Micha 4
1234567
Gen
Ex
Lev
Num
Dtn
Jos
Ri
Rut
1Sam
2Sam
1Kön
2Kön
1Chr
2Chr
Esra
Neh
Tob
Jdt
Est
1Makk
2Makk
Ijob
Ps
Spr
Koh
Hld
Weish
Sir
Jes
Jer
Klgl
Bar
Ez
Dan
Hos
Joel
Am
Obd
Jona
Mi
Nah
Hab
Zef
Hag
Sach
Mal
Mt
Mk
Lk
Joh
Apg
Röm
1Kor
2Kor
Gal
Eph
Phil
Kol
1Thess
2Thess
1Tim
2Tim
Tit
Phlm
Hebr
Jak
1Petr
2Petr
1Joh
2Joh
3Joh
Jud
Offb
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Am Ende der Tage wird es geschehen: Der Berg mit dem Haus des Herrn steht fest gegründet als höchster der Berge; er überragt alle Hügel. Zu ihm strömen die Völker. | 1 Και εν ταις εσχαταις ημεραις το ορος του οικου του Κυριου θελει στηριχθη επι της κορυφης των ορεων και υψωθη υπερανω των βουνων, και λαοι θελουσι συρρεει εις αυτο. |
2 Viele Nationen machen sich auf den Weg. Sie sagen: Kommt, wir ziehen hinauf zum Berg des Herrn und zum Haus des Gottes Jakobs. Er zeige uns seine Wege, auf seinen Pfaden wollen wir gehen. Denn von Zion kommt die Weisung, aus Jerusalem kommt das Wort des Herrn. | 2 Και εθνη πολλα θελουσιν υπαγει και ειπει, Ελθετε και ας αναβωμεν εις το ορος του Κυριου και εις τον οικον του Θεου του Ιακωβ? και θελει διδαξει ημας τας οδους αυτου, και θελομεν περιπατησει εν ταις τριβοις αυτου? διοτι εκ Σιων θελει εξελθει νομος και λογος Κυριου εξ Ιερουσαλημ. |
3 Er spricht Recht im Streit vieler Völker, er weist mächtige Nationen zurecht [bis in die Ferne]. Dann schmieden sie Pflugscharen aus ihren Schwertern und Winzermesser aus ihren Lanzen. Man zieht nicht mehr das Schwert, Volk gegen Volk, und übt nicht mehr für den Krieg. | 3 Και θελει κρινει αναμεσον λαων πολλων και θελει ελεγξει εθνη ισχυρα, εως εις μακραν? και θελουσι σφυρηλατησει τας μαχαιρας αυτων δια υνια και τας λογχας αυτων δια δρεπανα? δεν θελει σηκωσει μαχαιραν εθνος εναντιον εθνους ουδε θελουσι μαθει πλεον τον πολεμον. |
4 Jeder sitzt unter seinem Weinstock und unter seinem Feigenbaum und niemand schreckt ihn auf. Ja, der Mund des Herrn der Heere hat gesprochen. | 4 Και θελουσι καθησθαι εκαστος υπο την αμπελον αυτου και υπο την συκην αυτου, και δεν θελει υπαρχει ο εκφοβων? διοτι το στομα του Κυριου των δυναμεων ελαλησε. |
5 Denn alle Völker gehen ihren Weg, jedes ruft den Namen seines Gottes an; wir aber gehen unseren Weg im Namen Jahwes, unseres Gottes, für immer und ewig. | 5 Διοτι παντες οι λαοι θελουσι περιπατει εκαστος εν τω ονοματι του θεου αυτου? ημεις δε θελομεν περιπατει εν τω ονοματι Κυριου του Θεου ημων εις τον αιωνα και εις τον αιωνα. |
6 An jenem Tag - Spruch des Herrn - will ich versammeln, was hinkt, und zusammenführen, was versprengt ist, und alle, denen ich Böses zugefügt habe. | 6 Εν τη ημερα εκεινη, λεγει Κυριος, θελω συναξει την χωλαινουσαν και θελω εισδεχθη την εξωσμενην και εκεινην, την οποιαν εθλιψα. |
7 Ich mache die Hinkenden zum (heiligen) Rest und die Schwachen zu einem mächtigen Volk. Und der Herr wird ihr König sein auf dem Berg Zion von da an auf ewig. | 7 Και θελω καμει την χωλαινουσαν υπολοιπον και την αποβεβλημενην εθνος ισχυρον, και ο Κυριος θελει βασιλευει επ' αυτους εν τω ορει Σιων, απο του νυν και εως του αιωνος. |
8 Und du, (schützender) Turm für die Herde, Felsenhöhe der Tochter Zion, du erhältst wieder die Herrschaft wie früher, das Königtum kommt wieder zur Tochter Jerusalem. | 8 Και συ, πυργε του ποιμνιου, οχυρωμα της θυγατρος Σιων, εις σε θελει ελθει η πρωτη εξουσια? ναι, θελει ελθει το βασιλειον εις την θυγατερα της Ιερουσαλημ. |
9 Jetzt aber, warum schreist du so laut? Gibt es keinen König bei dir? Ist kein Berater mehr da, dass dich Wehen ergreifen wie eine gebärende Frau? | 9 Δια τι τωρα κραυγαζεις δυνατα; δεν ειναι βασιλευς εν σοι; ηφανισθη ο συμβουλος σου, ωστε σε κατελαβον ωδινες ως τικτουσης; |
10 Winde dich, stöhne, Tochter Zion, wie eine gebärende Frau! Denn jetzt musst du hinaus aus der Stadt, auf freiem Feld musst du wohnen. Du musst fort bis nach Babel. Dort wirst du gerettet, dort wird der Herr dich loskaufen aus der Hand deiner Feinde. | 10 Κοιλοπονει και αγωνιζου, θυγατηρ Σιων, ως η τικτουσα, διοτι τωρα θελεις εξελθει εκ της πολεως και θελεις κατοικησει εν αγρω και θελεις υπαγει εως της Βαβυλωνος? εκει θελεις ελευθερωθη, εκει θελει σε εξαγορασει ο Κυριος εκ της χειρος των εχθρων σου. |
11 Jetzt versammeln sich viele Völker gegen dich und sagen: Zion wird entweiht und unser Auge soll sich daran weiden. | 11 Τωρα δε συνηχθησαν εναντιον σου εθνη πολλα λεγοντα, Ας μιανθη και ας επιβλεπη ο οφθαλμος ημων επι την Σιων. |
12 Aber sie kennen nicht die Gedanken des Herrn und verstehen nicht seine Absicht: dass er sie sammeln wollte wie Garben auf einer Tenne. | 12 Αλλ' αυτοι δεν γνωριζουσι τους λογισμους του Κυριου ουδε εννοουσι την βουλην αυτου, οτι συνηγαγεν αυτους ως δραγματα αλωνιου. |
13 Steh auf, um zu dreschen, Tochter Zion! Denn ich gebe dir Hörner aus Eisen und mache dir bronzene Hufe, damit du viele Völker zermalmst und ihren Besitz dem Herrn weihst, ihren Reichtum dem Herrn der ganzen Erde. | 13 Σηκωθητι και αλωνιζε, θυγατηρ Σιων, διοτι θελω καμει το κερας σου σιδηρουν και τας οπλας σου θελω καμει χαλκας, και θελεις κατασυντριψει λαους πολλους? και θελω αφιερωσει τα διαρπαγματα αυτων εις τον Κυριον και την περιουσιαν αυτων εις τον Κυριον πασης της γης. |
14 Jetzt ritze dich wund, Tochter der Trauer! Wir werden von Feinden belagert; sie schlagen dem Richter Israels mit dem Stock ins Gesicht. |