Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α´ - 1 Cronache - Chronicles I 21


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εστη διαβολος εν τω ισραηλ και επεσεισεν τον δαυιδ του αριθμησαι τον ισραηλ1 Felkelt azonban a sátán Izrael ellen és arra ingerelte Dávidot, hogy számlálja meg Izraelt.
2 και ειπεν ο βασιλευς δαυιδ προς ιωαβ και προς τους αρχοντας της δυναμεως πορευθητε αριθμησατε τον ισραηλ απο βηρσαβεε και εως δαν και ενεγκατε προς με και γνωσομαι τον αριθμον αυτων2 Ezt mondta azért Dávid Joábnak és a nép vezéreinek: »Menjetek és számláljátok meg Izraelt, Beersebától egészen Dánig és hozzátok meg nekem a számát, hadd tudjam.«
3 και ειπεν ιωαβ προσθειη κυριος επι τον λαον αυτου ως αυτοι εκατονταπλασιως και οι οφθαλμοι κυριου μου του βασιλεως βλεποντες παντες τω κυριω μου παιδες ινα τι ζητει ο κυριος μου τουτο ινα μη γενηται εις αμαρτιαν τω ισραηλ3 Joáb erre így válaszolt: »Szaporítsa az Úr százszor annyira népét, mint amennyi, hisz nem a te szolgáid-e ők, uram, király, mindnyájan? Miért kívánja azonban én uram azt, ami Izraelnek vétkéül fog számítani?«
4 το δε ρημα του βασιλεως εκραταιωθη επι τω ιωαβ και εξηλθεν ιωαβ και διηλθεν εν παντι οριω ισραηλ και ηλθεν εις ιερουσαλημ4 Ám a király szava erősnek bizonyult. Kiment tehát Joáb és bejárta egész Izraelt, aztán visszatért Jeruzsálembe,
5 και εδωκεν ιωαβ τον αριθμον της επισκεψεως του λαου τω δαυιδ και ην πας ισραηλ χιλιαι χιλιαδες και εκατον χιλιαδες ανδρων εσπασμενων μαχαιραν και ιουδας τετρακοσιαι και ογδοηκοντα χιλιαδες ανδρων εσπασμενων μαχαιραν5 és átadta Dávidnak azoknak a számát, akiknél járt: Izrael száma összesen egymillió-százezer fegyverfogható ember, Júdáé pedig négyszázhetvenezer harcos volt.
6 και τον λευι και τον βενιαμιν ουκ ηριθμησεν εν μεσω αυτων οτι κατισχυσεν λογος του βασιλεως τον ιωαβ6 Lévit és Benjamint ugyanis nem számlálta meg, mivel Joáb csak kelletlenül teljesítette a király parancsát.
7 και πονηρον εφανη εναντιον του θεου περι του πραγματος τουτου και επαταξεν τον ισραηλ7 De Istennek sem tetszett ez a parancs, és megverte érte Izraelt.
8 και ειπεν δαυιδ προς τον θεον ημαρτηκα σφοδρα οτι εποιησα το πραγμα τουτο και νυν περιελε δη την κακιαν παιδος σου οτι εματαιωθην σφοδρα8 Azt mondta erre Dávid Istennek: »Nagyot vétkeztem, hogy ezt műveltem! Kérlek, bocsásd meg szolgád gonoszságát, mert esztelenül cselekedtem.«
9 και ελαλησεν κυριος προς γαδ ορωντα δαυιδ λεγων9 Így szólt erre az Úr Gádhoz, Dávid látnokához:
10 πορευου και λαλησον προς δαυιδ λεγων ουτως λεγει κυριος τρια αιρω εγω επι σε εκλεξαι σεαυτω εν εξ αυτων και ποιησω σοι10 »Eredj és szólj Dávidhoz s mondd neki: Ezt üzeni az Úr: Három dolgot adok eléd választásul: válaszd az egyiket, amelyiket akarod és azt megcselekszem veled.«
11 και ηλθεν γαδ προς δαυιδ και ειπεν αυτω ουτως λεγει κυριος εκλεξαι σεαυτω11 Gád el is ment Dávidhoz és azt mondta neki: »Ezt üzeni az Úr: Válassz, amit akarsz:
12 η τρια ετη λιμου η τρεις μηνας φευγειν σε εκ προσωπου εχθρων σου και μαχαιραν εχθρων σου του εξολεθρευσαι η τρεις ημερας ρομφαιαν κυριου και θανατον εν τη γη και αγγελος κυριου εξολεθρευων εν παση κληρονομια ισραηλ και νυν ιδε τι αποκριθω τω αποστειλαντι με λογον12 vagy három esztendei éhséget, vagy azt, hogy három hónapig menekülnöd kelljen ellenségeid elől és kardjuktól ne tudj megszabadulni, vagy azt, hogy három napig az Úr kardja és döghalál járja az országot és az Úr angyala öldököljön Izrael egész területén. Nos tehát, határozz, mit feleljek annak, aki engem küldött.«
13 και ειπεν δαυιδ προς γαδ στενα μοι και τα τρια σφοδρα εμπεσουμαι δη εις χειρας κυριου οτι πολλοι οι οικτιρμοι αυτου σφοδρα και εις χειρας ανθρωπων ου μη εμπεσω13 Dávid erre így válaszolt Gádnak: »Mindegyiktől szorongás fog el: de jobb az Úr kezébe esnem, mint az emberekébe, mert nagy az ő irgalmassága.«
14 και εδωκεν κυριος θανατον εν ισραηλ και επεσον εξ ισραηλ εβδομηκοντα χιλιαδες ανδρων14 Döghalált bocsátott tehát az Úr Izraelre és meghalt Izraelből hetvenezer ember.
15 και απεστειλεν ο θεος αγγελον εις ιερουσαλημ του εξολεθρευσαι αυτην και ως εξωλεθρευσεν ειδεν κυριος και μετεμεληθη επι τη κακια και ειπεν τω αγγελω τω εξολεθρευοντι ικανουσθω σοι ανες την χειρα σου και ο αγγελος κυριου εστως εν τω αλω ορνα του ιεβουσαιου15 Jeruzsálemre is ráküldte az Úr az angyalt, hogy azt is megverje, de amikor az meg akarta verni, az Úr odatekintett és a csapás nagysága miatt megkönyörült, és parancsolt az angyalnak, aki meg akarta verni: »Elég, hagyja már abba kezed!« Az Úr angyala ekkor éppen a jebuzita Ornán szérűje mellett állt.
16 και επηρεν δαυιδ τους οφθαλμους αυτου και ειδεν τον αγγελον κυριου εστωτα ανα μεσον της γης και ανα μεσον του ουρανου και η ρομφαια αυτου εσπασμενη εν τη χειρι αυτου εκτεταμενη επι ιερουσαλημ και επεσεν δαυιδ και οι πρεσβυτεροι περιβεβλημενοι εν σακκοις επι προσωπον αυτων16 Ekkor Dávid felemelte szemét és látta, hogy az Úr angyala ott áll az ég s a föld között, kezében kivont, és Jeruzsálem ellen fordított karddal. Erre mind ő, mind a vének, szőrzsákokba öltözve, arcra borultak a földön
17 και ειπεν δαυιδ προς τον θεον ουκ εγω ειπα του αριθμησαι εν τω λαω και εγω ειμι ο αμαρτων κακοποιων εκακοποιησα και ταυτα τα προβατα τι εποιησαν κυριε ο θεος γενηθητω η χειρ σου εν εμοι και εν τω οικω του πατρος μου και μη εν τω λαω σου εις απωλειαν κυριε17 és Dávid így szólt Istenhez: »Nemde, én parancsoltam meg, hogy számlálják meg a népet? Én vagyok az, aki vétkeztem, én követtem el gonoszságot. Ez a nyáj mit követett el? Uram Isten, kérlek, forduljon ellenem s atyám háza ellen kezed, de népedet ne sújtsa.«
18 και αγγελος κυριου ειπεν τω γαδ του ειπειν προς δαυιδ ινα αναβη του στησαι θυσιαστηριον τω κυριω εν αλω ορνα του ιεβουσαιου18 Erre az Úr angyala megparancsolta Gádnak, mondja meg Dávidnak, hogy menjen fel s építsen oltárt az Úr Istennek a jebuzita Ornán szérűjén.
19 και ανεβη δαυιδ κατα τον λογον γαδ ον ελαλησεν εν ονοματι κυριου19 Dávid fel is ment Gád szava szerint, amelyet az Úr nevében mondott neki.
20 και επεστρεψεν ορνα και ειδεν τον βασιλεα και τεσσαρες υιοι αυτου μετ' αυτου μεθαχαβιν και ορνα ην αλοων πυρους20 Ornán ugyan, aki éppen akkor búzát csépelt a szérűn, amikor felpillantott s meglátta az angyalt, négy fiával együtt elrejtőzött.
21 και ηλθεν δαυιδ προς ορναν και ορνα εξηλθεν εκ της αλω και προσεκυνησεν τω δαυιδ τω προσωπω επι την γην21 Amikor azonban Dávid Ornánhoz ment, Ornán meglátta őt, eléje ment a szérűről és arcát földre hajtotta előtte.
22 και ειπεν δαυιδ προς ορνα δος μοι τον τοπον σου της αλω και οικοδομησω επ' αυτω θυσιαστηριον τω κυριω εν αργυριω αξιω δος μοι αυτον και παυσεται η πληγη εκ του λαου22 Dávid így szólt hozzá: »Add nekem szérűd helyét, hadd építsek rajta oltárt az Úrnak, éspedig úgy, hogy fogadj el érte annyi ezüstöt, mint amennyit ér – hogy távozzon el a csapás a népről.«
23 και ειπεν ορνα προς δαυιδ λαβε σεαυτω και ποιησατω ο κυριος μου ο βασιλευς το αγαθον εναντιον αυτου ιδε δεδωκα τους μοσχους εις ολοκαυτωσιν και το αροτρον και τας αμαξας εις ξυλα και τον σιτον εις θυσιαν τα παντα δεδωκα23 Ornán erre ezt válaszolta Dávidnak: »Vedd, s tegye meg az én uram, a király azt, ami neki tetszik, sőt odaadom a marhákat is egészen elégő áldozatnak, a cséplőszánokat áldozati fának, a búzát ételáldozatnak: mindezt szívesen odaadom.«
24 και ειπεν ο βασιλευς δαυιδ τω ορνα ουχι οτι αγοραζων αγοραζω εν αργυριω αξιω οτι ου μη λαβω α εστιν σοι κυριω του ανενεγκαι ολοκαυτωσιν δωρεαν κυριω24 Dávid király azonban azt mondta neki: »Ne úgy legyen, hanem hadd adjak csak meg érte annyi ezüstöt, amennyit megér: nem fogadhatom el ugyanis azt, ami a tied, hogy így ingyen szerzett egészen elégő áldozatot mutassak be az Úrnak.«
25 και εδωκεν δαυιδ τω ορνα εν τω τοπω αυτου σικλους χρυσιου ολκης εξακοσιους25 Éppen azért hatszáz sékel, igaz súlyú aranyat adott Dávid Ornánnak a helyért.
26 και ωκοδομησεν δαυιδ εκει θυσιαστηριον κυριω και ανηνεγκεν ολοκαυτωματα και σωτηριου και εβοησεν προς κυριον και επηκουσεν αυτω εν πυρι εκ του ουρανου επι το θυσιαστηριον της ολοκαυτωσεως και καταναλωσεν την ολοκαυτωσιν26 Aztán oltárt épített ott az Úrnak, és egészen elégő áldozatokat s békeáldozatokat mutatott be rajta és segítségül hívta az Urat, és az Úr meg is hallgatta őt. Tüzet bocsátott ugyanis az égből az égő áldozati oltárra,
27 και ειπεν κυριος προς τον αγγελον και κατεθηκεν την ρομφαιαν εις τον κολεον27 és parancsolt az Úr az angyalnak, és az hüvelyébe tette kardját.
28 εν τω καιρω εκεινω εν τω ιδειν τον δαυιδ οτι επηκουσεν αυτω κυριος εν τω αλω ορνα του ιεβουσαιου και εθυσιασεν εκει28 Minthogy tehát Dávid látta, hogy az Úr meghallgatta őt a jebuzita Ornán szérűjén, mindjárt ott mutatott be áldozatokat.
29 και σκηνη κυριου ην εποιησεν μωυσης εν τη ερημω και θυσιαστηριον των ολοκαυτωματων εν τω καιρω εκεινω εν βαμα εν γαβαων29 Az Úr hajléka, amelyet Mózes csinált a pusztában, meg az égő áldozati oltár ebben az időben ugyanis a gibeoni magaslaton volt,
30 και ουκ ηδυνατο δαυιδ του πορευθηναι εμπροσθεν αυτου του ζητησαι τον θεον οτι κατεσπευσεν απο προσωπου της ρομφαιας αγγελου κυριου30 és Dávid nem mehetett ehhez az oltárhoz, hogy ott engesztelje ki Istent, mert igen nagy félelem fogta el, amikor az Úr angyalának kardját látta.