Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β´ - 2 Maccabei- Maccabees II 15


font
LXXBIBBIA RICCIOTTI
1 ο δε νικανωρ μεταλαβων τους περι τον ιουδαν οντας εν τοις κατα σαμαρειαν τοποις εβουλευσατο τη της καταπαυσεως ημερα μετα πασης ασφαλειας αυτοις επιβαλειν1 - Quando Nicanore seppe che Giuda era nelle regioni della Samaria, pensò d’attaccarlo impetuosamente in giorno di sabato.
2 των δε κατα αναγκην συνεπομενων αυτω ιουδαιων λεγοντων μηδαμως ουτως αγριως και βαρβαρως απολεσης δοξαν δε απομερισον τη προτετιμημενη υπο του παντα εφορωντος μεθ' αγιοτητος ημερα2 Quei Giudei che erano stati costretti a seguirlo, gli dicevano: « Non far cosa tanto barbara e feroce; rendi onore al giorno santo, e rispetta colui che vede ogni cosa ».
3 ο δε τρισαλιτηριος επηρωτησεν ει εστιν εν ουρανω δυναστης ο προστεταχως αγειν την των σαββατων ημεραν3 Ma quello sciagurato domandò se v’ è in cielo qualcuno che abbia comandato d’osservare il sabato.
4 των δ' αποφηναμενων εστιν ο κυριος ζων αυτος εν ουρανω δυναστης ο κελευσας ασκειν την εβδομαδα4 Risposero: «V’è in cielo, vivo e potente, il Signore medesimo che comandò di celebrare il giorno settimo ».
5 ο δε ετερος καγω φησιν δυναστης επι της γης ο προστασσων αιρειν οπλα και τας βασιλικας χρειας επιτελειν ομως ου κατεσχεν επιτελεσαι το σχετλιον αυτου βουλημα5 Ma quegli disse: « Ed io sono potente in terra, e comando di prender le armi, e di condurre a termine gli affari del re ». Tuttavia non giunse ad eseguire il suo disegno.
6 και ο μεν νικανωρ μετα πασης αλαζονειας υψαυχενων διεγνωκει κοινον των περι τον ιουδαν συστησασθαι τροπαιον6 Nicanore dunque, al colmo della superbia, già pensava d’erigere per le sue vittorie su Giuda un pubblico trofeo.
7 ο δε μακκαβαιος ην αδιαλειπτως πεποιθως μετα πασης ελπιδος αντιλημψεως τευξασθαι παρα του κυριου7 Il Maccabeo invece sempre con tutta speranza fidava che Dio gli verrebbe in aiuto;
8 και παρεκαλει τους συν αυτω μη δειλιαν την των εθνων εφοδον εχοντας δε κατα νουν τα προγεγονοτα αυτοις απ' ουρανου βοηθηματα και τα νυν προσδοκαν την παρα του παντοκρατορος εσομενην αυτοις νικην8 ed esortava i suoi a non temere la mossa delle nazioni, ma tener a mente gli aiuti già ricevuti dal cielo; sperassero quindi anche ora, che dall' Onnipotente verrebbe a loro la vittoria.
9 και παραμυθουμενος αυτους εκ του νομου και των προφητων προσυπομνησας δε αυτους και τους αγωνας ους ησαν εκτετελεκοτες προθυμοτερους αυτους κατεστησεν9 E parlando loro della legge e dei profeti, e ricordando le prove già prima superate, li rese più arditi.
10 και τοις θυμοις διεγειρας αυτους παρηγγειλεν αμα παρεπιδεικνυς την των εθνων αθεσιαν και την των ορκων παραβασιν10 Sollevati così gli animi loro, anche ricordava la mala fede de' Gentili, e le infrazioni ai fatti giuramenti.
11 εκαστον δε αυτων καθοπλισας ου την ασπιδων και λογχων ασφαλειαν ως την εν τοις αγαθοις λογοις παρακλησιν και προσεξηγησαμενος ονειρον αξιοπιστον υπαρ τι παντας ηυφρανεν11 Li armò dunque ad uno ad uno, non munendoli di scudi e di lancia ma di eccellenti discorsi ed esortazioni, e raccontò loro un sogno degno di tutta fede, col quale li rallegrò tutti.
12 ην δε η τουτου θεωρια τοιαδε ονιαν τον γενομενον αρχιερεα ανδρα καλον και αγαθον αιδημονα μεν την απαντησιν πραον δε τον τροπον και λαλιαν προιεμενον πρεποντως και εκ παιδος εκμεμελετηκοτα παντα τα της αρετης οικεια τουτον τας χειρας προτειναντα κατευχεσθαι τω παντι των ιουδαιων συστηματι12 La visione era questa: Onia, ch’era stato sommo sacerdote, uomo giusto e benigno, di venerabile aspetto, dolce nel tratto, ornato nella parola, esercitato fin da fanciullo nelle virtù, levava le mani pregando per tutto il popolo dei Giudei.
13 ειθ' ουτως επιφανηναι ανδρα πολια και δοξη διαφεροντα θαυμαστην δε τινα και μεγαλοπρεπεστατην ειναι την περι αυτον υπεροχην13 Quindi era apparso un altro personaggio, venerando per età e gloria, ed intorno a lui una magnifica maestà.
14 αποκριθεντα δε τον ονιαν ειπειν ο φιλαδελφος ουτος εστιν ο πολλα προσευχομενος περι του λαου και της αγιας πολεως ιερεμιας ο του θεου προφητης14 Ed Onia, presa la parola, aveva detto: « Questi è l’amico de’fratelli e del popolo di Israele; questi è colui che molto prega per il popolo c per tutta la città santa: Geremia, profeta di Dio».
15 προτειναντα δε ιερεμιαν την δεξιαν παραδουναι τω ιουδα ρομφαιαν χρυσην διδοντα δε προσφωνησαι ταδε15 Allora Geremia aveva stesa la destra, e data a Giuda una spada d’oro, dicendo:
16 λαβε την αγιαν ρομφαιαν δωρον παρα του θεου δι' ης θραυσεις τους υπεναντιους16 « Ricevi la spada santa dono di Dio, con la quale abbatterai i nemici d’Israele mio popolo ».
17 παρακληθεντες δε τοις ιουδου λογοις πανυ καλοις και δυναμενοις επ' αρετην παρορμησαι και ψυχας νεων επανδρωσαι διεγνωσαν μη στρατευεσθαι γενναιως δε εμφερεσθαι και μετα πασης ευανδριας εμπλακεντες κριναι τα πραγματα δια το και την πολιν και τα αγια και το ιερον κινδυνευειν17 Cosi esortati dagli eccellenti discorsi di Giuda, atti ad accrescer vigore ed a infervorare gli animi dei giovani, risolsero di assalire e combattere da valorosi, di modo che il valore decidesse gli eventi, trattandosi della città santa e del tempio che erano in pericolo.
18 ην γαρ ο περι γυναικων και τεκνων ετι δε αδελφων και συγγενων εν ηττονι μερει κειμενος αυτοις μεγιστος δε και πρωτος ο περι του καθηγιασμενου ναου φοβος18 Era infatti minore il pensiero che si davano per le mogli ed i figli, pei fratelli e parenti; il primo e più grande timore era per la santità del tempio.
19 ην δε και τοις εν τη πολει κατειλημμενοις ου παρεργος αγωνια ταρασσομενοις της εν υπαιθρω προσβολης19 Ma anche quelli che erano rimasti in città non stavano in piccola pena per coloro che dovevan combattere.
20 και παντων ηδη προσδοκωντων την εσομενην κρισιν και ηδη προσμειξαντων των πολεμιων και της στρατιας εκταγεισης και των θηριων επι μερος ευκαιρον αποκατασταθεντων της τε ιππου κατα κερας τεταγμενης20 Stando dunque, tutti in attesa della decisione, i nemici in vista, l’esercito loro schierato, gli elefanti ed i cavalieri ordinati ai luoghi convenienti ;
21 συνιδων ο μακκαβαιος την των πληθων παρουσιαν και των οπλων την ποικιλην παρασκευην την τε των θηριων αγριοτητα ανατεινας τας χειρας εις τον ουρανον επεκαλεσατο τον τερατοποιον κυριον γινωσκων οτι ουκ εστιν δι' οπλων καθως δε εαν αυτω κριθη τοις αξιοις περιποιειται την νικην21 considerando il Maccabeo il numero di quelli che si avanzavano, l’apparato delle varie armi, e la ferocia degli animali, levando le mani al cielo invocò il Signore che fa i prodigi, e che, non secondo la forza delle armi ma secondo che a lui piace, dà la vittoria ai più degni.
22 ελεγεν δε επικαλουμενος τονδε τον τροπον συ δεσποτα απεστειλας τον αγγελον σου επι εζεκιου του βασιλεως της ιουδαιας και ανειλεν εκ της παρεμβολης σενναχηριμ εις εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας22 Pregando, disse così: « Tu, Signore, che a tempo d’ Ezechia re di Giuda mandasti il tuo angelo, e del campo di Sennacherib ne uccidesti centottantacinquemila,
23 και νυν δυναστα των ουρανων αποστειλον αγγελον αγαθον εμπροσθεν ημων εις δεος και τρομον23 manda anche ora, o re del cielo, l’angelo tuo buono innanzi a noi, ad incuter timore e tremor della potenza del tuo braccio,
24 μεγεθει βραχιονος σου καταπλαγειησαν οι μετα βλασφημιας παραγινομενοι επι τον αγιον σου λαον και ουτος μεν εν τουτοις εληξεν24 sicché n’abbiano paura quelli che bestemmiando vengono contro al santo popolo tuo ». Così dunque finì di pregare.
25 οι δε περι τον νικανορα μετα σαλπιγγων και παιανων προσηγον25 Nicanore allora ed i suoi si avanzarono a suon di trombe e di canti.
26 οι δε περι τον ιουδαν μετα επικλησεως και ευχων συνεμειξαν τοις πολεμιοις26 Giuda ed i suoi, invocato Dio, attaccaron battaglia pregando.
27 και ταις μεν χερσιν αγωνιζομενοι ταις δε καρδιαις προς τον θεον ευχομενοι κατεστρωσαν ουδεν ηττον μυριαδων τριων και πεντακισχιλιων τη του θεου μεγαλως ευφρανθεντες επιφανεια27 E combattendo sì con la mano, ma col cuore pregando il Signore, abbatterono non meno di trentacinquemila nemici, magnificamente rallegrati dalla presenza di Dio.
28 γενομενοι δε απο της χρειας και μετα χαρας αναλυοντες επεγνωσαν προπεπτωκοτα νικανορα συν τη πανοπλια28 Quando poi ebber finito, e giubilanti se ne ritornavano, conobbero che Nicanore era caduto colla sua armatura.
29 γενομενης δε κραυγης και ταραχης ευλογουν τον δυναστην τη πατριω φωνη29 Allora alzato un grido, e rumore nella patria lingua benedicevano l’onnipotente Signore.
30 και προσεταξεν ο καθ' απαν σωματι και ψυχη πρωταγωνιστης υπερ των πολιτων ο την της ηλικιας ευνοιαν εις ομοεθνεις διαφυλαξας την του νικανορος κεφαλην αποτεμοντας και την χειρα συν τω ωμω φερειν εις ιεροσολυμα30 Giuda allora, che in tutto era sempre stato pronto a dare pei suoi connazionali il corpo e l’animo, comandò che si portasse a Gerusalemme il capo di Nicanore, e la mano tagliata insieme col braccio.
31 παραγενομενος δε εκει και συγκαλεσας τους ομοεθνεις και τους ιερεις προ του θυσιαστηριου στησας μετεπεμψατο τους εκ της ακρας31 Ivi giunto, convocati i cittadini ed i sacerdoti innanzi all’altare, chiamò anche quelli che erano nella rocca.
32 και επιδειξαμενος την του μιαρου νικανορος κεφαλην και την χειρα του δυσφημου ην εκτεινας επι τον αγιον του παντοκρατορος οικον εμεγαλαυχησεν32 E mostrò il capo di Nicanore, e l’empia mano che quegli aveva stesa contro la casa santa dell’onnipotente Dio gloriandosi con tanta insolenza.
33 και την γλωσσαν του δυσσεβους νικανορος εκτεμων εφη κατα μερος δωσειν τοις ορνεοις τα δ' επιχειρα της ανοιας κατεναντι του ναου κρεμασαι33 Comandò poi che tagliata dello scellerato Nicanore la lingua fosse data a pezzi agli uccelli, e il capo di quell’ insano fosse sospeso di faccia al tempio.
34 οι δε παντες εις τον ουρανον ευλογησαν τον επιφανη κυριον λεγοντες ευλογητος ο διατηρησας τον εαυτου τοπον αμιαντον34 Tutti dunque benedissero il Signore del cielo, dicendo: «Benedetto Colui che ha salvato dalla contaminazione la sua dimora! ».
35 εξεδησεν δε την του νικανορος προτομην εκ της ακρας επιδηλον πασιν και φανερον της του κυριου βοηθειας σημειον35 Fu dunque il capo di Nicanore appeso in cima alla rocca, acciò fosse manifesto ed evidente segno dell’aiuto di Dio.
36 εδογματισαν δε παντες μετα κοινου ψηφισματος μηδαμως εασαι απαρασημαντον τηνδε την ημεραν εχειν δε επισημον την τρισκαιδεκατην του δωδεκατου μηνος αδαρ λεγεται τη συριακη φωνη προ μιας ημερας της μαρδοχαικης ημερας36 Tutti poi di comune accordo decretarono che in nessun modo passasse senza solennità un tal giorno,
37 των ουν κατα νικανορα χωρησαντων ουτως και απ' εκεινων των καιρων κρατηθεισης της πολεως υπο των εβραιων και αυτος αυτοθι τον λογον καταπαυσω37 e che si celebrasse la festa ai tredici del mese detto di Adar in lingua siriaca, il giorno avanti al giorno di Mardocheo.
38 και ει μεν καλως ευθικτως τη συνταξει τουτο και αυτος ηθελον ει δε ευτελως και μετριως τουτο εφικτον ην μοι38 Compiutisi rispetto a Nicanore questi eventi, essendo da allora in poi la città rimasta in possesso degli Ebrei, anch'io finirò qui il mio discorso.
39 καθαπερ γαρ οινον κατα μονας πινειν ωσαυτως δε και υδωρ παλιν πολεμιον ον δε τροπον οινος υδατι συγκερασθεις ηδυς και επιτερπη την χαριν αποτελει ουτως και το της κατασκευης του λογου τερπει τας ακοας των εντυγχανοντων τη συνταξει ενταυθα δε εσται η τελευτη .39 Il quale se procede bene, e come si conviene ad una storia, è quello che anch’ io vorrei; se invece è riuscito meno conveniente, mi si perdoni.
40 Come infatti bere sempre vino o sempre acqua non giova, mentre usarne a vicenda è piacevole ; così a chi legge, se il dire è sempre studiato, non riesce gradito. Qui dunque porrò fine.