Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 4


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενηθη εν ταις ημεραις εκειναις και συναθροιζονται αλλοφυλοι εις πολεμον επι ισραηλ και εξηλθεν ισραηλ εις απαντησιν αυτοις εις πολεμον και παρεμβαλλουσιν επι αβενεζερ και οι αλλοφυλοι παρεμβαλλουσιν εν αφεκ1 Történt aztán azokban a napokban, hogy a filiszteusok harcra gyűltek egybe. Erre Izrael hadba vonult a filiszteusok ellen és a Segítség-kövénél ütött tábort, amíg a filiszteusok Áfekben gyűltek össze
2 και παρατασσονται οι αλλοφυλοι εις πολεμον επι ισραηλ και εκλινεν ο πολεμος και επταισεν ανηρ ισραηλ ενωπιον αλλοφυλων και επληγησαν εν τη παραταξει εν αγρω τεσσαρες χιλιαδες ανδρων2 és álltak csatarendbe Izrael ellen. Amikor aztán megkezdődött a harc, Izrael meghátrált a filiszteusok előtt, s azok megöltek e harcban, szanaszét a mezőn, mintegy négyezer embert.
3 και ηλθεν ο λαος εις την παρεμβολην και ειπαν οι πρεσβυτεροι ισραηλ κατα τι επταισεν ημας κυριος σημερον ενωπιον αλλοφυλων λαβωμεν την κιβωτον του θεου ημων εκ σηλωμ και εξελθετω εν μεσω ημων και σωσει ημας εκ χειρος εχθρων ημων3 Amikor aztán a nép visszatért a táborba, azt mondták Izrael vénei: »Miért vert meg minket ma az Úr a filiszteusok előtt? Hozzuk el magunkhoz Silóból az Úr szövetségének ládáját, jöjjön közénk, hogy megszabadítson ellenségeink kezéből.«
4 και απεστειλεν ο λαος εις σηλωμ και αιρουσιν εκειθεν την κιβωτον κυριου καθημενου χερουβιμ και αμφοτεροι οι υιοι ηλι μετα της κιβωτου οφνι και φινεες4 Elküldött tehát a nép Silóba és elhozták onnan a kerubok felett trónoló Seregek Urának szövetségládáját; Héli két fia, Ofni és Fineesz volt az Úr szövetségének ládájával.
5 και εγενηθη ως ηλθεν κιβωτος κυριου εις την παρεμβολην και ανεκραξεν πας ισραηλ φωνη μεγαλη και ηχησεν η γη5 Amikor aztán megérkezett az Úr szövetségének ládája a táborba, akkora örömrivalgásba tört ki egész Izrael, hogy a föld rengett belé.
6 και ηκουσαν οι αλλοφυλοι της κραυγης και ειπον οι αλλοφυλοι τις η κραυγη η μεγαλη αυτη εν παρεμβολη των εβραιων και εγνωσαν οτι κιβωτος κυριου ηκει εις την παρεμβολην6 Amint a filiszteusok meghallották a rivalgás hangját, azt mondták: »Micsoda nagy rivalgás hangja ez a héberek táborában?« Amikor megtudták, hogy az Úr ládája jött a táborba,
7 και εφοβηθησαν οι αλλοφυλοι και ειπον ουτοι οι θεοι ηκασιν προς αυτους εις την παρεμβολην ουαι ημιν εξελου ημας κυριε σημερον οτι ου γεγονεν τοιαυτη εχθες και τριτην7 félelem szállta meg a filiszteusokat és azt mondták: »Isten jött a táborba!« Majd felsóhajtottak és azt mondták:
8 ουαι ημιν τις εξελειται ημας εκ χειρος των θεων των στερεων τουτων ουτοι οι θεοι οι παταξαντες την αιγυπτον εν παση πληγη και εν τη ερημω8 »Jaj nekünk, mert nem volt ekkora ujjongás sem tegnap, sem tegnapelőtt. Jaj nekünk! Ki szabadít meg minket ezeknek a felséges isteneknek a kezéből? Ezek azok az istenek, akik annyi csapással sújtották Egyiptomot a pusztában!
9 κραταιουσθε και γινεσθε εις ανδρας αλλοφυλοι μηποτε δουλευσητε τοις εβραιοις καθως εδουλευσαν ημιν και εσεσθε εις ανδρας και πολεμησατε αυτους9 Legyetek erősek, legyetek férfiak, filiszteusok, hogy ne kelljen szolgálnotok a hébereknek, mint ahogy azok szolgáltak nektek, legyetek erősek, harcoljatok!«
10 και επολεμησαν αυτους και πταιει ανηρ ισραηλ και εφυγεν εκαστος εις σκηνωμα αυτου και εγενετο πληγη μεγαλη σφοδρα και επεσαν εξ ισραηλ τριακοντα χιλιαδες ταγματων10 Harcba is szálltak a filiszteusok, s úgy megverték Izraelt, hogy mindenki a sátrába menekült. A vereség igen nagy volt: harmincezer gyalogos esett el Izraelből.
11 και κιβωτος θεου ελημφθη και αμφοτεροι υιοι ηλι απεθανον οφνι και φινεες11 Az Isten ládáját is elfogták, s Héli két fia, Ofni és Fineesz is meghalt.
12 και εδραμεν ανηρ ιεμιναιος εκ της παραταξεως και ηλθεν εις σηλωμ εν τη ημερα εκεινη και τα ιματια αυτου διερρηγοτα και γη επι της κεφαλης αυτου12 Még ugyanazon a napon Silóba futott és érkezett egy Benjaminból való ember a harctérről, megszaggatott ruhával s porral hintett fővel.
13 και ηλθεν και ιδου ηλι εκαθητο επι του διφρου παρα την πυλην σκοπευων την οδον οτι ην η καρδια αυτου εξεστηκυια περι της κιβωτου του θεου και ο ανθρωπος εισηλθεν εις την πολιν απαγγειλαι και ανεβοησεν η πολις13 Amikor odaért, Héli éppen a székében ült, s egyre az út felé nézett, mert szíve rettegett az Isten ládája miatt. Beérve, hírül vitte az az ember a dolgot a városnak, mire jajveszékelni kezdett az egész város.
14 και ηκουσεν ηλι την φωνην της βοης και ειπεν τις η βοη της φωνης ταυτης και ο ανθρωπος σπευσας εισηλθεν και απηγγειλεν τω ηλι14 Amikor Héli meghallotta a jajveszékelés hangját, azt mondta: »Micsoda zsivaj hangja ez?« Erre az sietve odament, hogy tudtára adja Hélinek.
15 και ηλι υιος ενενηκοντα ετων και οι οφθαλμοι αυτου επανεστησαν και ουκ εβλεπεν και ειπεν ηλι τοις ανδρασιν τοις περιεστηκοσιν αυτω τις η φωνη του ηχους τουτου15 Héli ekkor kilencvennyolc esztendős volt, s a szeme már úgy elhomályosodott, hogy nem látott.
16 και ο ανηρ σπευσας προσηλθεν προς ηλι και ειπεν αυτω εγω ειμι ο ηκων εκ της παρεμβολης καγω πεφευγα εκ της παραταξεως σημερον και ειπεν τι το γεγονος ρημα τεκνον16 Azt mondta azért Hélinek: »Én vagyok az, aki a harctérről idejöttem, én vagyok az, aki ma a harctérről idefutottam.« Erre ő azt mondta neki: »Mi történt, fiam?«
17 και απεκριθη το παιδαριον και ειπεν πεφευγεν ανηρ ισραηλ εκ προσωπου αλλοφυλων και εγενετο πληγη μεγαλη εν τω λαω και αμφοτεροι οι υιοι σου τεθνηκασιν και η κιβωτος του θεου ελημφθη17 A hírhozó ezt felelte: »Megszaladt Izrael a filiszteusok elől, s nagy vereség érte a népet, sőt két fiad, Ofni és Fineesz is meghalt, s az Isten ládáját is elfogták.«
18 και εγενετο ως εμνησθη της κιβωτου του θεου και επεσεν απο του διφρου οπισθιως εχομενος της πυλης και συνετριβη ο νωτος αυτου και απεθανεν οτι πρεσβυτης ο ανθρωπος και βαρυς και αυτος εκρινεν τον ισραηλ εικοσι ετη18 Amikor ő az Isten ládáját említette, Héli hátraesett a kapu mellett székéből és nyakát szegte és meghalt. Öreg ember volt ugyanis és élemedett korú. Negyven esztendeig bíráskodott Izraelen.
19 και νυμφη αυτου γυνη φινεες συνειληφυια του τεκειν και ηκουσεν την αγγελιαν οτι ελημφθη η κιβωτος του θεου και οτι τεθνηκεν ο πενθερος αυτης και ο ανηρ αυτης και ωκλασεν και ετεκεν οτι επεστραφησαν επ' αυτην ωδινες αυτης19 Menye, Fineesz felesége ekkor éppen várandós volt, s már közel volt a szüléshez. Amikor meghallotta a hírt, hogy az Isten ládáját elfogták, s apósa és férje meghalt, meggörbült és szült, mert hirtelen meglepték a fájdalmak.
20 και εν τω καιρω αυτης αποθνησκει και ειπον αυτη αι γυναικες αι παρεστηκυιαι αυτη μη φοβου οτι υιον τετοκας και ουκ απεκριθη και ουκ ενοησεν η καρδια αυτης20 Haldoklása közepette azt mondták neki a körülötte álló asszonyok: »Ne félj, mert fiút szültél.« Ám ő nem felelt nekik, s nem figyelt rájuk,
21 και εκαλεσεν το παιδαριον ουαι βαρχαβωθ υπερ της κιβωτου του θεου και υπερ του πενθερου αυτης και υπερ του ανδρος αυτης21 hanem az Isten ládájának elfogása meg apósa és férje miatt elnevezte a gyermeket Ikabódnak, mondva: »Oda van Izrael dicsősége!«
22 και ειπαν απωκισται δοξα ισραηλ εν τω λημφθηναι την κιβωτον κυριου22 Majd így szólt: »Oda van Izrael dicsősége, mert elfogták az Isten ládáját!«