Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 22


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εκαθισεν τρια ετη και ουκ ην πολεμος ανα μεσον συριας και ανα μεσον ισραηλ1 Elmúlt erre három esztendő, anélkül, hogy háború lett volna Szíria s Izrael között.
2 και εγενηθη εν τω ενιαυτω τω τριτω και κατεβη ιωσαφατ βασιλευς ιουδα προς βασιλεα ισραηλ2 A harmadik esztendőben aztán lement Jozafát, Júda királya Izrael királyához.
3 και ειπεν βασιλευς ισραηλ προς τους παιδας αυτου ει οιδατε οτι ημιν ρεμμαθ γαλααδ και ημεις σιωπωμεν λαβειν αυτην εκ χειρος βασιλεως συριας3 Izrael királya pedig azt mondta szolgáinak: »Nem tudjátok-e, hogy Rámót-Gileád a miénk? És mi hagyjuk és nem vesszük vissza Szíria királyának kezéből?«
4 και ειπεν βασιλευς ισραηλ προς ιωσαφατ αναβηση μεθ' ημων εις ρεμμαθ γαλααδ εις πολεμον και ειπεν ιωσαφατ καθως εγω ουτως και συ καθως ο λαος μου ο λαος σου καθως οι ιπποι μου οι ιπποι σου4 Azt mondta ekkor Jozafátnak: »Eljössz-e velem hadakozni Rámót-Gileád ellen?«
5 και ειπεν ιωσαφατ βασιλευς ιουδα προς βασιλεα ισραηλ επερωτησατε δη σημερον τον κυριον5 Azt mondta erre Jozafát Izrael királyának: »Éppoly kész vagyok, mint te: népem s néped egy, s lovasaim a te lovasaid.« Majd azt mondta Jozafát Izrael királyának: »Kérdezd meg, kérlek, még ma az Úr szavát.«
6 και συνηθροισεν ο βασιλευς ισραηλ παντας τους προφητας ως τετρακοσιους ανδρας και ειπεν αυτοις ο βασιλευς ει πορευθω εις ρεμμαθ γαλααδ εις πολεμον η επισχω και ειπαν αναβαινε και διδους δωσει κυριος εις χειρας του βασιλεως6 Egybegyűjtötte erre Izrael királya a prófétákat, mintegy négyszáz embert, s azt mondta nekik: »Elmenjek-e hadakozni Rámót-Gileád ellen, vagy maradjak nyugton?« Azok azt felelték: »Menj fel, s az Úr a király kezébe adja.«
7 και ειπεν ιωσαφατ προς βασιλεα ισραηλ ουκ εστιν ωδε προφητης του κυριου και επερωτησομεν τον κυριον δι' αυτου7 Azt mondta azonban Jozafát: »Nincs-e itt az Úr valamelyik prófétája, hogy ő általa kérdezősködhetnénk?«
8 και ειπεν ο βασιλευς ισραηλ προς ιωσαφατ ετι εστιν ανηρ εις του επερωτησαι τον κυριον δι' αυτου και εγω μεμισηκα αυτον οτι ου λαλει περι εμου καλα αλλ' η κακα μιχαιας υιος ιεμλα και ειπεν ιωσαφατ βασιλευς ιουδα μη λεγετω ο βασιλευς ουτως8 Azt mondta erre Izrael királya Jozafátnak: »Van itt még egy ember, aki által megkérdezhetnénk az Urat, de én gyűlölöm, mert nem jövendöl nekem jót, csak rosszat: Mikeás, Jemla fia.« Azt mondta neki Jozafát: »Ne beszélj így, király!«
9 και εκαλεσεν ο βασιλευς ισραηλ ευνουχον ενα και ειπεν ταχος μιχαιαν υιον ιεμλα9 Odahívatott tehát Izrael királya egy udvari szolgát, s azt mondta neki: »Siess, hozd ide Mikeást, Jemla fiát.«
10 και ο βασιλευς ισραηλ και ιωσαφατ βασιλευς ιουδα εκαθηντο ανηρ επι του θρονου αυτου ενοπλοι εν ταις πυλαις σαμαρειας και παντες οι προφηται επροφητευον ενωπιον αυτων10 Ezalatt Izrael királya s Jozafát, Júda királya ott üldögéltek, mindenki a maga királyi székében, királyi díszbe öltözötten, a Szamaria kapuja előtti térségen, s a próféták mind ott prófétáltak színük előtt.
11 και εποιησεν εαυτω σεδεκιας υιος χανανα κερατα σιδηρα και ειπεν ταδε λεγει κυριος εν τουτοις κερατιεις την συριαν εως συντελεσθη11 Cidkija, Kánaána fia, vasszarvakat is készített magának, s azt mondta: »Ezt üzeni az Úr: Ilyenekkel ökleled majd Szíriát, amíg el nem törlöd.«
12 και παντες οι προφηται επροφητευον ουτως λεγοντες αναβαινε εις ρεμμαθ γαλααδ και ευοδωσει και δωσει κυριος εις χειρας σου και τον βασιλεα συριας12 Valamennyi próféta hasonlóképp prófétált és azt mondta: »Menj fel Rámót-Gileád ellen: sikerülni fog, s az Úr a király kezébe adja.«
13 και ο αγγελος ο πορευθεις καλεσαι τον μιχαιαν ελαλησεν αυτω λεγων ιδου δη λαλουσιν παντες οι προφηται εν στοματι ενι καλα περι του βασιλεως γινου δη και συ εις λογους σου κατα τους λογους ενος τουτων και λαλησον καλα13 Eközben az a követ, aki elment, hogy elhívja Mikeást, azt mondta neki: »Íme, a próféták szavai egyhangúlag jót jövendölnek a királynak: legyen tehát szavad hasonló az övékéhez és szólj jót.«
14 και ειπεν μιχαιας ζη κυριος οτι α αν ειπη κυριος προς με ταυτα λαλησω14 Azt mondta neki Mikeás: »Az Úr életére mondom, hogy azt fogom mondani, amit az Úr mond nekem.«
15 και ηλθεν προς τον βασιλεα και ειπεν αυτω ο βασιλευς μιχαια ει αναβω εις ρεμμαθ γαλααδ εις πολεμον η επισχω και ειπεν αναβαινε και ευοδωσει και δωσει κυριος εις χειρα του βασιλεως15 Amikor aztán a királyhoz ért, azt mondta neki a király: »Mikeás, felmenjünk-e hadakozni Rámót-Gileád ellen, vagy hagyjuk?« Ő azt felelte neki: »Menj fel, sikerülni fog, s az Úr a király kezébe adja.«
16 και ειπεν αυτω ο βασιλευς ποσακις εγω ορκιζω σε οπως λαλησης προς με αληθειαν εν ονοματι κυριου16 Azt mondta erre neki a király: »Ismét s ismét eskü alatt kényszerítelek, hogy ne mondj nekem az Úr nevében mást, csak azt, ami igaz.«
17 και ειπεν μιχαιας ουχ ουτως εωρακα παντα τον ισραηλ διεσπαρμενον εν τοις ορεσιν ως ποιμνιον ω ουκ εστιν ποιμην και ειπεν κυριος ου κυριος τουτοις αναστρεφετω εκαστος εις τον οικον αυτου εν ειρηνη17 Erre ő azt mondta: »Láttam egész Izraelt szétszórva a hegyeken mint a juhokat, amelyeknek nincs pásztoruk. És azt mondta az Úr: ‘Nincs ezeknek uruk, térjen vissza mindenki békességben házába.’«
18 και ειπεν βασιλευς ισραηλ προς ιωσαφατ βασιλεα ιουδα ουκ ειπα προς σε ου προφητευει ουτος μοι καλα διοτι αλλ' η κακα18 (Azt mondta erre Izrael királya Jozafátnak: »Nem megmondtam neked, hogy nem jövendöl jót nekem, csak mindig rosszat?«)
19 και ειπεν μιχαιας ουχ ουτως ουκ εγω ακουε ρημα κυριου ουχ ουτως ειδον τον κυριον θεον ισραηλ καθημενον επι θρονου αυτου και πασα η στρατια του ουρανου ειστηκει περι αυτον εκ δεξιων αυτου και εξ ευωνυμων αυτου19 Majd folytatta és azt mondta: »Halljad tehát az Úr szavát: Láttam az Urat, amint királyi székében ült, s az egész mennyei sereg jobbról s balról mellette állt
20 και ειπεν κυριος τις απατησει τον αχααβ βασιλεα ισραηλ και αναβησεται και πεσειται εν ρεμμαθ γαλααδ και ειπεν ουτος ουτως και ουτος ουτως20 és az Úr azt mondta: ‘Ki szedné rá Áchábot, Izrael királyát, hogy felmenjen és elessék Rámót-Gileádnál?’ Ekkor egyik ezt, a másik azt a dolgot mondta.
21 και εξηλθεν πνευμα και εστη ενωπιον κυριου και ειπεν εγω απατησω αυτον και ειπεν προς αυτον κυριος εν τινι21 Előlépett azonban a lélek, s az Úr elé állt és szólt: ‘Én rászedem.’ Szólt hozzá az Úr: ‘Mi által?’
22 και ειπεν εξελευσομαι και εσομαι πνευμα ψευδες εν στοματι παντων των προφητων αυτου και ειπεν απατησεις και γε δυνησει εξελθε και ποιησον ουτως22 Erre ő azt mondta: ‘Kimegyek, s hazug lélek leszek valamennyi prófétája szájában.’ Azt mondta erre az Úr: ‘Szedd rá, sikerülni fog: menj csak ki és tégy úgy.’ –
23 και νυν ιδου εδωκεν κυριος πνευμα ψευδες εν στοματι παντων των προφητων σου τουτων και κυριος ελαλησεν επι σε κακα23 Nos tehát íme, a hazugság lelkét adta az Úr valamennyi itt levő prófétád szájába, az Úr azonban rosszat szólt ellened.«
24 και προσηλθεν σεδεκιου υιος χανανα και επαταξεν τον μιχαιαν επι την σιαγονα και ειπεν ποιον πνευμα κυριου το λαλησαν εν σοι24 Odalépett ekkor Cidkija, Kánaána fia, s arcul ütötte Mikeást és azt mondta: »Hát engem elhagyott az Úr lelke, neked azonban szólt?«
25 και ειπεν μιχαιας ιδου συ οψη εν τη ημερα εκεινη οταν εισελθης ταμιειον του ταμιειου του κρυβηναι25 Azt mondta erre Mikeás: »Majd meglátod azon a napon, amikor a kamrában levő kamrába fogsz menni elbújni.«
26 και ειπεν ο βασιλευς ισραηλ λαβετε τον μιχαιαν και αποστρεψατε αυτον προς εμηρ τον αρχοντα της πολεως και τω ιωας υιω του βασιλεως26 Izrael királya pedig azt mondta: »Vigyétek Mikeást el, s maradjon Ámonnál, a város parancsnokánál s Joásnál, a király fiánál
27 ειπον θεσθαι τουτον εν φυλακη και εσθιειν αυτον αρτον θλιψεως και υδωρ θλιψεως εως του επιστρεψαι με εν ειρηνη27 és mondjátok nekik: ‘Ezt üzeni a király: Vessétek tömlöcbe ezt az embert, s tartsátok nyomorúságos kenyéren és szűk vízen, amíg én békével vissza nem térek.’«
28 και ειπεν μιχαιας εαν επιστρεφων επιστρεψης εν ειρηνη ουκ ελαλησεν κυριος εν εμοι28 Azt mondta erre Mikeás: »Ha te békével visszatérsz, nem szólt az Úr általam.« Majd azt mondta: »Halljátok népek mindnyájan!«
29 και ανεβη βασιλευς ισραηλ και ιωσαφατ βασιλευς ιουδα μετ' αυτου εις ρεμμαθ γαλααδ29 Felvonult tehát Izrael királya és Jozafát Júda királya Rámót-Gileád ellen.
30 και ειπεν βασιλευς ισραηλ προς ιωσαφατ βασιλεα ιουδα συγκαλυψομαι και εισελευσομαι εις τον πολεμον και συ ενδυσαι τον ιματισμον μου και συνεκαλυψατο ο βασιλευς ισραηλ και εισηλθεν εις τον πολεμον30 Azt mondta ekkor Izrael királya Jozafátnak: »Fogj fegyvert, s eredj a harcba, de csak öltsd fel saját ruháidat!« Izrael királya azonban álruhát öltött, s úgy ment a harcba. –
31 και βασιλευς συριας ενετειλατο τοις αρχουσι των αρματων αυτου τριακοντα και δυσιν λεγων μη πολεμειτε μικρον και μεγαν αλλ' η τον βασιλεα ισραηλ μονωτατον31 Szíria királya pedig megparancsolta a szekerek harminckét parancsnokának: »Ne harcoljatok se kicsiny, se nagy ellen, hanem csak egyedül Izrael királya ellen.« –
32 και εγενετο ως ειδον οι αρχοντες των αρματων τον ιωσαφατ βασιλεα ιουδα και αυτοι ειπον φαινεται βασιλευς ισραηλ ουτος και εκυκλωσαν αυτον πολεμησαι και ανεκραξεν ιωσαφατ32 Így amikor a szekerek parancsnokai Jozafátot meglátták, azt hitték, hogy ő Izrael királya, s rátámadtak, s ellene hadakoztak, de Jozafát felkiáltott.
33 και εγενετο ως ειδον οι αρχοντες των αρματων οτι ουκ εστιν βασιλευς ισραηλ ουτος και απεστρεψαν απ' αυτου33 Megértették erre a szekerek parancsnokai, hogy nem ő Izrael királya, s ott hagyták.
34 και ενετεινεν εις το τοξον ευστοχως και επαταξεν τον βασιλεα ισραηλ ανα μεσον του πνευμονος και ανα μεσον του θωρακος και ειπεν τω ηνιοχω αυτου επιστρεψον τας χειρας σου και εξαγαγε με εκ του πολεμου οτι τετρωμαι34 Egy ember azonban felvonta íját és csak úgy találomra ellőtte a nyilat, s véletlenül éppen Izrael királyát találta el a tüdő és a gyomor között. Erre ez azt mondta szekérvezetőjének: »Fordulj meg, s vigyél ki engem a seregből, mert súlyosan megsebesültem.«
35 και ετροπωθη ο πολεμος εν τη ημερα εκεινη και ο βασιλευς ην εστηκως επι του αρματος εξ εναντιας συριας απο πρωι εως εσπερας και απεχυννε το αιμα εκ της πληγης εις τον κολπον του αρματος και απεθανεν εσπερας και εξεπορευετο το αιμα της τροπης εως του κολπου του αρματος35 Ám nagy harc kerekedett azon a napon, s így Izrael királya továbbra is ott állt szekerén a szírekkel szemben. Estére azonban meghalt; sebéből a vér a szekér belsejébe folyt.
36 και εστη ο στρατοκηρυξ δυνοντος του ηλιου λεγων εκαστος εις την εαυτου πολιν και εις την εαυτου γην36 Erre még napnyugta előtt kikiáltotta a hírnök az egész seregben, s azt mondták: »Mindenki térjen vissza városába s földjére!«
37 οτι τεθνηκεν ο βασιλευς και ηλθον εις σαμαρειαν και εθαψαν τον βασιλεα εν σαμαρεια37 Meghalt tehát a király, s elvitték Szamariába, s eltemették a királyt Szamariában,
38 και απενιψαν το αρμα επι την κρηνην σαμαρειας και εξελειξαν αι υες και οι κυνες το αιμα και αι πορναι ελουσαντο εν τω αιματι κατα το ρημα κυριου ο ελαλησεν38 szekerét pedig megmosták és szerszámát leöblítették Szamaria tavában, amikor is a kutyák felnyalták vérét – az Úrnak azon szava szerint, amelyet szólt.
39 και τα λοιπα των λογων αχααβ και παντα α εποιησεν και οικον ελεφαντινον ον ωκοδομησεν και πασας τας πολεις ας εποιησεν ουκ ιδου ταυτα γεγραπται εν βιβλιω λογων των ημερων των βασιλεων ισραηλ39 Ácháb egyéb dolgai pedig, s mindaz, amit cselekedett, az elefántcsontház, amelyet építtetett, s mindazok a városok, amelyeket kiépíttetett, nemde meg vannak írva Izrael királyainak krónikás könyvében?
40 και εκοιμηθη αχααβ μετα των πατερων αυτου και εβασιλευσεν οχοζιας υιος αυτου αντ' αυτου40 Ácháb tehát aludni tért atyáihoz, s fia, Ahaszja lett a király helyette.
41 και ιωσαφατ υιος ασα εβασιλευσεν επι ιουδα ετει τεταρτω τω αχααβ βασιλεως ισραηλ εβασιλευσεν41 Jozafát, Ásza fia, Áchábnak, Izrael királyának negyedik esztendejében kezdett uralkodni Júdán.
42 ιωσαφατ υιος τριακοντα και πεντε ετων εν τω βασιλευειν αυτον και εικοσι και πεντε ετη εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ και ονομα τη μητρι αυτου αζουβα θυγατηρ σελει42 Harmincöt esztendős volt, amikor uralkodni kezdett, s huszonöt esztendeig uralkodott Jeruzsálemben; anyját, aki Saláj lánya volt, Azubának hívták.
43 και επορευθη εν παση οδω ασα του πατρος αυτου ουκ εξεκλινεν απ' αυτης του ποιησαι το ευθες εν οφθαλμοις κυριου43 Mindenben apjának, Ászának útján járt, s arról le nem tért, s azt cselekedte, ami igaz az Úr színe előtt.
44 πλην των υψηλων ουκ εξηρεν ετι ο λαος εθυσιαζεν και εθυμιων εν τοις υψηλοις44 Mindazonáltal a magaslatokat nem távolította el: a nép ugyanis még a magaslatokon áldozott és gyújtott jó illatot.
45 και ειρηνευσεν ιωσαφατ μετα βασιλεως ισραηλ45 Jozafát békességet tartott Izrael királyával.
46 και τα λοιπα των λογων ιωσαφατ και αι δυναστειαι αυτου οσα εποιησεν ουκ ιδου ταυτα γεγραμμενα εν βιβλιω λογων των ημερων των βασιλεων ιουδα46 Jozafát egyéb dolgai pedig és cselekedetei, amelyeket művelt, valamint harcai, nemde meg vannak írva Júda királyainak krónikás könyvében?
47 -47 Ő eltávolította az országból azoknak a fiúszeretőknek maradékait is, akik apja, Ásza napjaiból maradtak.
48 -48 Akkoriban nem állt király Edom élén.
49 -49 Így Jozafát király tengeri hajókat készíttetett, hogy Ofírba hajózzanak aranyért, de nem mehettek el, mert összetörtek Ecjon-Géberben.
50 -50 Akkor azt mondta Ahaszja, Ácháb fia Jozafátnak: »Menjenek szolgáim szolgáiddal a hajókon« – de azt Jozafát nem akarta.
51 και εκοιμηθη ιωσαφατ μετα των πατερων αυτου και εταφη παρα τοις πατρασιν αυτου εν πολει δαυιδ του πατρος αυτου και εβασιλευσεν ιωραμ υιος αυτου αντ' αυτου51 Amikor aztán Jozafát aludni tért atyáihoz, eltemették melléjük atyja, Dávid városában és fia, Jórám lett a király helyette.
52 και οχοζιας υιος αχααβ εβασιλευσεν επι ισραηλ εν σαμαρεια εν ετει επτακαιδεκατω ιωσαφατ βασιλει ιουδα και εβασιλευσεν εν ισραηλ ετη δυο52 Ahaszja, Ácháb fia Jozafátnak, Júda királyának tizenhetedik esztendejében kezdett uralkodni Izraelen Szamariában, s két esztendeig uralkodott Izraelen.
53 και εποιησεν το πονηρον εναντιον κυριου και επορευθη εν οδω αχααβ του πατρος αυτου και εν οδω ιεζαβελ της μητρος αυτου και εν ταις αμαρτιαις οικου ιεροβοαμ υιου ναβατ ος εξημαρτεν τον ισραηλ53 Azt cselekedte, ami gonosz az Úr színe előtt, s apjának meg anyjának útján járt, meg Jeroboámnak, Nábát fiának az útján, aki vétekre vitte Izraelt.
54 και εδουλευσεν τοις βααλιμ και προσεκυνησεν αυτοις και παρωργισεν τον κυριον θεον ισραηλ κατα παντα τα γενομενα εμπροσθεν αυτου .54 Baált szolgálta és imádta – az Urat, Izrael Istenét pedig bosszantotta, egészen úgy, ahogy apja cselekedett.