ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 21
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
LXX | VULGATA |
---|---|
1 εις το τελος υπερ της αντιλημψεως της εωθινης ψαλμος τω δαυιδ | 1 In finem, pro susceptione matutina. Psalmus David. |
2 ο θεος ο θεος μου προσχες μοι ινα τι εγκατελιπες με μακραν απο της σωτηριας μου οι λογοι των παραπτωματων μου | 2 Deus, Deus meus, respice in me : quare me dereliquisti ? longe a salute mea verba delictorum meorum. |
3 ο θεος μου κεκραξομαι ημερας και ουκ εισακουση και νυκτος και ουκ εις ανοιαν εμοι | 3 Deus meus, clamabo per diem, et non exaudies ; et nocte, et non ad insipientiam mihi. |
4 συ δε εν αγιοις κατοικεις ο επαινος ισραηλ | 4 Tu autem in sancto habitas, laus Israël. |
5 επι σοι ηλπισαν οι πατερες ημων ηλπισαν και ερρυσω αυτους | 5 In te speraverunt patres nostri ; speraverunt, et liberasti eos. |
6 προς σε εκεκραξαν και εσωθησαν επι σοι ηλπισαν και ου κατησχυνθησαν | 6 Ad te clamaverunt, et salvi facti sunt ; in te speraverunt, et non sunt confusi. |
7 εγω δε ειμι σκωληξ και ουκ ανθρωπος ονειδος ανθρωπου και εξουδενημα λαου | 7 Ego autem sum vermis, et non homo ; opprobrium hominum, et abjectio plebis. |
8 παντες οι θεωρουντες με εξεμυκτηρισαν με ελαλησαν εν χειλεσιν εκινησαν κεφαλην | 8 Omnes videntes me deriserunt me ; locuti sunt labiis, et moverunt caput. |
9 ηλπισεν επι κυριον ρυσασθω αυτον σωσατω αυτον οτι θελει αυτον | 9 Speravit in Domino, eripiat eum : salvum faciat eum, quoniam vult eum. |
10 οτι συ ει ο εκσπασας με εκ γαστρος η ελπις μου απο μαστων της μητρος μου | 10 Quoniam tu es qui extraxisti me de ventre, spes mea ab uberibus matris meæ. |
11 επι σε επερριφην εκ μητρας εκ κοιλιας μητρος μου θεος μου ει συ | 11 In te projectus sum ex utero ; de ventre matris meæ Deus meus es tu : |
12 μη αποστης απ' εμου οτι θλιψις εγγυς οτι ουκ εστιν ο βοηθων | 12 ne discesseris a me, quoniam tribulatio proxima est, quoniam non est qui adjuvet. |
13 περιεκυκλωσαν με μοσχοι πολλοι ταυροι πιονες περιεσχον με | 13 Circumdederunt me vituli multi ; tauri pingues obsederunt me. |
14 ηνοιξαν επ' εμε το στομα αυτων ως λεων ο αρπαζων και ωρυομενος | 14 Aperuerunt super me os suum, sicut leo rapiens et rugiens. |
15 ωσει υδωρ εξεχυθην και διεσκορπισθη παντα τα οστα μου εγενηθη η καρδια μου ωσει κηρος τηκομενος εν μεσω της κοιλιας μου | 15 Sicut aqua effusus sum, et dispersa sunt omnia ossa mea : factum est cor meum tamquam cera liquescens in medio ventris mei. |
16 εξηρανθη ως οστρακον η ισχυς μου και η γλωσσα μου κεκολληται τω λαρυγγι μου και εις χουν θανατου κατηγαγες με | 16 Aruit tamquam testa virtus mea, et lingua mea adhæsit faucibus meis : et in pulverem mortis deduxisti me. |
17 οτι εκυκλωσαν με κυνες πολλοι συναγωγη πονηρευομενων περιεσχον με ωρυξαν χειρας μου και ποδας | 17 Quoniam circumdederunt me canes multi ; concilium malignantium obsedit me. Foderunt manus meas et pedes meos ; |
18 εξηριθμησα παντα τα οστα μου αυτοι δε κατενοησαν και επειδον με | 18 dinumeraverunt omnia ossa mea. Ipsi vero consideraverunt et inspexerunt me. |
19 διεμερισαντο τα ιματια μου εαυτοις και επι τον ιματισμον μου εβαλον κληρον | 19 Diviserunt sibi vestimenta mea, et super vestem meam miserunt sortem. |
20 συ δε κυριε μη μακρυνης την βοηθειαν μου εις την αντιλημψιν μου προσχες | 20 Tu autem, Domine, ne elongaveris auxilium tuum a me ; ad defensionem meam conspice. |
21 ρυσαι απο ρομφαιας την ψυχην μου και εκ χειρος κυνος την μονογενη μου | 21 Erue a framea, Deus, animam meam, et de manu canis unicam meam. |
22 σωσον με εκ στοματος λεοντος και απο κερατων μονοκερωτων την ταπεινωσιν μου | 22 Salva me ex ore leonis, et a cornibus unicornium humilitatem meam. |
23 διηγησομαι το ονομα σου τοις αδελφοις μου εν μεσω εκκλησιας υμνησω σε | 23 Narrabo nomen tuum fratribus meis ; in medio ecclesiæ laudabo te. |
24 οι φοβουμενοι κυριον αινεσατε αυτον απαν το σπερμα ιακωβ δοξασατε αυτον φοβηθητωσαν αυτον απαν το σπερμα ισραηλ | 24 Qui timetis Dominum, laudate eum ; universum semen Jacob, glorificate eum. |
25 οτι ουκ εξουδενωσεν ουδε προσωχθισεν τη δεησει του πτωχου ουδε απεστρεψεν το προσωπον αυτου απ' εμου και εν τω κεκραγεναι με προς αυτον εισηκουσεν μου | 25 Timeat eum omne semen Israël, quoniam non sprevit, neque despexit deprecationem pauperis, nec avertit faciem suam a me : et cum clamarem ad eum, exaudivit me. |
26 παρα σου ο επαινος μου εν εκκλησια μεγαλη τας ευχας μου αποδωσω ενωπιον των φοβουμενων αυτον | 26 Apud te laus mea in ecclesia magna ; vota mea reddam in conspectu timentium eum. |
27 φαγονται πενητες και εμπλησθησονται και αινεσουσιν κυριον οι εκζητουντες αυτον ζησονται αι καρδιαι αυτων εις αιωνα αιωνος | 27 Edent pauperes, et saturabuntur, et laudabunt Dominum qui requirunt eum : vivent corda eorum in sæculum sæculi. |
28 μνησθησονται και επιστραφησονται προς κυριον παντα τα περατα της γης και προσκυνησουσιν ενωπιον σου πασαι αι πατριαι των εθνων | 28 Reminiscentur et convertentur ad Dominum universi fines terræ ; et adorabunt in conspectu ejus universæ familiæ gentium : |
29 οτι του κυριου η βασιλεια και αυτος δεσποζει των εθνων | 29 quoniam Domini est regnum, et ipse dominabitur gentium. |
30 εφαγον και προσεκυνησαν παντες οι πιονες της γης ενωπιον αυτου προπεσουνται παντες οι καταβαινοντες εις την γην και η ψυχη μου αυτω ζη | 30 Manducaverunt et adoraverunt omnes pingues terræ ; in conspectu ejus cadent omnes qui descendunt in terram. |
31 και το σπερμα μου δουλευσει αυτω αναγγελησεται τω κυριω γενεα η ερχομενη | 31 Et anima mea illi vivet ; et semen meum serviet ipsi. |
32 και αναγγελουσιν την δικαιοσυνην αυτου λαω τω τεχθησομενω οτι εποιησεν ο κυριος | 32 Annuntiabitur Domino generatio ventura ; et annuntiabunt cæli justitiam ejus populo qui nascetur, quem fecit Dominus. |