Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - Geremia - Jeremiah 15


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ειπεν κυριος προς με εαν στη μωυσης και σαμουηλ προ προσωπου μου ουκ εστιν η ψυχη μου προς αυτους εξαποστειλον τον λαον τουτον και εξελθετωσαν1 Ezt mondta nekem az Úr: »Ha Mózes és Sámuel állna is színem előtt, nem szívlelném ezt a népet. Űzd el őket színem elől, menjenek el!
2 και εσται εαν ειπωσιν προς σε που εξελευσομεθα και ερεις προς αυτους ταδε λεγει κυριος οσοι εις θανατον εις θανατον και οσοι εις μαχαιραν εις μαχαιραν και οσοι εις λιμον εις λιμον και οσοι εις αιχμαλωσιαν εις αιχμαλωσιαν2 Ha pedig majd azt mondják neked: ‘Hová menjünk?’, mondd nekik: Így szól az Úr: Aki halálra való, a halálra; aki kardra, a kardra; aki éhínségre, az éhínségre; és aki fogságra, a fogságra.
3 και εκδικησω επ' αυτους τεσσαρα ειδη λεγει κυριος την μαχαιραν εις σφαγην και τους κυνας εις διασπασμον και τα θηρια της γης και τα πετεινα του ουρανου εις βρωσιν και εις διαφθοραν3 Négy fajtát rendelek föléjük – mondja az Úr: – a kardot, hogy öljön, a kutyákat, hogy szaggassanak, az ég madarait és a föld állatait, hogy egyenek és pusztítsanak.
4 και παραδωσω αυτους εις αναγκας πασαις ταις βασιλειαις της γης δια μανασση υιον εζεκιου βασιλεα ιουδα περι παντων ων εποιησεν εν ιερουσαλημ4 Iszonyattá teszem őket a föld minden királysága előtt, Manassze, Hiszkija fia, Júda királya miatt, azért, amit Jeruzsálemben cselekedett.
5 τις φεισεται επι σοι ιερουσαλημ και τις δειλιασει επι σοι η τις ανακαμψει εις ειρηνην σοι5 Mert ki szánakozik rajtad, Jeruzsálem? És ki mutat részvétet irántad? Ki lép oda, hogy megkérdezzen jóléted felől?
6 συ απεστραφης με λεγει κυριος οπισω πορευση και εκτενω την χειρα μου και διαφθερω σε και ουκετι ανησω αυτους6 Te elvetettél engem – mondja az Úr –, hátat fordítva elmentél; ezért kinyújtottam rád kezemet, és tönkretettelek, belefáradtam a könyörülésbe.
7 και διασπερω αυτους εν διασπορα εν πυλαις λαου μου ητεκνωθησαν απωλεσαν τον λαον μου δια τας κακιας αυτων7 Szétszórtam őket szórólapáttal az ország kapuiban; gyermektelenné tettem, veszni hagytam népemet, útjaikról nem tértek meg.
8 επληθυνθησαν χηραι αυτων υπερ την αμμον της θαλασσης επηγαγον επι μητερα νεανισκου ταλαιπωριαν εν μεσημβρια επερριψα επ' αυτην εξαιφνης τρομον και σπουδην8 Több lett előttem özvegye a tenger fövenyénél; hoztam nekik az ifjú anyjára pusztítót délben; rábocsátottam hirtelen lázat és rettegést.
9 εκενωθη η τικτουσα επτα απεκακησεν η ψυχη αυτης επεδυ ο ηλιος αυτη ετι μεσουσης της ημερας κατησχυνθη και ωνειδισθη τους καταλοιπους αυτων εις μαχαιραν δωσω εναντιον των εχθρων αυτων9 Elhervadt, aki hétszer szült, kilehelte lelkét, lement a napja még nappal, szégyent vallott és csalódott; maradékukat pedig a kardnak adom ellenségeik színe előtt« – mondja az Úr.
10 οιμμοι εγω μητερ ως τινα με ετεκες ανδρα δικαζομενον και διακρινομενον παση τη γη ουτε ωφελησα ουτε ωφελησεν με ουδεις η ισχυς μου εξελιπεν εν τοις καταρωμενοις με10 Jaj nekem, anyám, hogy megszültél engem, a perlekedés emberét és viszály emberét az egész ország számára! Nem adtam kölcsönt, és nekem sem kölcsönöztek, mégis mindenki átkoz engem.
11 γενοιτο δεσποτα κατευθυνοντων αυτων ει μη παρεστην σοι εν καιρω των κακων αυτων και εν καιρω θλιψεως αυτων εις αγαθα προς τον εχθρον11 Ezt mondta az Úr: »Bizony, javadat szolgáltam, bizony, arra késztettem az ellenséget, hogy esedezzék hozzád baj idején és szorongatás idején.«
12 ει γνωσθησεται σιδηρος και περιβολαιον χαλκουν12 Vajon összetörik-e a vas, az északi vas és a réz?
13 η ισχυς σου και τους θησαυρους σου εις προνομην δωσω ανταλλαγμα δια πασας τας αμαρτιας σου και εν πασι τοις οριοις σου13 »Vagyonodat és kincseidet prédául adom, nem vételárért, összes vétked miatt minden határodban.
14 και καταδουλωσω σε κυκλω τοις εχθροις σου εν τη γη η ουκ ηδεις οτι πυρ εκκεκαυται εκ του θυμου μου εφ' υμας καυθησεται14 Ellenségeid szolgájává teszlek olyan országban, amelyet nem ismersz; mert lángra lobbant haragom, miattatok ég.«
15 κυριε μνησθητι μου και επισκεψαι με και αθωωσον με απο των καταδιωκοντων με μη εις μακροθυμιαν γνωθι ως ελαβον περι σου ονειδισμον15 Te tudod, Uram! Emlékezz meg rólam, és látogass meg engem, állj bosszút értem üldözőimen! Hosszantűrő vagy: ne taszíts el engem! Tudd meg, hogy érted viselek gyalázatot!
16 υπο των αθετουντων τους λογους σου συντελεσον αυτους και εσται ο λογος σου εμοι εις ευφροσυνην και χαραν καρδιας μου οτι επικεκληται το ονομα σου επ' εμοι κυριε παντοκρατωρ16 Ha rátaláltam igéidre, eledelemmé váltak; igéd nekem örömöm és szívem vidámsága lett; mert a te nevedet viselem, Uram, Seregek Istene!
17 ουκ εκαθισα εν συνεδριω αυτων παιζοντων αλλα ευλαβουμην απο προσωπου χειρος σου κατα μονας εκαθημην οτι πικριας ενεπλησθην17 Nem ültem a tréfálkozók körében, és nem vigadoztam; kezed súlya miatt egymagamban ültem, mert bosszúsággal töltöttél el engem.
18 ινα τι οι λυπουντες με κατισχυουσιν μου η πληγη μου στερεα ποθεν ιαθησομαι γινομενη εγενηθη μοι ως υδωρ ψευδες ουκ εχον πιστιν18 Miért lett fájdalmam örökké tartó, és sebem halálos? Nem akar meggyógyulni. Bizony, olyan vagy számomra, mint a csalóka patak, melynek nem állandó a vize.
19 δια τουτο ταδε λεγει κυριος εαν επιστρεψης και αποκαταστησω σε και προ προσωπου μου στηση και εαν εξαγαγης τιμιον απο αναξιου ως στομα μου εση και αναστρεψουσιν αυτοι προς σε και συ ουκ αναστρεψεις προς αυτους19 Ezért így szól az Úr: »Ha visszatérsz, engedlek visszatérni, hogy színem előtt állhass; és ha előhozod az értékest az értéktelenből, mintegy az én szám leszel. Térjenek vissza ők hozzád, de te ne térj vissza hozzájuk!
20 και δωσω σε τω λαω τουτω ως τειχος οχυρον χαλκουν και πολεμησουσιν προς σε και ου μη δυνωνται προς σε διοτι μετα σου ειμι του σωζειν σε20 Ez előtt a nép előtt bevehetetlen ércfallá teszlek téged. Harcolnak majd ellened, de nem bírnak veled; mert én veled vagyok, hogy megszabadítsalak és megmentselek téged – mondja az Úr. –
21 και εξαιρεισθαι σε εκ χειρος πονηρων και λυτρωσομαι σε εκ χειρος λοιμων21 Megmentelek téged a gonoszok kezéből, és megváltalak az erőszakosok markából.«