Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β´ - 2 Maccabei- Maccabees II 15


font
LXXBIBBIA MARTINI
1 ο δε νικανωρ μεταλαβων τους περι τον ιουδαν οντας εν τοις κατα σαμαρειαν τοποις εβουλευσατο τη της καταπαυσεως ημερα μετα πασης ασφαλειας αυτοις επιβαλειν1 Ma Nicanore avendo saputo, che Giuda era nel paese della Samaria, risolvè di assalirlo con tutte le forze in giorno di sabato.
2 των δε κατα αναγκην συνεπομενων αυτω ιουδαιων λεγοντων μηδαμως ουτως αγριως και βαρβαρως απολεσης δοξαν δε απομερισον τη προτετιμημενη υπο του παντα εφορωντος μεθ' αγιοτητος ημερα2 Ma dicendo a lui que' Giudei, i quali per necessità lo seguivano: Non volere far cosa si strana, e barbara, ma rendi onore al giorno santo, e rispetta colui, che tutto vede:
3 ο δε τρισαλιτηριος επηρωτησεν ει εστιν εν ουρανω δυναστης ο προστεταχως αγειν την των σαββατων ημεραν3 Quell'infelice domandò se vi fosse in cielo un Dio potente, che avesse ordinato di osservare il giorno di sabato.
4 των δ' αποφηναμενων εστιν ο κυριος ζων αυτος εν ουρανω δυναστης ο κελευσας ασκειν την εβδομαδα4 E avendo quelli risposto: Egli è lo stesso Dio vivo possente nel cielo, che ordinò di celebrare il settimo giorno,
5 ο δε ετερος καγω φησιν δυναστης επι της γης ο προστασσων αιρειν οπλα και τας βασιλικας χρειας επιτελειν ομως ου κατεσχεν επιτελεσαι το σχετλιον αυτου βουλημα5 Egli allora disse: Ed io sono possente sopra la terra, e comando, che si prendano le armi, e cbe si serva il re. Egli però non potè eseguire i suoi disegni.
6 και ο μεν νικανωρ μετα πασης αλαζονειας υψαυχενων διεγνωκει κοινον των περι τον ιουδαν συστησασθαι τροπαιον6 Nicanore adunque trasportato dal la sua grandissima superbia avea in animo di ergere un trofeo comune de' Giudei.
7 ο δε μακκαβαιος ην αδιαλειπτως πεποιθως μετα πασης ελπιδος αντιλημψεως τευξασθαι παρα του κυριου7 Maccabeo però avea ferma fede, e speranza, che Dio gli avrebbe mandato soccorso:
8 και παρεκαλει τους συν αυτω μη δειλιαν την των εθνων εφοδον εχοντας δε κατα νουν τα προγεγονοτα αυτοις απ' ουρανου βοηθηματα και τα νυν προσδοκαν την παρα του παντοκρατορος εσομενην αυτοις νικην8 Ed esortava i suoi, che non temessero gli assalti delle nazioni, ma avessero in memoria come erano stati già aiutati dal cielo, e sperassero allora, che l'Onnipotente avrebbe data loro la vittoria.
9 και παραμυθουμενος αυτους εκ του νομου και των προφητων προσυπομνησας δε αυτους και τους αγωνας ους ησαν εκτετελεκοτες προθυμοτερους αυτους κατεστησεν9 E ripetendo loro le parole della legge, e de' profeti, e rammentando le imprese fatte da loro ne' tempi precedenti, li rendè più animosi:
10 και τοις θυμοις διεγειρας αυτους παρηγγειλεν αμα παρεπιδεικνυς την των εθνων αθεσιαν και την των ορκων παραβασιν10 E ravvivato il loro coraggio, metteva anche in vista la perfidia delle genti, e i giuramenti violati.
11 εκαστον δε αυτων καθοπλισας ου την ασπιδων και λογχων ασφαλειαν ως την εν τοις αγαθοις λογοις παρακλησιν και προσεξηγησαμενος ονειρον αξιοπιστον υπαρ τι παντας ηυφρανεν11 E armò ciascheduno di essi, non con dar loro degli scudi, e delle lancie, ma con ottimi ragionamenti, ed esortazioni e col riferire una visione degna di fede, la quale li riempiè' di allegrezza.
12 ην δε η τουτου θεωρια τοιαδε ονιαν τον γενομενον αρχιερεα ανδρα καλον και αγαθον αιδημονα μεν την απαντησιν πραον δε τον τροπον και λαλιαν προιεμενον πρεποντως και εκ παιδος εκμεμελετηκοτα παντα τα της αρετης οικεια τουτον τας χειρας προτειναντα κατευχεσθαι τω παντι των ιουδαιων συστηματι12 Or la visione fu tale: Egli vedeva Onia, che era stato sommo Sacerdote, uomo dabbene, e benigno, esercitato fin da fanciullo nelle virtù, colla sua verecondia nel volto, colla modestia nel suo portamento, colla sua grazia nel favellare, il quale stendendo le mani faceva orazione per tutto il popolo dei Giudei:
13 ειθ' ουτως επιφανηναι ανδρα πολια και δοξη διαφεροντα θαυμαστην δε τινα και μεγαλοπρεπεστατην ειναι την περι αυτον υπεροχην13 E dipoi era comparso un altro uomo venerabile per l'età, e per la maestà, cinto di magnificenza da tutti i lati:
14 αποκριθεντα δε τον ονιαν ειπειν ο φιλαδελφος ουτος εστιν ο πολλα προσευχομενος περι του λαου και της αγιας πολεως ιερεμιας ο του θεου προφητης14 E che Onia rispondendo a lui gli avea detto: Questi è l'amico de' fratelli, e del popolo di Israele; questi è colui che prega fortemente pel popolo, e per tutta la città santa, Geremia Profeta di Dio.
15 προτειναντα δε ιερεμιαν την δεξιαν παραδουναι τω ιουδα ρομφαιαν χρυσην διδοντα δε προσφωνησαι ταδε15 E che Geremia aveva stesa la mano destra, e aveva data a Giuda una Spalla d'oro, dicendo:
16 λαβε την αγιαν ρομφαιαν δωρον παρα του θεου δι' ης θραυσεις τους υπεναντιους16 Prendi questa spada santa, dono di Dio, per mezzo del quale tu getterai per terra i nemici del mio popolo di israeliti.
17 παρακληθεντες δε τοις ιουδου λογοις πανυ καλοις και δυναμενοις επ' αρετην παρορμησαι και ψυχας νεων επανδρωσαι διεγνωσαν μη στρατευεσθαι γενναιως δε εμφερεσθαι και μετα πασης ευανδριας εμπλακεντες κριναι τα πραγματα δια το και την πολιν και τα αγια και το ιερον κινδυνευειν17 Ouegli adunque incoraggiti dalle parole di Giuda molto efficaci, le quali servivano ad avvivare il vigore, e confortare gli animi della gioventù, risolverono di valorosamente combattere, e menare le mani, affinchè giudice della causa fosse il valore, atteso che e la città santa, e il tempio erano in pericolo.
18 ην γαρ ο περι γυναικων και τεκνων ετι δε αδελφων και συγγενων εν ηττονι μερει κειμενος αυτοις μεγιστος δε και πρωτος ο περι του καθηγιασμενου ναου φοβος18 Perocché minore era la pena, che facean loro le mogli, e i figliuoli, e i fratelli, e i parenti; ma il massimo, e principal timore era per la santità del tempio:
19 ην δε και τοις εν τη πολει κατειλημμενοις ου παρεργος αγωνια ταρασσομενοις της εν υπαιθρω προσβολης19 Ma quelli, che erano nella città erano non poco inquieti della sorte di quelli, che erano per venire a battaglia.
20 και παντων ηδη προσδοκωντων την εσομενην κρισιν και ηδη προσμειξαντων των πολεμιων και της στρατιας εκταγεισης και των θηριων επι μερος ευκαιρον αποκατασταθεντων της τε ιππου κατα κερας τεταγμενης20 Ma quando tutti già aspettavano la decisione della contesa, e i nemici eran presenti, e l'esercito messo in ordine, e gli elefanti, e i cavalli ai luoghi loro,
21 συνιδων ο μακκαβαιος την των πληθων παρουσιαν και των οπλων την ποικιλην παρασκευην την τε των θηριων αγριοτητα ανατεινας τας χειρας εις τον ουρανον επεκαλεσατο τον τερατοποιον κυριον γινωσκων οτι ουκ εστιν δι' οπλων καθως δε εαν αυτω κριθη τοις αξιοις περιποιειται την νικην21 Maccabeo considerando quella moltitudine, che si avanzava, e la varia maniera delle armi, e la ferocità degli elefanti, stese le mani al cielo invocò quel Signore, che fa i prodigj, il quale non secondo la forza degli eserciti, ma conforme a lui piace, da la vittoria a chi ne è degno,
22 ελεγεν δε επικαλουμενος τονδε τον τροπον συ δεσποτα απεστειλας τον αγγελον σου επι εζεκιου του βασιλεως της ιουδαιας και ανειλεν εκ της παρεμβολης σενναχηριμ εις εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας22 E lo invocò con queste parole: Tu, Signore, se' quegli, che mandasti il tuo Angelo a tempo di Ezechia re di Giuda, e uccidesti nel compo di Sennacherib cento ottanta cinque mila uomini:
23 και νυν δυναστα των ουρανων αποστειλον αγγελον αγαθον εμπροσθεν ημων εις δεος και τρομον23 E adesso o Signore dei cieli, manda il tuo buon Angelo innanzi a noi, che dia a conoscere la forza del terribile, e tremendo tuo braccio,
24 μεγεθει βραχιονος σου καταπλαγειησαν οι μετα βλασφημιας παραγινομενοι επι τον αγιον σου λαον και ουτος μεν εν τουτοις εληξεν24 Affinchè restino sbigottiti quelli, i quali bestemmiando si muovono contro il tuo popolo santo. Cosi terminò egli la sua orazione.
25 οι δε περι τον νικανορα μετα σαλπιγγων και παιανων προσηγον25 Ma Nicanore, e la sua gente si avvicinarono al suono delle trombe, e delle canzoni.
26 οι δε περι τον ιουδαν μετα επικλησεως και ευχων συνεμειξαν τοις πολεμιοις26 E Giuda co' suoi, invocato Dio coll'orazione, attaccarono la zuffa:
27 και ταις μεν χερσιν αγωνιζομενοι ταις δε καρδιαις προς τον θεον ευχομενοι κατεστρωσαν ουδεν ηττον μυριαδων τριων και πεντακισχιλιων τη του θεου μεγαλως ευφρανθεντες επιφανεια27 E combattendo colla mano, ma pregando Dio col cuore, uccisero niente meno di trenta cinque mila uomini, essendo stati grandiosamente confortati dalla presenza di Dio.
28 γενομενοι δε απο της χρειας και μετα χαρας αναλυοντες επεγνωσαν προπεπτωκοτα νικανορα συν τη πανοπλια28 E mentre pieni di allegrezza se ne tornavano indietro, finita già la battaglia, seppero come Nicanore giaceva colle sue armi prostrato per terra.
29 γενομενης δε κραυγης και ταραχης ευλογουν τον δυναστην τη πατριω φωνη29 Alzato perciò un grido, e levatosi un grande strepito, benedicevano nel natio linguaggio il Signore onnipotente.
30 και προσεταξεν ο καθ' απαν σωματι και ψυχη πρωταγωνιστης υπερ των πολιτων ο την της ηλικιας ευνοιαν εις ομοεθνεις διαφυλαξας την του νικανορος κεφαλην αποτεμοντας και την χειρα συν τω ωμω φερειν εις ιεροσολυμα30 Ma Giuda sempre pronto di corpo, e di animo a morire pe' concittadini, ordinò, che si tagliasse il capo di Nicanore, e il braccio colla spalla, e si portassero a Gerusalemme.
31 παραγενομενος δε εκει και συγκαλεσας τους ομοεθνεις και τους ιερεις προ του θυσιαστηριου στησας μετεπεμψατο τους εκ της ακρας31 E quando vi fu arrivato, radunati i concittadini, e i sacordoti presso all'altare, chiamò anche quelli, che erano nella cittadella,
32 και επιδειξαμενος την του μιαρου νικανορος κεφαλην και την χειρα του δυσφημου ην εκτεινας επι τον αγιον του παντοκρατορος οικον εμεγαλαυχησεν32 E fatto vedere il capo di Nicanore, e la scellerata mano, la quale egli avea stesa verso la casa santa dell'onnipotente Iddio con vantamenti tanto superbi,
33 και την γλωσσαν του δυσσεβους νικανορος εκτεμων εφη κατα μερος δωσειν τοις ορνεοις τα δ' επιχειρα της ανοιας κατεναντι του ναου κρεμασαι33 Comandò, che la lingua dell'empio Nicanore fosse tagliata in piccoli pezzi, e gettata agli uccelli; la mano poi dell'insensato fosse appesa dirimpetto al tempio.
34 οι δε παντες εις τον ουρανον ευλογησαν τον επιφανη κυριον λεγοντες ευλογητος ο διατηρησας τον εαυτου τοπον αμιαντον34 Allora tutti benedissero il Signore del cielo, dicendo: Benedetto colui, che ha serbato esente da profanazione il suo tempio.
35 εξεδησεν δε την του νικανορος προτομην εκ της ακρας επιδηλον πασιν και φανερον της του κυριου βοηθειας σημειον35 Egli appese anche il capo di Nicanore sulla cima della cittadella, affin chè fosse visibile, e manifesto segno dell'aiuto di Dio.
36 εδογματισαν δε παντες μετα κοινου ψηφισματος μηδαμως εασαι απαρασημαντον τηνδε την ημεραν εχειν δε επισημον την τρισκαιδεκατην του δωδεκατου μηνος αδαρ λεγεται τη συριακη φωνη προ μιας ημερας της μαρδοχαικης ημερας36 Or tutti di comune consenso determinarono, che non fosse in alcuni modo da passarsi quel giórno senza solennità;
37 των ουν κατα νικανορα χωρησαντων ουτως και απ' εκεινων των καιρων κρατηθεισης της πολεως υπο των εβραιων και αυτος αυτοθι τον λογον καταπαυσω37 E che questa solennità si facesse a' tredici del mese chiamato con voce Siriaca Adar, un giorno prima del giorno di Mardocheo.
38 και ει μεν καλως ευθικτως τη συνταξει τουτο και αυτος ηθελον ει δε ευτελως και μετριως τουτο εφικτον ην μοι38 Fatte queste cose contro Nicanore essendo stati gli Ebrei da quel tempo in poi padroni della città, io pure qui porrò fine al mio racconto.
39 καθαπερ γαρ οινον κατα μονας πινειν ωσαυτως δε και υδωρ παλιν πολεμιον ον δε τροπον οινος υδατι συγκερασθεις ηδυς και επιτερπη την χαριν αποτελει ουτως και το της κατασκευης του λογου τερπει τας ακοας των εντυγχανοντων τη συνταξει ενταυθα δε εσται η τελευτη .39 Il quale se cammina bene, e come a una storia conviensi, questo io pure bramai; se poi non con tutta dignità, mi si conceda perdono:
40 Perocché siccome il bere o sempre vino, o sempre acqua fa danno, ma diletta il far uso or dell'una, or dell'altro; così il ragionare se è sempre molto limato non sarà gradito ai lettori. Qui adunque farò fine.