְכֻנֶּה אִישׁ־קְרִיּוֹת וְהוּא בְּמִסְפַּר שְׁנֵים הֶעָשָׂר3 Εισηλθε δε ο Σατανας εις τον Ιουδαν τον επονομαζομενον Ισκαριωτην, οντα εκ του αριθμου των δωδεκα,
4 וַיֵּלֶךְ וַיְדַבֵּר עִם־רָאשֵׁי הַכֹּהֲנִים וְשָׂרֵי הֶחָיִל אֵיךְ יִמְסְרֶנּוּ אֶל־יָדָם4 και υπηγε και συνελαλησε μετα των αρχιερεων και των στρατηγων το πως να παραδωση αυτον εις αυτους.
5 וַיִּשְׂמָחוּ וַיֵּאֹתוּ לָתֶת־לוֹ כָסֶף5 Και εχαρησαν και συνεφωνησαν να δωσωσιν εις αυτον αργυριον?
6 וַיַּבְטַח אֹתָם וַיְבַקֵּשׁ תּוֹאֲנָה לְמָסְרוֹ אֲלֵיהֶם שֶׁלֹּא לְעֵינֵי הֶהָמוֹן6 και εδωκεν υποσχεσιν και εζητει ευκαιριαν να παραδωση αυτον εις αυτους χωρις θορυβου.
7 וַיָּבֹא יוֹם הַמַּצּוֹת אֲשֶׁר זָבוֹחַ יִזָּבַח־בּוֹ הַפָּסַח7 Ηλθε δε ημερα των αζυμων, καθ' ην επρεπε να θυσιασωσι το πασχα,
8 וַיִּשְׁלַח אֶת־פֶּטְרוֹס וְאֶת־יוֹחָנָן לֵאמֹר לְכוּ וְהָכִינוּ לָנוּ אֶת־הַפֶּסַח וְנֹאכֵלָה8 και απεστειλε τον Πετρον και Ιωαννην, ειπων? Υπαγετε και ετοιμασατε εις ημας το πασχα, δια να φαγωμεν.
9 וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו בְּאֵיזֶה מָקוֹם תַּחְפֹּץ כִּי־נָכִין אוֹתוֹ9 Οι δε ειπον προς αυτον? Που θελεις να ετοιμασωμεν;
10 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם הִנֵּה אַתֶּם בָּאִים הָעִירָה וּפָגַע אֶתְכֶם אִישׁ נֹשֵׂא צַפַּחַת מָיִם לְכוּ אַחֲרָיו אֶל־הַבַּיִת אֲשֶׁר יָבוֹא שָׁמָּה10 Ο δε ειπε προς αυτους? Ιδου, οταν εισελθητε εις την πολιν, θελει σας συναπαντησει ανθρωπος βασταζων σταμνιον υδατος? ακολουθησατε αυτον εις την οικιαν οπου εισερχεται.
11 וַאֲמַרְתֶּם אֶל־בַּעַל הַבָּיִת כֹּה אָמַר־לְךָ הָרַב אַיֵּה הַמָּלוֹן אֲשֶׁר אֹכְלָה־שָּׁם אֶת־הַפֶּסַח עִם־תַּלְמִידָי11 Και θελετε ειπει προς τον οικοδεσποτην της οικιας? Ο Διδασκαλος σοι λεγει, Που ειναι το καταλυμα, οπου θελω φαγει το πασχα μετα των μαθητων μου;
12 וְהוּא יַרְאֶה אֶתְכֶם עֲלִיָּה גְדוֹלָה מֻצָּעָה שָׁם תָּכִינוּ12 και εκεινος θελει σας δειξει ανωγεον μεγα εστρωμενον? εκει ετοιμασατε.
13 וַיֵּלְכוּ וַיִּמְצְאוּ כַּאֲשֶׁר דִּבֶּר אֲלֵיהֶם וַיָּכִינוּ אֶת־הַפָּסַח13 Αφου δε υπηγον, ευρον καθως ειπε προς αυτους, και ητοιμασαν το πασχα.
14 וַיְהִי כַּאֲשֶׁר הִגִּיעָה הַשָּׁעָה וַיָּסֶב הוּא וּשְׁנֵים־עָשָׂר הַשְּׁלִיחִים אִתּוֹ14 Και οτε ηλθεν η ωρα, εκαθησεν εις την τραπεζαν, και οι δωδεκα αποστολοι μετ' αυτου.
15 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם נִכְסֹף נִכְסַפְתִּי לֶאֱכֹל אִתְכֶם אֶת־הַפֶּסַח הַזֶּה לִפְנֵי עֻנּוֹתִי15 Και ειπε προς αυτους? Πολυ επεθυμησα να φαγω το πασχα τουτο με σας προ του να παθω?
16 כִּי־אֹמֵר אֲנִי לָכֶם אֵינֶנִּי אֹכֵל אוֹתוֹ עוֹד עַד כִּי־יִמָּלֵא בְּמַלְכוּת הָאֱלֹהִים16 διοτι σας λεγω, οτι δεν θελω φαγει πλεον εξ αυτου, εωσου εκπληρωθη εν τη βασιλεια του Θεου.
17 וַיִּקַּח אֶת־הַכּוֹס וַיְבָרֵךְ וַיֹּאמֶר קְחוּ אֹתָהּ וְחַלְּקוּ בֵּינֵיכֶם17 Και λαβων το ποτηριον, ευχαριστησε και ειπε? Λαβετε τουτο και διαμοιρασατε εις αλληλους?
18 כִּי־אֹמֵר אֲנִי לָכֶם שָׁתֹה לֹא אֶשְׁתֶּה מֵעַתָּה מִתְּנוּבַת הַגָּפֶן עַד כִּי־תָבוֹא מַלְכוּת הָאֱלֹהִים18 διοτι σας λεγω οτι δεν θελω πιει απο του γεννηματος της αμπελου, εωσου ελθη η βασιλεια του Θεου.
19 וַיִּקַּח אֶת־הַלֶּחֶם וַיְבָרֶךְ וַיִּבְצַע וַיִּתֵּן לָהֶם לֵאמֹר זֶה גוּפִי הַנִּתָּן בַּעַדְכֶם זֹאת עֲשֹוּ לְזִכְרוֹנִי19 Και λαβων αρτον, ευχαριστησας εκοψε και εδωκεν εις αυτους, λεγων? Τουτο ειναι το σωμα μου το υπερ υμων διδομενον? τουτο καμνετε εις την ιδικην μου αναμνησιν.
20 וְכֵן גַּם־אֶת־הַכּוֹס אַחַר הַסְּעוּדָה לֵאמֹר זוֹ הַכּוֹס הִיא הַבְּרִית הַחֲדָשָׁה בְּדָמִי הַנִּשְׁפָּךְ בַּעַדְכֶם20 Ωσαυτως και το ποτηριον, αφου εδειπνησαν, λεγων? Τουτο το ποτηριον ειναι η καινη διαθηκη εν τω αιματι μου, το υπερ υμων εκχυνομενον.
21 אַךְ הִנֵּה יַד־הַמֹּסֵר אוֹתִי אִתִּי עַל־הַשֻּׁלְחָן21 Πλην ιδου, η χειρ εκεινου οστις με παραδιδει, ειναι μετ' εμου επι της τραπεζης.
22 כִּי הֵן בֶּן־הָאָדָם הֹלֵךְ לוֹ כְּפִי אֲשֶׁר נֶחֱרָץ עָלָיו אֲבָל אוֹי לָאִישׁ הַהוּא אֲשֶׁר עַל־יָדוֹ יִמָּסֵר22 Και ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει κατα το ωρισμενον? πλην ουαι εις τον ανθρωπον εκεινον, δι' ου παραδιδεται.
23 וְהֵם הֵחֵלּוּ לַחֲקֹר אִישׁ אֶת־רֵעֵהוּ מִי־הוּא זֶה מֵהֶם אֲשֶׁר יַעֲשֶׂה־זֹּאת23 Και αυτοι ηρχισαν να συζητωσι προς αλληλους το ποιος ταχα ητο εξ αυτων, οστις εμελλε να καμη τουτο.
24 וְגַם־מְרִיבָה הָיְתָה בֵינֵיהֶם מִי יֵחָשֵׁב לִהְיוֹת הַגָּדוֹל בָּהֶם24 Εγεινε δε και φιλονεικια μεταξυ αυτων, περι του τις εξ αυτων νομιζεται οτι ειναι μεγαλητερος.
25 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם מַלְכֵי הַגּוֹיִם רוֹדִים בָּהֶם וְשַׁלִּיטֵיהֶם יִקָּרְאוּ עֹשֵׂי חָסֶד25 Ο δε ειπε προς αυτους? οι βασιλεις των εθνων κυριευουσιν αυτα, και οι εξουσιαζοντες αυτα ονομαζονται ευεργεται.
26 וְאַתֶּם לֹא־כֵן כִּי הַגָּדוֹל בָּכֶם יִהְיֶה כַצָּעִיר וְהַמּשֵׁל יִהְיֶה כַמְּשָׁרֵת26 Σεις ομως ουχι ουτως, αλλ' ο μεγαλητερος μεταξυ σας ας γεινη ως ο μικροτερος, και ο προισταμενος ως ο υπηρετων.
27 כִּי מִי הוּא הַגָּדוֹל אִם־הַמֵּסֵב אוֹ הַמְשָׁרֵת הֲלֹא הַמֵּסֵב וַאֲנִי הִנְנִי בְתוֹכְכֶם כְּמוֹ הַמְשָׁרֵת27 Διοτι τις ειναι μεγαλητερος, ο καθημενος εις την τραπεζαν η ο υπηρετων; ουχι ο καθημενος; αλλ' εγω ειμαι εν μεσω υμων ως ο υπηρετων.
28 וְאַתֶּם הֵם הָעֹמְדִים עִמָּדִי עַד־עַתָּה בְּנִסְיוֹנֹתָי28 Σεις δε εισθε οι διαμειναντες μετ' εμου εν τοις πειρασμοις μου?
29 לָכֵן אֲנִי מַנְחִיל אֶתְכֶם כַּאֲשֶׁר הִנְחִילַנִי אָבִי אֵת הַמַּלְכוּת29 οθεν εγω ετοιμαζω εις εσας βασιλειαν, ως ο Πατηρ μου ητοιμασεν εις εμε,
30 לְמַעַן תֹּאכְלוּ וְתִשְׁתּוּ עַל־שֻׁלְחָנִי בְּמַלְכוּתִי וִישַׁבְתֶּם עַל־כִּסְאוֹת לִשְׁפֹּט אֶת־שְׁנֵים עָשָׂר שִׁבְטֵי יִשְׂרָאֵל30 δια να τρωγητε και να πινητε επι της τραπεζης μου εν τη βασιλεια μου, και να καθησητε επι θρονων, κρινοντες τας δωδεκα φυλας του Ισραηλ.
31 וַיֹּאמֶר הָאָדוֹן שִׁמְעוֹן שִׁמְעוֹן הִנֵּה תָּבַע אֶתְכֶם הַשָּׂטָן לִזְרוֹתְכֶם כַּחִטִּים31 Ειπε δε ο Κυριος? Σιμων, Σιμων, ιδου, ο Σατανας σας εζητησε δια να σας κοσκινιση ως τον σιτον?
32 וַאֲנִי הִתְפַּלַּלְתִּי בַעַדְךָ אֲשֶׁר לֹא־תִכְלֶה אֱמוּנָתֶךָ וְאַתָּה כַּאֲשֶׁר תָּשׁוּב חַזֵּק אֶת־אַחֶיךָ32 πλην εγω εδεηθην περι σου δια να μη εκλειψη η πιστις σου? και συ, οταν ποτε επιστρεψης, στηριξον τους αδελφους σου.
33 וְהוּא אָמַר אֵלָיו אֲדֹנִי הִנְנִי נָכוֹן לָלֶכֶת אִתְּךָ גַּם לְבֵית הָאֲסוּרִים גַּם לַמָּוֶת33 Ο δε ειπε προς αυτον? Κυριε, ετοιμος ειμαι μετα σου να υπαγω και εις φυλακην και εις θανατον.
34 וַיֹּאמַר אֲנִי אֹמֵר לְךָ פֶּטְרוֹס לֹא־יִקְרָא תַרְנְגֹל הַיּוֹם עַד כִּי־שָׁלשׁ פְּעָמִים כִּחַשְׁתָּ בִּי לֵאמֹר לֹא יְדַעְתִּיו34 Ο δε ειπε? σοι λεγω, Πετρε, δεν θελει φωναξει σημερον ο αλεκτωρ, πριν απαρνηθης τρις οτι δεν με γνωριζεις.
35 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם כַּאֲשֶׁר שָׁלַחְתִּי אֶתְכֶם בְּלִי־כִיס וְתַרְמִיל וּנְעָלִים הַחֲסַרְתֶּם דָּבָר וַיֹּאמְרוּ לֹא חָסַרְנוּ כָּל־דָּבָר35 Και ειπε προς αυτους? Οτε σας απεστειλα χωρις βαλαντιου και σακκιου και υποδηματων, μηπως εστερηθητε τινος; οι δε ειπον? Ουδενος.
36 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם אָכֵן עַתָּה אֲשֶׁר־לוֹ כִיס יִשָּׂאֵהוּ וְכֵן גַּם־אֶת־הַתַּרְמִיל וַאֲשֶׁר אֵין־לוֹ הוּא יִמְכֹּר אֶת־בִּגְדוֹ וְיִקְנֶה חָרֶב36 Ειπε λοιπον προς αυτους? Αλλα τωρα οστις εχει βαλαντιον ας λαβη αυτο μεθ' εαυτου, ομοιως και σακκιον, και οστις δεν εχει ας πωληση το ιματιον αυτου και ας αγοραση μαχαιραν.
37 כִּי־אֹמֵר אֲנִי לָכֶם אֲשֶׁר־צָרִיךְ עוֹד לְהִתְמַלֵּא בִי הַכָּתוּב הַזֶּה וְאֶת־פּשְׁעִים נִמְנָה כִּי כָל־הַכָּתוּב עָלַי בָּא עַד־קִצּוֹ37 Διοτι σας λεγω οτι ετι τουτο το γεγραμμενον πρεπει να εκτελεσθη εις εμε, το, Και μετα ανομων ελογισθη. Διοτι τα περι εμου γεγραμμενα λαμβανουσι τελος.
38 וַיֹּאמְרוּ אֲדֹנֵינוּ הִנֵּה־פֹה שְׁתֵּי חֲרָבוֹת וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם דָּי38 Οι δε ειπον? Κυριε, ιδου, ηδη δυο μαχαιραι. Ο δε ειπε προς αυτους? Ικανον ειναι.
39 וַיֵּצֵא וַיֵּלֶךְ כְּיוֹם בְּיוֹם עַל־הַר הַזֵּיתִים וַיֵּלְכוּ אַחֲרָיו גַּם־תַּלְמִידָיו39 Και εξελθων υπηγε κατα την συνηθειαν εις το ορος των Ελαιων? ηκολουθησαν δε αυτον και οι μαθηται αυτου.
40 וַיָּבֹא אֶל־הַמָּקוֹם וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם הִתְפַּלְלוּ לְבִלְתִּי־בוֹא לִידֵי נִסָּיוֹן40 Αφου δε ηλθεν εις τον τοπον, ειπε προς αυτους? Προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον.
41 וְהוּא נִפְרַד מֵהֶם הַרְחֵק כִּקְלֹעַ אָבֶן וַיִּכְרַע עַל־בִּרְכָּיו וַיִּתְפַּלֵּל לֵאמֹר41 Και αυτος εχωρισθη απ' αυτων ως λιθου βολην, και γονατισας προσηυχετο,
42 אָבִי אִם־רְצוֹנְךָ לְהַעֲבִיר מֵעָלַי אֶת־הַכּוֹס הַזֹּאת אַךְ אַל־יְהִי כִרְצוֹנִי כִּי אִם־כִּרְצוֹנֶךָ42 λεγων? Πατερ, εαν θελης να απομακρυνης το ποτηριον τουτο απ' εμου? πλην ουχι το θελημα μου, αλλα το σον ας γεινη.
43 וַיֵּרָא אֵלָיו מַלְאָךְ מִן־הַשָּׁמָיִם וַיְחַזְּקֵהוּ43 Εφανη δε εις αυτον αγγελος απ' ουρανου ενισχυων αυτον.
44 וַיָּבֹאוּ עָלָיו חֶבְלֵי־מָוֶת וַיּוֹסֶף לְהִתְפַּלֵּל בְּחָזְקָה וַתְּהִי זֵעָתוֹ כְּנִטְפֵי דָם יֹרְדִים לָאָרֶץ44 Και ελθων εις αγωνιαν, προσηυχετο θερμοτερον, εγεινε δε ο ιδρως αυτου ως θρομβοι αιματος καταβαινοντες εις την γην.
45 וַיָּקָם מֵהִתְפַּלֵּל וַיָּבֹא אֶל־הַתַּלְמִידִים וַיִּמְצָאֵם יְשֵׁנִים מִיָּגוֹן45 Και σηκωθεις απο της προσευχης, ηλθε προς τους μαθητας αυτου και ευρεν αυτους κοιμωμενους απο της λυπης,
46 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם לָמָּה תִישְׁנוּ קוּמוּ וְהִתְפַּלְלוּ אֲשֶׁר לֹא תָבֹאוּ לִידֵי נִסָּיוֹן46 και ειπε προς αυτους? Τι κοιμασθε; σηκωθητε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον.
47 עוֹדֶנּוּ מְדַבֵּר וְהִנֵּה הָמוֹן וְאֶחָד מִשְּׁנֵים הֶעָשָׂר הַנִּקְרָא יְהוּדָה הֹלֵךְ לִפְנֵיהֶם וַיִּקְרַב אֶל־יֵשׁוּעַ לִנְשָׁק־לוֹ47 Ενω δε αυτος ελαλει ετι, ιδου οχλος, και ο λεγομενος Ιουδας, εις των δωδεκα, ηρχετο προ αυτων και επλησιασεν εις τον Ιησουν, δια να φιληση αυτον.
48 וַיֹּאמֶר יֵשׁוּעַ אֵלָיו יְהוּדָה הֲבִנְשִׁיקָה אַתָּה מוֹסֵר אֶת־בֶּן־הָאָדָם48 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Ιουδα, με φιλημα παραδιδεις τον Υιον του ανθρωπου;
49 וְהָאֲנָשִׁים אֲשֶׁר אִתּוֹ רֹאִים אֵת אֲשֶׁר יִהְיֶה וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו אֲדֹנֵינוּ הֲנַכֶּה בֶחָרֶב49 Ιδοντες δε οι περι αυτον τι εμελλε να γεινη, ειπον προς αυτον? Κυριε, να κτυπησωμεν με την μαχαιραν;
50 וַיַּךְ אֶחָד מֵהֶם אֶת־עֶבֶד הַכֹּהֵן הַגָּדוֹל וַיְקַצֵּץ אֶת־אָזְנוֹ הַיְמָנִית50 Και εκτυπησεν εις εξ αυτων τον δουλον του αρχιερεως και απεκοψεν αυτου το ωτιον το δεξιον.
51 וַיַּעַן יֵשׁוּעַ וַיֹּאמֶר רַב עַתָּה הַרְפּוּ וַיִּגַּע בְּאָזְנוֹ וַיִּרְפָּאֵהוּ51 Αποκριθεις δε ο Ιησους, ειπεν? Αφησατε εως τουτου? και πιασας το ωτιον αυτου ιατρευσεν αυτον.
52 וַיֹּאמֶר יֵשׁוּעַ אֶל רָאשֵׁי הַכֹּהֲנִים וְשָׂרֵי הַמִּקְדָּשׁ וְהַזְּקֵנִים אֲשֶׁר בָּאוּ עָלָיו לֵאמֹר כְּמוֹ עַל־פָּרִיץ יְצָאתֶם עָלַי בַּחֲרָבוֹת וּבְמַקְּלוֹת52 Ειπε δε ο Ιησους προς τους ελθοντας επ' αυτον αρχιερεις και στρατηγους του ιερου και πρεσβυτερους. Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων;
53 וָאֱהִי אֶצְלְכֶם יוֹם יוֹם בַּהֵיכָל וְלֹא־שְׁלַחְתֶּם בִּי יָד וְאוּלָם זֹאת הִיא שְׁעַתְכֶם וְשָׁלְטַן הַחשֶׁךְ53 καθ' ημεραν ημην μεθ' υμων εν τω ιερω και δεν ηπλωσατε τας χειρας επ' εμε. Αλλ' αυτη ειναι η ωρα σας και η εξουσια του σκοτους.
54 וַיִּתְפְּשֹוּ אוֹתוֹ וַיּוֹלִיכֻהוּ וַיְבִיאֻהוּ בֵּית הַכֹּהֵן הַגָּדוֹל וּפֶטְרוֹס הֹלֵךְ אַחֲרָיו מֵרָחוֹק54 Συλλαβοντες δε αυτον, εφεραν και εισηγαγον αυτον εις τον οικον του αρχιερεως. Ο δε Πετρος ηκολουθει μακροθεν.
55 וַיְהִי כִּי־בִעֲרוּ אֵשׁ בְּתוֹךְ הֶחָצֵר וַיֵּשְׁבוּ יַחְדָּו וַיֵּשֶׁב גַּם־פֶּטְרוֹס בְּתוֹכָם55 Αφου δε αναψαντες πυρ εν τω μεσω της αυλης συνεκαθησαν, εκαθητο ο Πετρος εν μεσω αυτων.
56 וַתִּרְאֵהוּ הַשִּׁפְחָה יוֹשֵׁב נֶגֶד הָאוּר וַתַּבֶּט־בּוֹ וַתֹּאמֶר גַּם־זֶה הָיָה עִמּוֹ56 Ιδουσα δε αυτον μια τις δουλη καθημενον προς το φως και ενατενισασα εις αυτον, ειπε? Και ουτος ητο μετ' αυτου.
57 וַיְכַחֶשׁ־בּוֹ וַיֹּאמַר אִשָּׁה לֹא יְדַעְתִּיו57 Ο δε ηρνηθη, λεγων? Γυναι, δεν γνωριζω αυτον.
58 וְאַחֲרֵי־מְעַט רָאָהוּ אָדָם אַחֵר וַיֹּאמֶר גַּם־אַתָּה מֵהֶם וַיֹּאמֶר פֶּטְרוֹס לֹא אָדָם כִּי אֵינֶנִּי58 Και μετ' ολιγον αλλος τις ιδων αυτον, ειπε? Και συ εξ αυτων εισαι. Ο δε Πετρος ειπεν? Ανθρωπε, δεν ειμαι.
59 וְאַחֲרֵי עֲבֹר כְּשָׁעָה אַחַת טָעַן עָלָיו אִישׁ אַחֵר לֵאמֹר אָמְנָם גַּם־זֶה הָיָה עִמּוֹ כִּי אַף־הוּא גְּלִילִי59 Και αφου επερασεν ως μια ωρα, αλλος τις διισχυριζετο, λεγων? Επ' αληθειας και ουτος μετ' αυτου ητο? διοτι Γαλιλαιος ειναι.
60 וַיֹּאמֶר פֶּטְרוֹס בֶּן־אָדָם לֹא יָדַעְתִּי מָה אַתָּה אֹמֵר וְהוּא עוֹדֶנּוּ מְדַבֵּר וְהַתַּרְנְגֹל קָרָא60 Ειπε δε ο Πετρος? Ανθρωπε, δεν εξευρω τι λεγεις. Και παρευθυς, ενω αυτος ελαλει ετι, εφωναξεν ο αλεκτωρ.
61 וַיִּפֶן הָאָדוֹן וַיַּבֵּט אֶל־פֶּטְרוֹס וַיִּזְכֹּר פֶּטְרוֹס אֶת־דְּבַר הָאָדוֹן אֲשֶׁר דִּבֶּר אֵלָיו כִּי־בְטֶרֶם יִקְרָא הַתַּרְנְגֹל תְּכַחֶשׁ־בִּי שָׁלשׁ פְּעָמִים61 Και στραφεις ο Κυριος ενεβλεψεν εις τον Πετρον, και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον του Κυριου, οτι ειπε προς αυτον οτι πριν φωναξη ο αλεκτωρ, θελεις με απαρνηθη τρις.
62 וַיֵּצֵא פֶּטְרוֹס הַחוּצָה וַיְמָרֵר בַּבֶּכִי62 Και εξελθων εξω ο Πετρος εκλαυσε πικρως.
63 וְהָאֲנָשִׁים אֲשֶׁר אָחֲזוּ אֶת־יֵשׁוּעַ הִתְעַלְּלוּ בוֹ וַיַּכֻּהוּ63 Και οι ανδρες οι κρατουντες τον Ιησουν ενεπαιζον αυτον δεροντες,
64 וַיֶּחֱפוּ אֶת־רֹאשׁוֹ וַיַּכֻּהוּ עַל־פָּנָיו וַיִּשְׁאָלֻהוּ לֵאמֹר הִנָּבֵא מִי הוּא הַהֹלֵם אוֹתָךְ64 και περικαλυψαντες αυτον ερραπιζον το προσωπον αυτου και ηρωτων αυτον, λεγοντες? Προφητευσον τις ειναι οστις σε εκτυπησε;
65 וְעוֹד גִּדּוּפִים אֲחֵרִים הִרְבּוּ עָלָיו65 Και αλλα πολλα βλασφημουντες ελεγον εις αυτον.
66 וּבִהְיֹת הַבֹּקֶר נִקְהֲלוּ זִקְנֵי הָעָם וְהַכֹּהֲנִים הַגְּדוֹלִים וְהַסּוֹפְרִים וַיַּעֲלֻהוּ לִפְנֵי הַסַּנְהֶדְרִין שֶׁלָּהֶם וַיֹּאמְרוּ הַאַתָּה הוּא הַמָּשִׁיחַ אֱמָר־לָנוּ66 Και καθως εγεινεν ημερα, συνηχθη το πρεσβυτεριον του λαου, αρχιερεις τε και γραμματεις, και ανεβιβασαν αυτον εις το συνεδριον αυτων, λεγοντες?
67 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם כִּי אַגִּיד לָכֶם לֹא תַאֲמִינוּ67 Συ εισαι ο Χριστος; ειπε προς ημας? ειπε δε προς αυτους. Εαν σας ειπω, δεν θελετε πιστευσει,
68 וְגַם אִם־אֶשְׁאַל לֹא־תָשִׁיבוּ דָבָר וְלֹא תְשַׁלְּחוּנִי68 εαν δε και ερωτησω, δεν θελετε μοι αποκριθη ουδε θελετε με απολυσει?
69 אֲבָל מֵעַתָּה יִהְיֶה בֶן־הָאָדָם ישֵׁב לִימִין גְּבוּרַת הָאֱלֹהִים69 απο του νυν θελει εισθαι ο Υιος του ανθρωπου καθημενος εκ δεξιων της δυναμεως του Θεου.
70 וַיֹּאמְרוּ כֻלָּם הֲכִי־אַתָּה הוּא בֶּן־הָאֱלֹהִים וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם אַתֶּם אֲמַרְתֶּם כִּי־אֲנִי הוּא70 Ειπον δε παντες? Συ λοιπον εισαι ο Υιος του Θεου; Ο δε ειπε προς αυτους? Σεις λεγετε οτι εγω ειμαι.
71 וַיֹּאמְרוּ מַה־לָּנוּ עוֹד לְבַקֵּשׁ עֵדוּת הֲלֹא בְאָזְנֵינוּ שְׁמַעְנוּהָ מִפִּיו71 Οι δε ειπον? Τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυριας; διοτι ημεις αυτοι ηκουσαμεν απο του στοματος αυτου.