Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 18


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο εν ετει τριτω τω ωσηε υιω ηλα βασιλει ισραηλ εβασιλευσεν εζεκιας υιος αχαζ βασιλεως ιουδα1 Hóseának, Éla fiának, Izrael királyának harmadik esztendejében lett királlyá Hiszkija, Ácháznak, Júda királyának fia.
2 υιος εικοσι και πεντε ετων ην εν τω βασιλευειν αυτον και εικοσι και εννεα ετη εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ και ονομα τη μητρι αυτου αβου θυγατηρ ζαχαριου2 Huszonöt esztendős volt, amikor uralkodni kezdett s huszonkilenc esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. Anyját, aki Zakariás lánya volt, Ábinak hívták.
3 και εποιησεν το ευθες εν οφθαλμοις κυριου κατα παντα οσα εποιησεν δαυιδ ο πατηρ αυτου3 Azt cselekedte, ami igaz az Úr előtt, egészen úgy, ahogy atyja, Dávid cselekedett.
4 αυτος εξηρεν τα υψηλα και συνετριψεν πασας τας στηλας και εξωλεθρευσεν τα αλση και τον οφιν τον χαλκουν ον εποιησεν μωυσης οτι εως των ημερων εκεινων ησαν οι υιοι ισραηλ θυμιωντες αυτω και εκαλεσεν αυτον νεεσθαν4 Ő eltávolította a magaslatokat, összetörte az emlékoszlopokat, kivágta a berkeket s összezúzta a rézkígyót, amelyet Mózes csinált. Mindezen ideig ugyanis illatot gyújtottak annak Izrael fiai s Nehustánnak hívták.
5 εν κυριω θεω ισραηλ ηλπισεν και μετ' αυτον ουκ εγενηθη ομοιος αυτω εν βασιλευσιν ιουδα και εν τοις γενομενοις εμπροσθεν αυτου5 Az Úrban, Izrael Istenében bízott, úgyhogy nem is volt hozzá hasonló utána Júda összes királya között, sőt azok között sem, akik előtte voltak
6 και εκολληθη τω κυριω ουκ απεστη οπισθεν αυτου και εφυλαξεν τας εντολας αυτου οσας ενετειλατο μωυση6 és ragaszkodott az Úrhoz és nem távozott el nyomdokaitól s teljesítette parancsolatait, amelyeket az Úr Mózesnek parancsolt.
7 και ην κυριος μετ' αυτου εν πασιν οις εποιει συνηκεν και ηθετησεν εν τω βασιλει ασσυριων και ουκ εδουλευσεν αυτω7 Azért az Úr is vele volt s így bármihez fogott, sikere volt. El is pártolt Asszíria királyától s nem szolgált neki.
8 αυτος επαταξεν τους αλλοφυλους εως γαζης και εως οριου αυτης απο πυργου φυλασσοντων και εως πολεως οχυρας8 Ugyanő megverte a filiszteusokat egészen Gázáig s egész területüket, az őrtornyoktól kezdve a megerősített városokig.
9 και εγενετο εν τω ετει τω τεταρτω βασιλει εζεκια αυτος ενιαυτος ο εβδομος τω ωσηε υιω ηλα βασιλει ισραηλ ανεβη σαλαμανασσαρ βασιλευς ασσυριων επι σαμαρειαν και επολιορκει επ' αυτην9 Hiszkija királynak negyedik esztendejében, amely Hóseának, Éla fiának, Izrael királyának hetedik esztendeje volt, felvonult Szalmanasszár, az asszírok királya Szamaria ellen és ostrom alá vette
10 και κατελαβετο αυτην απο τελους τριων ετων εν ετει εκτω τω εζεκια αυτος ενιαυτος ενατος τω ωσηε βασιλει ισραηλ και συνελημφθη σαμαρεια10 és elfoglalta, – éspedig három esztendő múlva: Hiszkija hatodik esztendejében, azaz Hóseának, Izrael királyának kilencedik esztendejében esett el Szamaria. –
11 και απωκισεν βασιλευς ασσυριων την σαμαρειαν εις ασσυριους και εθηκεν αυτους εν αλαε και εν αβωρ ποταμω γωζαν και ορη μηδων11 Akkor az asszírok királya elhurcolta Izraelt Asszíriába és Hálában és a Hábornál, Gózán folyója mellett, a médek városaiban telepítette le őket,
12 ανθ' ων οτι ουκ ηκουσαν της φωνης κυριου θεου αυτων και παρεβησαν την διαθηκην αυτου παντα οσα ενετειλατο μωυσης ο δουλος κυριου και ουκ ηκουσαν και ουκ εποιησαν12 azért, mert nem hallgattak az Úrnak, Istenüknek szavára, hanem megszegték szövetségét: semmit, amit Mózes, az Úr szolgája parancsolt, meg nem hallgattak s meg nem cselekedtek.
13 και τω τεσσαρεσκαιδεκατω ετει βασιλει εζεκιου ανεβη σενναχηριμ βασιλευς ασσυριων επι τας πολεις ιουδα τας οχυρας και συνελαβεν αυτας13 Hiszkija király tizennegyedik esztendejében pedig felvonult Szanherib, az asszírok királya Júda valamennyi megerősített városa ellen s bevette őket.
14 και απεστειλεν εζεκιας βασιλευς ιουδα αγγελους προς βασιλεα ασσυριων εις λαχις λεγων ημαρτηκα αποστραφητι απ' εμου ο εαν επιθης επ' εμε βαστασω και επεθηκεν ο βασιλευς ασσυριων επι εζεκιαν βασιλεα ιουδα τριακοσια ταλαντα αργυριου και τριακοντα ταλαντα χρυσιου14 Ekkor Hiszkija, Júda királya követeket küldött az asszírok királyához Lákisba ezzel az üzenettel: »Vétkeztem, vonulj vissza tőlem s mindazt, amit rám rósz, viselem.« Erre Asszíria királya háromszáz talentum ezüstöt és harminc talentum aranyat vetett ki Hiszkijára, Júda királyára,
15 και εδωκεν εζεκιας παν το αργυριον το ευρεθεν εν οικω κυριου και εν θησαυροις οικου του βασιλεως15 mire Hiszkija odaadott minden ezüstöt, ami csak az Úr házában és a király kincsei közt akadt.
16 εν τω καιρω εκεινω συνεκοψεν εζεκιας τας θυρας ναου κυριου και τα εστηριγμενα α εχρυσωσεν εζεκιας βασιλευς ιουδα και εδωκεν αυτα βασιλει ασσυριων16 Ebben az időben törette le Hiszkija az Úr templomának ajtóit és azokat az aranylemezeket, amelyeket ő maga tétetett fel, hogy odaadhassa az asszírok királyának.
17 και απεστειλεν βασιλευς ασσυριων τον θαρθαν και τον ραφις και τον ραψακην εκ λαχις προς τον βασιλεα εζεκιαν εν δυναμει βαρεια επι ιερουσαλημ και ανεβησαν και ηλθον εις ιερουσαλημ και εστησαν εν τω υδραγωγω της κολυμβηθρας της ανω η εστιν εν τη οδω του αγρου του γναφεως17 Ám az asszírok királya elküldte Tartánt, Rábszáriszt és Rábsakét Lákisból erős haddal Hiszkija királyhoz Jeruzsálembe. Azok fel is vonultak s eljutottak Jeruzsálembe s felálltak a felső tó vízvezetéke mellett, amely a Kalló-mezőre vivő úton van
18 και εβοησαν προς εζεκιαν και εξηλθον προς αυτον ελιακιμ υιος χελκιου ο οικονομος και σομνας ο γραμματευς και ιωας υιος ασαφ ο αναμιμνησκων18 és hivatták a királyt. Kiment erre hozzájuk Eljakim, Helkija fia, az udvarnagy és Sebna, az íródeák és Jóah, Ászáf fia, a jegyző.
19 και ειπεν προς αυτους ραψακης ειπατε δη προς εζεκιαν ταδε λεγει ο βασιλευς ο μεγας βασιλευς ασσυριων τις η πεποιθησις αυτη ην πεποιθας19 Azt mondta ekkor nekik Rábsaké: »Mondjátok meg Hiszkijának: Ezt üzeni a nagykirály, az asszírok királya: Micsoda bizodalom az, amelyre támaszkodsz?
20 ειπας πλην λογοι χειλεων βουλη και δυναμις εις πολεμον νυν ουν τινι πεποιθως ηθετησας εν εμοι20 Talán bizony az a szándékod, hogy harcra készülsz? Kiben bizakodsz, hogy lázadozni mersz?
21 νυν ιδου πεποιθας σαυτω επι την ραβδον την καλαμινην την τεθλασμενην ταυτην επ' αιγυπτον ος αν στηριχθη ανηρ επ' αυτην και εισελευσεται εις την χειρα αυτου και τρησει αυτην ουτως φαραω βασιλευς αιγυπτου πασιν τοις πεποιθοσιν επ' αυτον21 Törött nádszálban – Egyiptomban – bizakodsz? Az, ha rátámaszkodik az ember, összetörik s bemegy a kezébe s átlyukasztja! Ilyen a fáraó, Egyiptom királya mindazok számára, akik benne bíznak!
22 και οτι ειπας προς με επι κυριον θεον πεποιθαμεν ουχι αυτος ουτος ου απεστησεν εζεκιας τα υψηλα αυτου και τα θυσιαστηρια αυτου και ειπεν τω ιουδα και τη ιερουσαλημ ενωπιον του θυσιαστηριου τουτου προσκυνησετε εν ιερουσαλημ22 Ha pedig azt mondjátok nekem: ‘Az Úrban, a mi Istenünkben bízunk’, – akkor azt kérdezem: Nem ő-e az, akinek magaslatait s oltárait lerontotta Hiszkija és azt parancsolta Júdának és Jeruzsálemnek: Ez előtt a jeruzsálemi oltár előtt imádkozzatok?
23 και νυν μιχθητε δη τω κυριω μου βασιλει ασσυριων και δωσω σοι δισχιλιους ιππους ει δυνηση δουναι σεαυτω επιβατας επ' αυτους23 Nos hát, gyertek uramhoz, az asszírok királyához, s én kétezer lovat adok nektek s lássuk, tudtok-e lovasokat szerezni rájuk?
24 και πως αποστρεψεις το προσωπον τοπαρχου ενος των δουλων του κυριου μου των ελαχιστων και ηλπισας σαυτω επ' αιγυπτον εις αρματα και ιππεις24 Hogy tudnátok tehát ellenállni uram legkisebb szolgái közül egyetlenegy helytartónak is? Avagy a harci szekerek s a lovasok miatt bizakodsz Egyiptomban?
25 και νυν μη ανευ κυριου ανεβημεν επι τον τοπον τουτον του διαφθειραι αυτον κυριος ειπεν προς με αναβηθι επι την γην ταυτην και διαφθειρον αυτην25 Hát az Úr akarata nélkül vonultam-e fel én erre a helyre, hogy elpusztítsam? Bizony, maga az Úr mondta nekem: ‘Eredj fel azon föld ellen s pusztítsd el!’«
26 και ειπεν ελιακιμ υιος χελκιου και σομνας και ιωας προς ραψακην λαλησον δη προς τους παιδας σου συριστι οτι ακουομεν ημεις και ου λαλησεις μεθ' ημων ιουδαιστι και ινα τι λαλεις εν τοις ωσιν του λαου του επι του τειχους26 Azt mondták erre Eljakim, Helkija fia és Sebna meg Jóah Rábsakénak: »Kérünk, beszélj szolgáiddal szírül, mert értjük azt a nyelvet s ne beszélj velünk zsidóul a nép hallatára, amely a várfalon van.«
27 και ειπεν προς αυτους ραψακης μη επι τον κυριον σου και προς σε απεστειλεν με ο κυριος μου λαλησαι τους λογους τουτους ουχι επι τους ανδρας τους καθημενους επι του τειχους του φαγειν την κοπρον αυτων και πιειν το ουρον αυτων μεθ' υμων αμα27 Így felelt erre nekik Rábsaké: »Vajon uradhoz és hozzád küldött-e engem az én uram, hogy elmondjam e szavakat s nem inkább azokhoz az emberekhez-e, akik a várfalon ülnek – hogy megegyék saját ürüléküket s megigyák saját vizeletüket veletek együtt?«
28 και εστη ραψακης και εβοησεν φωνη μεγαλη ιουδαιστι και ελαλησεν και ειπεν ακουσατε τους λογους του μεγαλου βασιλεως ασσυριων28 Odaállt tehát Rábsaké s fennhangon zsidóul kiáltva ezt mondta: »Halljátok a nagykirály, az asszírok királyának szavait:
29 ταδε λεγει ο βασιλευς μη επαιρετω υμας εζεκιας λογοις οτι ου μη δυνηται υμας εξελεσθαι εκ χειρος μου29 Ezt üzeni a király: Meg ne csaljon titeket Hiszkija, mert ő nem bír megszabadítani titeket kezemből.
30 και μη επελπιζετω υμας εζεκιας προς κυριον λεγων εξαιρουμενος εξελειται ημας κυριος ου μη παραδοθη η πολις αυτη εν χειρι βασιλεως ασσυριων30 Az Úrral se biztasson titeket, s ne mondja: Az Úr bizonyosan meg fog szabadítani minket s nem kerül e város az asszírok királyának kezébe.
31 μη ακουετε εζεκιου οτι ταδε λεγει ο βασιλευς ασσυριων ποιησατε μετ' εμου ευλογιαν και εξελθατε προς με και πιεται ανηρ την αμπελον αυτου και ανηρ την συκην αυτου φαγεται και πιεται υδωρ του λακκου αυτου31 Ne hallgassatok Hiszkijára, mert ezt üzeni nektek Asszíria királya: Cselekedjétek velem, ami javatokra szolgál s jöjjetek ki hozzám: s akkor mindenki ehet szőlőjéből s fügefájáról s ihattok vizet vermeitekből,
32 εως ελθω και λαβω υμας εις γην ως γη υμων γη σιτου και οινου και αρτου και αμπελωνων γη ελαιας ελαιου και μελιτος και ζησετε και ου μη αποθανητε και μη ακουετε εζεκιου οτι απατα υμας λεγων κυριος ρυσεται ημας32 amíg el nem jövök s el nem viszlek titeket arra a földre, amely hasonló földetekhez, gabona- és bortermő földre, kenyér és szőlő földjére, olajfák, olaj és méz földjére s életben maradtok s nem fogtok meghalni. Ne hallgassatok Hiszkijára, aki rászed titeket, s azt mondja: ‘Az Úr majd megszabadít minket.’
33 μη ρυομενοι ερρυσαντο οι θεοι των εθνων εκαστος την εαυτου χωραν εκ χειρος βασιλεως ασσυριων33 Vajon megszabadították-e a nemzetek istenei földjüket az asszírok királyának kezéből?
34 που εστιν ο θεος αιμαθ και αρφαδ που εστιν ο θεος σεπφαρουαιν και οτι εξειλαντο σαμαρειαν εκ χειρος μου34 Hol van Hamat és Arfád istene, hol van Szefárvaim, Ána és Áva istene? Vajon megszabadították-e Szamariát a kezemből?
35 τις εν πασιν τοις θεοις των γαιων οι εξειλαντο τας γας αυτων εκ χειρος μου οτι εξελειται κυριος την ιερουσαλημ εκ χειρος μου35 Kik azok a föld valamennyi istenei közül, akik megszabadították földjüket kezemtől? Hogy tudná az Úr megszabadítani Jeruzsálemet kezemtől?«
36 και εκωφευσαν και ουκ απεκριθησαν αυτω λογον οτι εντολη του βασιλεως λεγων ουκ αποκριθησεσθε αυτω36 A nép azonban hallgatott és semmit sem felelt neki, mert azt a parancsot kapták a királytól, hogy ne feleljenek neki.
37 και εισηλθεν ελιακιμ υιος χελκιου ο οικονομος και σομνας ο γραμματευς και ιωας υιος ασαφ ο αναμιμνησκων προς εζεκιαν διερρηχοτες τα ιματια και ανηγγειλαν αυτω τους λογους ραψακου37 Elment erre Eljakim, Helkija fia, az udvarnagy és Sebna, az íródeák, meg Jóah, Ászáf fia, a jegyző Hiszkijához megszaggatott ruhával és jelentették neki Rábsaké szavait.