Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 18


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 εν ταις ημεραις εκειναις ουκ ην βασιλευς εν ισραηλ και εν ταις ημεραις εκειναις εζητει η φυλη του δαν εαυτη κληρονομιαν του κατοικειν οτι ουκ επεσεν αυτη εως των ημερων εκεινων εν μεσω φυλων ισραηλ κληρονομια1 Azokban a napokban nem volt király Izraelben, s Dán törzse birtokot keresett magának, hogy ott letelepedjék, mert mindaddig nem kapott osztályrészt a többi törzs között.
2 και εξαπεστειλαν οι υιοι δαν εκ των συγγενειων αυτων πεντε ανδρας απο μερους αυτων υιους δυναμεως εκ σαραα και εσθαολ του κατασκεψασθαι την γην και εξιχνιασαι αυτην και ειπαν προς αυτους πορευεσθε και εξεραυνησατε την γην και παρεγενοντο εις ορος εφραιμ εως οικου μιχα και κατεπαυσαν εκει2 Elküldtek tehát Dán fiai Córából és Estaolból öt olyan bátor embert, aki az ő törzsükből és nemzetségükből származott, hogy kémleljék ki és vegyék jól szemügyre az országot. Azt mondták nekik: »Menjetek, vegyétek szemügyre az országot!« Azok el is mentek, s eljutottak Efraim hegységébe, s betértek Míka házába, s ott megpihentek.
3 αυτων οντων παρα τω οικω μιχα και αυτοι επεγνωσαν την φωνην του παιδαριου του νεωτερου του λευιτου και εξεκλιναν εκει και ειπαν αυτω τις ηγαγεν σε ωδε και τι ποιεις ενταυθα και τι σοι εστιν ωδε3 Miközben nála voltak szálláson, megismerték az ifjú levita hangját, s azt mondták neki: »Ki hozott téged ide? Mit művelsz itt? Mi járatban jöttél ide?«
4 και ειπεν προς αυτους ουτως και ουτως εποιησεν μοι μιχα και εμισθωσατο με και εγενηθην αυτω εις ιερεα4 Ő azt felelte nekik: »Ezt és ezt cselekedte velem Míka, s megfogadott, hogy papjává legyek.«
5 και ειπαν αυτω επερωτησον δη εν τω θεω και γνωσομεθα ει κατευοδοι η οδος ημων ην ημεις πορευομεθα επ' αυτην5 Erre megkérték, hogy kérdezze meg az Urat, hadd tudják meg, szerencsével járják-e meg útjukat, s lesz-e eredménye dolguknak?
6 και ειπεν αυτοις ο ιερευς πορευεσθε εις ειρηνην ενωπιον κυριου η οδος υμων καθ' ην υμεις πορευεσθε εν αυτη6 Ő ezt felelte nekik: »Menjetek békességgel; az Úr tetszéssel nézi jártatokat s az utat, amelyre mentek.«
7 και επορευθησαν οι πεντε ανδρες και παρεγενοντο εις λαισα και ειδον τον λαον τον κατοικουντα εν αυτη καθημενον εν ελπιδι κατα την συγκρισιν των σιδωνιων ησυχαζοντας εν ελπιδι και μη δυναμενους λαλησαι ρημα οτι μακραν εισιν απο σιδωνος και λογος ουκ ην αυτοις μετα συριας7 Elment tehát az öt ember és eljutott Laisba és látta, hogy ott a nép a szidoniak módjára, minden félelem nélkül, biztonságban s nyugalomban lakik, egyáltalában senki sem bántja, igen gazdag, s távol van Szidontól, s mindenkitől független.
8 και παρεγενοντο οι πεντε ανδρες προς τους αδελφους αυτων εις σαραα και εσθαολ και ελεγον αυτοις οι αδελφοι αυτων τι υμεις καθησθε8 Amikor tehát visszatértek testvéreikhez Córába és Estaolba, s azok megkérdezték, hogy mit végeztek, ezt felelték:
9 και ειπαν αναστητε και αναβωμεν επ' αυτους οτι εισηλθαμεν και ενεπεριεπατησαμεν εν τη γη εως λαισα και ειδομεν τον λαον τον κατοικουντα εν αυτη εν ελπιδι κατα το συγκριμα των σιδωνιων και μακραν απεχοντες εκ σιδωνος και λογος ουκ ην αυτοις μετα συριας αλλα αναστητε και αναβωμεν επ' αυτους οτι ευρηκαμεν την γην και ιδου αγαθη σφοδρα και υμεις σιωπατε μη οκνησητε του πορευθηναι του ελθειν και κατακληρονομησαι την γην9 »Gyertek, vonuljunk fel ellenük, mert láttuk, hogy földjük igen gazdag s termékeny. Ne vesztegeljetek, ne húzódozzatok, menjünk, s foglaljuk el, semmi fáradságba sem kerül.
10 ηνικα αν εισελθητε ηξετε προς λαον πεποιθοτα και η γη ευρυχωρος οτι παρεδωκεν αυτην ο θεος εν χειρι υμων τοπος ου ουκ εστιν εκει υστερημα παντος ρηματος οσα εν τη γη10 Biztonságban levő emberekhez, nagyon tágas tartományba megyünk, s az Úr nekünk fogja adni azt a helyet, ahol semmi sem hiányzik mindabból, ami a földön terem.«
11 και απηραν εκ συγγενειας του δαν εκ σαραα και εσθαολ εξακοσιοι ανδρες περιεζωσμενοι σκευη πολεμικα11 Elindult tehát Dán nemzetségéből, azaz Córából s Estaolból hatszáz, harci fegyverekkel felszerelt ember.
12 και ανεβησαν και παρενεβαλοσαν εν καριαθιαριμ εν ιουδα δια τουτο εκληθη τω τοπω εκεινω παρεμβολη δαν εως της ημερας ταυτης ιδου κατοπισθεν καριαθιαριμ12 Felvonulásuk folyamán tábort ütöttek a júdai Kirját-Jearimnál, ezért az a hely attól az időtől kezdve a Dán tábora nevet viseli; Kirját-Jearim mögött van.
13 παρηλθαν εκειθεν και ηλθαν εως του ορους εφραιμ και ηλθον εως οικου μιχα13 Onnan átmentek Efraim hegységébe. Amikor aztán Míka házához jutottak,
14 και απεκριθησαν οι πεντε ανδρες οι πορευομενοι κατασκεψασθαι την γην και ειπαν προς τους αδελφους αυτων ει οιδατε οτι εν τοις οικοις τουτοις εφουδ και θεραφιν και γλυπτον και χωνευτον και νυν γνωτε τι ποιησετε14 azt mondta az az öt ember, akit azelőtt Lais földjének kikémlelésére küldtek, többi testvérének: »Tudjátok-e, hogy ezekben a házakban efód, teráf, faragott és öntött kép van? Határozzatok, mit láttok jónak.«
15 και εξεκλιναν εκει και εισηλθοσαν εις τον οικον του παιδαριου του λευιτου εις τον οικον μιχα και ησπασαντο αυτον15 Erre ők lekanyarodtak egy kissé, s betértek annak a fiatal levitának a házába, aki Míka házában volt, s köszöntötték őt békességes szavakkal,
16 και οι εξακοσιοι ανδρες περιεζωσμενοι σκευη πολεμικα εστηλωμενοι παρα την θυραν του πυλωνος οι εκ των υιων δαν16 a hatszáz ember pedig, úgy ahogy volt, felfegyverkezve megállt a kapu előtt.
17 και ανεβησαν οι πεντε ανδρες οι πορευομενοι κατασκεψασθαι την γην επελθοντες εκει ελαβον το γλυπτον και το εφουδ και το θεραφιν και το χωνευτον και ο ιερευς εστηλωμενος παρα τη θυρα του πυλωνος και οι εξακοσιοι ανδρες οι περιεζωσμενοι σκευη πολεμικα17 Ám azok, akik betértek az ifjú házába, arra törekedtek, hogy elvihessék a faragott képet, az efódot s a teráfokat s az öntött képet. Miközben a pap a kapu előtt állt, s nem messze várakozott a hatszáz vitéz,
18 και ουτοι εισηλθον εις οικον μιχα και ελαβον το γλυπτον και το εφουδ και το θεραφιν και το χωνευτον και ειπεν προς αυτους ο ιερευς τι υμεις ποιειτε18 el is vitték azok, akik betértek, a faragott képet, az efódot, a bálványokat s az öntött képet. Rájuk szólt a pap: »Mit műveltek?«
19 και ειπαν προς αυτον κωφευσον επιθες την χειρα σου επι το στομα σου και ελθε μεθ' ημων και εση ημιν εις πατερα και εις ιερεα μη βελτιον ειναι σε ιερεα οικου ανδρος ενος η γινεσθαι σε ιερεα φυλης και συγγενειας εν ισραηλ19 Ők ezt felelték neki: »Hallgass, tedd ujjadat szádra, jöjj velünk, és légy atyánk és papunk. Mi jobb neked, az, hogy egy ember házában légy pap, vagy az, hogy Izrael egy törzsében és nemzetségében?«
20 και ηγαθυνθη η καρδια του ιερεως και ελαβεν το εφουδ και το θεραφιν και το γλυπτον και το χωνευτον και εισηλθεν εν μεσω του λαου20 Amikor ő meghallotta ezt, engedett a kérésüknek. Fogta az efódot, a bálványokat, a faragott képet, és elment velük.
21 και επεστρεψαν και απηλθαν και εταξαν την πανοικιαν και την κτησιν αυτου την ενδοξον εμπροσθεν αυτων21 Amikor elmentek, maguk előtt terelték kisdedeiket, barmaikat s minden drágaságukat.
22 αυτων δε μεμακρυγκοτων απο του οικου μιχα και ιδου μιχα και οι ανδρες οι συν τω οικω μετα μιχα εκραζον κατοπισω υιων δαν22 Már messzire voltak Míka házától, amikor azok az emberek, akik Míka házában laktak, összehívták egymást, utánuk mentek,
23 και επεστρεψαν οι υιοι δαν τα προσωπα αυτων και ειπαν προς μιχα τι εστιν σοι οτι εκραξας23 és a hátuk mögött kiáltozni kezdtek. Erre ők hátratekintettek, s azt mondták Míkának: »Mi bajod, miért kiáltozol?«
24 και ειπεν μιχα οτι το γλυπτον μου ο εποιησα εμαυτω ελαβετε και τον ιερεα και απηλθατε και τι εμοι ετι και τι τουτο λεγετε μοι τι τουτο κραζεις24 Az ezt felelte: »Elvittétek az isteneimet, amelyeket készítettem magamnak, meg a papomat is és mindenemet, s azt mondjátok: ‘Mi bajod?’«
25 και ειπον προς αυτον οι υιοι δαν μη ακουσθητω δη η φωνη σου μεθ' ημων μηποτε απαντησωσιν υμιν ανδρες κατωδυνοι ψυχη και προσθησεις την ψυχην σου και την ψυχην του οικου σου25 Azt mondták erre neki Dán fiai: »Vigyázz, ne beszélj többet nekünk, hogy neked ne menjenek e felindult lelkű emberek, s el ne vessz egész házad népével együtt.«
26 και επορευθησαν οι υιοι δαν εις την οδον αυτων και ειδεν μιχα οτι ισχυροτεροι εισιν αυτου και εξενευσεν και ανεστρεψεν εις τον οικον αυτου26 Azzal folytatták megkezdett útjukat. Mivel Míka látta, hogy erősebbek nála, visszatért házába.
27 και αυτοι ελαβον οσα εποιησεν μιχα και τον ιερεα ος ην αυτω και ηλθον εως λαισα επι λαον ησυχαζοντα και πεποιθοτα και επαταξαν αυτους εν στοματι ρομφαιας και την πολιν ενεπρησαν27 A hatszáz ember pedig vitte a papot, s a fent említett dolgokat, s elment Laisba, a nyugalomban s biztonságban élő néphez, s kardélre hányta őket, s lángba borította a várost.
28 και ουκ εστιν εξαιρουμενος οτι μακραν εστιν απο σιδωνιων και λογος ουκ εστιν αυτοις μετα ανθρωπων και αυτη εν κοιλαδι η εστιν του οικου ροωβ και ωκοδομησαν την πολιν και κατωκησαν εν αυτη28 Egyáltalában senki sem vitt segítséget nekik, mivel távol laktak Szidontól és senkivel sem volt szövetségük s ügyük. A város pedig Rohób vidékén feküdt. Miután újra felépítették, megtelepedtek benne
29 και εκαλεσαν το ονομα της πολεως δαν κατα το ονομα του πατρος αυτων ος εγενηθη τω ισραηλ και ην λαις ονομα τη πολει το προτερον29 és elnevezték a várost apjuk nevéről, akit Izrael nemzett, Dánnak; azelőtt Laisnak hívták.
30 και ανεστησαν εαυτοις οι υιοι του δαν το γλυπτον μιχα και ιωναθαν υιος γηρσωμ υιου μωυση αυτος και οι υιοι αυτου ησαν ιερεις τη φυλη δαν εως της ημερας της μετοικεσιας της γης30 Aztán felállították maguknak a faragott képet s Jonatánt – Gersámnak, Mózes fiának a fiát – és fiait tették papokká Dán törzsében egészen fogságba jutásuk napjáig.
31 και εταξαν εαυτοις το γλυπτον μιχα ο εποιησεν πασας τας ημερας οσας ην ο οικος του θεου εν σηλω31 Ott is maradt náluk Míka bálványa azon egész idő alatt, amíg Isten háza Silóban volt.