Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 2


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ειπεν εστερεωθη η καρδια μου εν κυριω υψωθη κερας μου εν θεω μου επλατυνθη επι εχθρους το στομα μου ευφρανθην εν σωτηρια σου1 Anna is imádkozott, ezekkel a szavakkal: »Ujjongóvá vált az én szívem az Úrban, Istenem révén felemelkedett a szarvam. Tágra nyílt a szám ellenségeimmel szemben, mert örvendezem segítségeden.
2 οτι ουκ εστιν αγιος ως κυριος και ουκ εστιν δικαιος ως ο θεος ημων ουκ εστιν αγιος πλην σου2 Nincs olyan szent, mint az Úr, bizony nincsen más terajtad kívül, nincs oly erős, mint a mi Istenünk.
3 μη καυχασθε και μη λαλειτε υψηλα μη εξελθατω μεγαλορρημοσυνη εκ του στοματος υμων οτι θεος γνωσεων κυριος και θεος ετοιμαζων επιτηδευματα αυτου3 Ne beszéljetek annyit, kérkedve, kevélyen, távozzék a régi beszéd szátoktól, mert mindentudó Isten az Úr s eléje kerülnek szándékaitok.
4 τοξον δυνατων ησθενησεν και ασθενουντες περιεζωσαντο δυναμιν4 Vereséget szenved az erősek íja, de erővel övezik fel magukat a gyengék,
5 πληρεις αρτων ηλαττωθησαν και οι πεινωντες παρηκαν γην οτι στειρα ετεκεν επτα και η πολλη εν τεκνοις ησθενησεν5 elszegődnek kenyérért, akik azelőtt bővelkedtek, de jóllaknak, akik éheztek, s míg sokat szül, aki meddő volt, akinek sok fia volt, meddőségbe esik.
6 κυριος θανατοι και ζωογονει καταγει εις αδου και αναγει6 Az Úr tesz halottá és élővé, visz le az alvilágba, s hoz vissza onnét,
7 κυριος πτωχιζει και πλουτιζει ταπεινοι και ανυψοι7 az Úr tesz szegénnyé s gazdaggá, megalázottá és felmagasztalttá.
8 ανιστα απο γης πενητα και απο κοπριας εγειρει πτωχον καθισαι μετα δυναστων λαων και θρονον δοξης κατακληρονομων αυτοις8 Porból felemel szűkölködőt, sárból kihoz szegényt, hogy fejedelmek mellé üljön és elfoglalja a dicsőség székét. Mert az Úré a föld minden sarka, s ő helyezte rájuk a föld kerekségét.
9 διδους ευχην τω ευχομενω και ευλογησεν ετη δικαιου οτι ουκ εν ισχυι δυνατος ανηρ9 Szentjeinek lábát megóvja, és sötétségben némulnak el az istentelenek, mert nem a maga ereje teszi erőssé az embert.
10 κυριος ασθενη ποιησει αντιδικον αυτου κυριος αγιος μη καυχασθω ο φρονιμος εν τη φρονησει αυτου και μη καυχασθω ο δυνατος εν τη δυναμει αυτου και μη καυχασθω ο πλουσιος εν τω πλουτω αυτου αλλ' η εν τουτω καυχασθω ο καυχωμενος συνιειν και γινωσκειν τον κυριον και ποιειν κριμα και δικαιοσυνην εν μεσω της γης κυριος ανεβη εις ουρανους και εβροντησεν αυτος κρινει ακρα γης και διδωσιν ισχυν τοις βασιλευσιν ημων και υψωσει κερας χριστου αυτου10 Félni fognak az Úrtól ellenségei, mennydörögni fog felettük az egekben, meg fogja ítélni az Úr a föld határait, s hatalmat ad királyának s felemeli felkentjének szarvát.«
11 και κατελιπον αυτον εκει ενωπιον κυριου και απηλθον εις αρμαθαιμ και το παιδαριον ην λειτουργων τω προσωπω κυριου ενωπιον ηλι του ιερεως11 Elkána ezután visszatért Ramátába, házába, a gyermek pedig Héli pap felügyelete alatt szolgálni kezdett az Úr színe előtt.
12 και οι υιοι ηλι του ιερεως υιοι λοιμοι ουκ ειδοτες τον κυριον12 Ám Héli fiai Béliál fiai voltak, s nem törődtek az Úrral,
13 και το δικαιωμα του ιερεως παρα του λαου παντος του θυοντος και ηρχετο το παιδαριον του ιερεως ως αν ηψηθη το κρεας και κρεαγρα τριοδους εν τη χειρι αυτου13 sem a papoknak a nép iránt való kötelességével, hanem ha valaki áldozatot vágott, amikor a húst főzték, odament a pap legénye, háromágú villával a kezében,
14 και επαταξεν αυτην εις τον λεβητα τον μεγαν η εις το χαλκιον η εις την κυθραν παν ο εαν ανεβη εν τη κρεαγρα ελαμβανεν εαυτω ο ιερευς κατα ταδε εποιουν παντι ισραηλ τοις ερχομενοις θυσαι κυριω εν σηλωμ14 s azt beleszúrta a tűzhelybe, az üstbe, a fazékba vagy a tálba, s amit éppen a villával kihúzott, azt a pap elvette magának. Így cselekedtek a Silóba jövő egész Izraellel.
15 και πριν θυμιαθηναι το στεαρ ηρχετο το παιδαριον του ιερεως και ελεγεν τω ανδρι τω θυοντι δος κρεας οπτησαι τω ιερει και ου μη λαβω παρα σου εφθον εκ του λεβητος15 Sőt még a háj meggyújtása előtt is odament a pap legénye és azt mondta az áldozónak: »Adj nekem húst, hogy megfőzzem a papnak, mert főtt húst nem fogadok el tőled, csak nyerset.«
16 και ελεγεν ο ανηρ ο θυων θυμιαθητω πρωτον ως καθηκει το στεαρ και λαβε σεαυτω εκ παντων ων επιθυμει η ψυχη σου και ειπεν ουχι οτι νυν δωσεις και εαν μη λημψομαι κραταιως16 Ha erre az áldozó azt mondta neki: »Hadd gyújtsák meg először annak rendje s módja szerint a hájat, aztán végy magadnak, amennyit lelked kíván«, ő feleletül így szólt: »Semmiképpen sem! Csak adj azonnal, különben erőszakkal veszek!«
17 και ην η αμαρτια των παιδαριων ενωπιον κυριου μεγαλη σφοδρα οτι ηθετουν την θυσιαν κυριου17 Igen nagy volt tehát az ifjak vétke az Úr előtt, mert elidegenítették az embereket az Úrnak való áldozattól.
18 και σαμουηλ ην λειτουργων ενωπιον κυριου παιδαριον περιεζωσμενον εφουδ βαρ18 Ott szolgált a gyermek Sámuel is az Úr színe előtt, gyolcs efóddal felövezve.
19 και διπλοιδα μικραν εποιησεν αυτω η μητηρ αυτου και ανεφερεν αυτω εξ ημερων εις ημερας εν τω αναβαινειν αυτην μετα του ανδρος αυτης θυσαι την θυσιαν των ημερων19 Anyja kicsiny felsőköntöst is szokott neki készíteni, s azt a megszabott napokon, amikor felment a férjével, hogy bemutassa az ünnepi áldozatot, felvitte neki.
20 και ευλογησεν ηλι τον ελκανα και την γυναικα αυτου λεγων αποτεισαι σοι κυριος σπερμα εκ της γυναικος ταυτης αντι του χρεους ου εχρησας τω κυριω και απηλθεν ο ανθρωπος εις τον τοπον αυτου20 Ilyenkor Héli megáldotta Elkánát és feleségét, s azt mondta nekik: »Adjon neked az Úr magzatot ettől az asszonytól azért a kölcsönért, amelyet kölcsönöztél az Úrnak.« Ők aztán visszatértek lakóhelyükre.
21 και επεσκεψατο κυριος την ανναν και ετεκεν ετι τρεις υιους και δυο θυγατερας και εμεγαλυνθη το παιδαριον σαμουηλ ενωπιον κυριου21 Az Úr meg is emlékezett Annáról, s az fogant, s három fiút és két lányt szült. A gyermek Sámuel pedig felnövekedett az Úrnál.
22 και ηλι πρεσβυτης σφοδρα και ηκουσεν α εποιουν οι υιοι αυτου τοις υιοις ισραηλ22 Héli ekkor már igen öreg volt. Amikor meghallotta mindazt, amit fiai egész Izraellel cselekedni szoktak, s hogy a sátor ajtajánál ügyelő asszonyokkal hálnak,
23 και ειπεν αυτοις ινα τι ποιειτε κατα το ρημα τουτο ο εγω ακουω εκ στοματος παντος του λαου κυριου23 azt mondta nekik: »Miért cselekszitek azokat a dolgokat, azokat az igen rossz dolgokat, amelyeket az egész néptől hallok?
24 μη τεκνα οτι ουκ αγαθη η ακοη ην εγω ακουω μη ποιειτε ουτως οτι ουκ αγαθαι αι ακοαι ας εγω ακουω του μη δουλευειν λαον θεω24 Ne fiaim, mert nem jó hír az, amelyet hallok: vétekre viszitek az Úr népét.
25 εαν αμαρτανων αμαρτη ανηρ εις ανδρα και προσευξονται υπερ αυτου προς κυριον και εαν τω κυριω αμαρτη τις προσευξεται υπερ αυτου και ουκ ηκουον της φωνης του πατρος αυτων οτι βουλομενος εβουλετο κυριος διαφθειραι αυτους25 Ha ember ellen vétkezik az ember, Isten lehet a döntőbíró, de ha az Úr ellen vétkezik az ember, ki járhat közben érte?« Ám azok nem hallgattak apjuk szavára, mert az Úr meg akarta őket ölni.
26 και το παιδαριον σαμουηλ επορευετο και εμεγαλυνετο και αγαθον και μετα κυριου και μετα ανθρωπων26 A gyermek Sámuel ellenben egyre nagyobb és kedvesebb lett mind az Úr, mind az emberek előtt.
27 και ηλθεν ανθρωπος θεου προς ηλι και ειπεν ταδε λεγει κυριος αποκαλυφθεις απεκαλυφθην προς οικον πατρος σου οντων αυτων εν γη αιγυπτω δουλων τω οικω φαραω27 Egyszer aztán eljött Isten egyik embere Hélihez, s azt mondta neki: »Ezt üzeni az Úr: Nem nyilatkoztattam-e ki magamat világosan atyád házának, amikor Egyiptomban, a fáraó házában voltak?
28 και εξελεξαμην τον οικον του πατρος σου εκ παντων των σκηπτρων ισραηλ εμοι ιερατευειν και αναβαινειν επι θυσιαστηριον μου και θυμιαν θυμιαμα και αιρειν εφουδ και εδωκα τω οικω του πατρος σου τα παντα του πυρος υιων ισραηλ εις βρωσιν28 Ki is választottam őt Izrael valamennyi törzse közül papomnak, hogy oltáromhoz járuljon, illatot gyújtson nekem, s efódot viseljen előttem: s atyád házának adtam Izrael fiainak minden tűzáldozatát.
29 και ινα τι επεβλεψας επι το θυμιαμα μου και εις την θυσιαν μου αναιδει οφθαλμω και εδοξασας τους υιους σου υπερ εμε ενευλογεισθαι απαρχης πασης θυσιας ισραηλ εμπροσθεν μου29 Miért rugdaltátok lábbal véresáldozataimat s ételáldozataimat, amelyekről azt parancsoltam, hogy be kell mutatni a templomban és miért becsülted többre fiaidat, mint engem, azzal, hogy ti ettétek meg az én népem, Izrael minden áldozatának legjavát?
30 δια τουτο ταδε ειπεν κυριος ο θεος ισραηλ ειπα ο οικος σου και ο οικος του πατρος σου διελευσεται ενωπιον μου εως αιωνος και νυν φησιν κυριος μηδαμως εμοι οτι αλλ' η τους δοξαζοντας με δοξασω και ο εξουθενων με ατιμωθησεται30 Ezért ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Azt mondtam, hogy házad s atyád háza szolgáljon színem előtt mindörökké. Most azonban azt mondja az Úr: Távol legyen ez tőlem: mert aki megdicsőít engem, azt megdicsőítem, de aki megvet engem, az megvetett lesz.
31 ιδου ημεραι ερχονται και εξολεθρευσω το σπερμα σου και το σπερμα οικου πατρος σου31 Íme, eljönnek majd a napok, amikor levágom karodat s atyád házának karját, úgyhogy nem lesz többé öreg ember házadban.
32 και ουκ εσται σου πρεσβυτης εν οικω μου πασας τας ημερας32 Miközben Izraelnek mindenben jó dolga lesz, te látni fogod vetélytársadat a templomban, s a te házadban nem lesz öreg ember az egész idő alatt.
33 και ανδρα ουκ εξολεθρευσω σοι απο του θυσιαστηριου μου εκλιπειν τους οφθαλμους αυτου και καταρρειν την ψυχην αυτου και πας περισσευων οικου σου πεσουνται εν ρομφαια ανδρων33 Nem távolítom el ugyanis oltáromtól teljesen nemzetségedet, hogy elepedjen szemed, és elsorvadjon lelked, de házad nagy része meghal, ha férfikorba jut.
34 και τουτο σοι το σημειον ο ηξει επι τους δυο υιους σου τουτους οφνι και φινεες εν ημερα μια αποθανουνται αμφοτεροι34 Az legyen számodra a jel, ami két fiadat, Ofnit és Fineeszt éri: egy napon fog meghalni mindkettő.
35 και αναστησω εμαυτω ιερεα πιστον ος παντα τα εν τη καρδια μου και τα εν τη ψυχη μου ποιησει και οικοδομησω αυτω οικον πιστον και διελευσεται ενωπιον χριστου μου πασας τας ημερας35 Én aztán majd hűséges papot támasztok magamnak, aki szívem és lelkem szerint fog cselekedni. Maradandó házat építek neki, és felkentem előtt fog járni minden időben.
36 και εσται ο περισσευων εν οικω σου ηξει προσκυνειν αυτω οβολου αργυριου λεγων παραρριψον με επι μιαν των ιερατειων σου φαγειν αρτον36 Akkor aztán eljön majd az, aki megmarad házadból, leborul előtte egy ezüst pénzért s egy karéj kenyérért, és könyörög neki: ‘Kérlek, végy fel engem valamelyik papi rendbe, hogy egy falat kenyeret ehessek!’«