Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Psalmen 18


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 [Für den Chormeister. Von David, dem Knecht des Herrn, der dem Herrn die Worte dieses Liedes sang an dem Tag, als ihn der Herr aus der Gewalt all seiner Feinde und aus der Hand Sauls errettet hatte.1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ δουλου του Κυριου, οστις ελαλησε προς τον Κυριον τους λογους της ωδης ταυτης, καθ' ην ημεραν ηλευθερωσεν αυτον ο Κυριος εκ της χειρος παντων των εχθρων αυτου και εκ της χειρος του Σαουλ? και ειπε,>> Θελω σε αγαπα, Κυριε, η ισχυς μου.
2 Er sprach:] Ich will dich rühmen, Herr, meine Stärke,
2 Ο Κυριος ειναι πετρα μου και φρουριον μου και ελευθερωτης μου? Θεος μου, βραχος μου? επ' αυτον θελω ελπιζει? η ασπις μου και το κερας της σωτηριας μου? υψηλος πυργος μου.
3 Herr, du mein Fels, meine Burg, mein Retter,mein Gott, meine Feste, in der ich mich berge,
mein Schild und sicheres Heil, meine Zuflucht.
3 Θελω επικαλεσθη τον αξιυμνητον Κυριον, και εκ των εχθρων μου θελω σωθη.
4 Ich rufe: Der Herr sei gepriesen!,
und ich werde vor meinen Feinden gerettet.
4 Πονοι θανατου με περιεκυκλωσαν, και χειμαρροι ανομιας με κατετρομαξαν?
5 Mich umfingen die Fesseln des Todes,
mich erschreckten die Fluten des Verderbens.
5 Πονοι του αδου με περιεκυκλωσαν, παγιδες θανατου με εφθασαν.
6 Die Bande der Unterwelt umstrickten mich,
über mich fielen die Schlingen des Todes.
6 Εν τη στενοχωρια μου επεκαλεσθην τον Κυριον, και προς τον Θεον μου εβοησα. Ηκουσεν εκ του ναου αυτου της φωνης μου, και η κραυγη μου ηλθεν ενωπιον αυτου εις τα ωτα αυτου.
7 In meiner Not rief ich zum Herrn
und schrie zu meinem Gott. Aus seinem Heiligtum hörte er mein Rufen,
mein Hilfeschrei drang an sein Ohr.
7 Τοτε εσαλευθη και εντρομος εγεινεν η γη, και τα θεμελια των ορεων εταραχθησαν και εσαλευθησαν, διοτι ωργισθη.
8 Da wankte und schwankte die Erde,
die Grundfesten der Berge erbebten.
Sie wankten, denn sein Zorn war entbrannt.
8 Καπνος ανεβαινεν εκ των μυκτηρων αυτου, και πυρ κατατρωγον εκ του στοματος αυτου? ανθρακες ανηφθησαν απ' αυτου.
9 Rauch stieg aus seiner Nase auf,
aus seinem Mund kam verzehrendes Feuer,
glühende Kohlen sprühten aus von ihm.
9 Και εκλινε τους ουρανους και κατεβη, και γνοφος υπο τους ποδας αυτου.
10 Er neigte den Himmel und fuhr herab,
zu seinen Füßen dunkle Wolken.
10 Και επεβη επι χερουβειμ και επετασθη? και επεταξεν επι πτερυγων ανεμων.
11 Er fuhr auf dem Kerub und flog daher;
er schwebte auf den Flügeln des Windes.
11 Εθεσε το σκοτος αποκρυφον τοπον αυτου? η σκηνη αυτου, περιξ αυτου ησαν υδατα σκοτεινα, νεφη πυκνα των αερων.
12 Er hüllte sich in Finsternis,
in dunkles Wasser und dichtes Gewölk wie in ein Zelt.
12 Εκ της λαμψεως της εμπροσθεν αυτου διηλθον τα νεφη αυτου, χαλαζα και ανθρακες πυρος.
13 Von seinem Glanz erstrahlten die Wolken,
Hagel fiel nieder und glühende Kohlen.
13 Και εβροντησεν εν ουρανοις ο Κυριος, και ο Υψιστος εδωκε την φωνην αυτου? χαλαζα και ανθρακες πυρος.
14 Da ließ der Herr den Donner im Himmel erdröhnen,
der Höchste ließ seine Stimme erschallen.
14 Και απεστειλε τα βελη αυτου και εσκορπισεν αυτους? και αστραπας επληθυνε και συνεταραξεν αυτους.
15 Er schoss seine Pfeile und streute sie,
er schleuderte Blitze und jagte sie dahin.
15 Και εφανησαν τα βαθη των υδατων και ανεκαλυφθησαν τα θεμελια της οικουμενης, απο της επιτιμησεως σου, Κυριε, απο του φυσηματος της πνοης των μυκτηρων σου.
16 Da wurden sichtbar die Tiefen des Meeres,
die Grundfesten der Erde wurden entblößtvor deinem Drohen, Herr,
vor dem Schnauben deines zornigen Atems.
16 Εξαπεστειλεν εξ υψους? ελαβε με? ειλκυσε με εξ υδατων πολλων.
17 Er griff aus der Höhe herab und fasste mich,
zog mich heraus aus gewaltigen Wassern.
17 Ηλευθερωσε με εκ του δυνατου εχθρου μου, και εκ των μισουντων με, διοτι ησαν δυνατωτεροι μου.
18 Er entriss mich meinen mächtigen Feinden,
die stärker waren als ich und mich hassten.
18 Προεφθασαν με εν τη ημερα της θλιψεως μου? αλλ' ο Κυριος εσταθη το αντιστηριγμα μου?
19 Sie überfielen mich am Tag meines Unheils,
doch der Herr wurde mein Halt.
19 και εξηγαγε με εις ευρυχωριαν? ηλευθερωσε με διοτι ηυδοκησεν εις εμε.
20 Er führte mich hinaus ins Weite,
er befreite mich, denn er hatte an mir Gefallen.
20 Αντημειψε με ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου? κατα την καθαροτητα των χειρων μου ανταπεδωκεν εις εμε.
21 Der Herr hat gut an mir gehandelt und mir vergolten,
weil ich gerecht bin und meine Hände rein sind.
21 Διοτι εφυλαξα τας οδους του Κυριου, και δεν ησεβησα εκκλινας απο του Θεου μου.
22 Denn ich hielt mich an die Wege des Herrn
und fiel nicht ruchlos ab von meinem Gott.
22 Διοτι πασαι αι κρισεις αυτου ησαν εμπροσθεν μου, και τα διαταγματα αυτου δεν απεμακρυνα απ' εμου?
23 Ja, ich habe alle seine Gebote vor Augen,
weise seine Gesetze niemals ab.
23 και εσταθην αμεμπτος προς αυτον, και εφυλαχθην απο της ανομιας μου.
24 Ich war vor ihm ohne Makel,
ich nahm mich in Acht vor der Sünde.
24 Και ανταπεδωκεν εις εμε ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου, κατα την καθαροτητα των χειρων μου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου.
25 Darum hat der Herr mir vergolten, weil ich gerecht bin
und meine Hände rein sind vor seinen Augen.
25 Μετα οσιου οσιος θελεις εισθαι? μετα ανδρος τελειου τελειος θελεις εισθαι?
26 Gegen den Treuen zeigst du dich treu,
an dem Aufrichtigen handelst du recht.
26 μετα καθαρου, καθαρος θελεις εισθαι? και μετα διεστραμμενου διεστραμμενως θελεις φερθη.
27 Gegen den Reinen zeigst du dich rein,
doch falsch gegen den Falschen.
27 Διοτι συ θελεις σωσει λαον τεθλιμμενον? οφθαλμους δε υπερηφανων θελεις ταπεινωσει.
28 Dem bedrückten Volk bringst du Heil,
doch die Blicke der Stolzen zwingst du nieder.
28 Διοτι συ θελεις φωτισει τον λυχνον μου? Κυριος ο Θεος μου θελει φωτισει το σκοτος μου.
29 Du, Herr, lässt meine Leuchte erstrahlen,
mein Gott macht meine Finsternis hell.
29 Διοτι δια σου θελω διασπασει στρατευμα, και δια του Θεου μου θελω υπερπηδησει τειχος.
30 Mit dir erstürme ich Wälle,
mit meinem Gott überspringe ich Mauern.
30 Του Θεου, η οδος αυτου ειναι αμωμος? ο λογος του Κυριου ειναι δεδοκιμασμενος? ειναι ασπις παντων των ελπιζοντων επ' αυτον.
31 Vollkommen ist Gottes Weg,
das Wort des Herrn ist im Feuer geläutert.
Ein Schild ist er für alle, die sich bei ihm bergen.
31 Διοτι τις Θεος πλην του Κυριου; και τις φρουριον πλην του Θεου ημων;
32 Denn wer ist Gott als allein der Herr,
wer ist ein Fels, wenn nicht unser Gott?
32 Ο Θεος ειναι ο περιζωννυων με δυναμιν, και καθιστων αμωμον την οδον μου.
33 Gott hat mich mit Kraft umgürtet,
er führte mich auf einen Weg ohne Hindernis.
33 Καμνει τους ποδας μου ως των ελαφων και με στηνει επι τους υψηλους τοπους μου.
34 Er ließ mich springen schnell wie Hirsche,
auf hohem Weg ließ er mich gehen.
34 Διδασκει τας χειρας μου εις πολεμον, και εκαμε τοξον χαλκουν τους βραχιονας μου.
35 Er lehrte meine Hände zu kämpfen,
meine Arme, den ehernen Bogen zu spannen.
35 Και εδωκας εις εμε την ασπιδα της σωτηριας σου? και η δεξια σου με υπεστηριξε και η αγαθοτης σου με εμεγαλυνεν.
36 Du gabst mir deine Hilfe zum Schild,
deine Rechte stützt mich;
du neigst dich mir zu und machst mich groß.
36 Επλατυνας τα βηματα μου υποκατω μου, και οι ποδες μου δεν εκλονισθησαν.
37 Du schaffst meinen Schritten weiten Raum,
meine Knöchel wanken nicht.
37 Κατεδιωξα τους εχθρους μου και εφθασα αυτους? και δεν επεστρεψα εωσου συνετελεσα αυτους.
38 Ich verfolge meine Feinde und hole sie ein,
ich kehre nicht um, bis sie vernichtet sind.
38 Συνετριψα αυτους και δεν ηδυνηθησαν να ανεγερθωσιν? επεσον υπο τους ποδας μου.
39 Ich schlage sie nieder;
sie können sich nicht mehr erheben, sie fallen und liegen unter meinen Füßen.
39 Και περιεζωσας με δυναμιν εις πολεμον? συνεκαμψας υποκατω μου τους επανισταμενους επ' εμε.
40 Du hast mich zum Kampf mit Kraft umgürtet,
hast alle in die Knie gezwungen, die sich gegen mich erhoben.
40 Και εκαμες τους εχθρους μου να τρεψωσιν εις εμε τα νωτα, και εξωλοθρευσα τους μισουντας με.
41 Meine Feinde hast du zur Flucht gezwungen;
ich konnte die vernichten, die mich hassen.
41 Εβοησαν, και ουδεις ο σωζων? προς τον Κυριον, και δεν εισηκουσεν αυτων.
42 Sie schreien, doch hilft ihnen niemand,
sie schreien zum Herrn, doch er gibt keine Antwort.
42 Και κατελεπτυνα αυτους ως κονιν κατα προσωπον ανεμου? απετιναξα αυτους ως τον πηλον των οδων.
43 Ich zermalme sie zu Staub vor dem Wind,
schütte sie auf die Straße wie Unrat.
43 Ηλευθερωσας με εκ των αντιλογιων του λαου? κατεστησας με κεφαλην εθνων? λαος, τον οποιον δεν εγνωρισα, εδουλευσεν εις εμε.
44 Du rettest mich vor zahllosem Kriegsvolk,
du machst mich zum Haupt über ganze Völker. Stämme, die ich früher nicht kannte, sind mir nun untertan.
44 Μολις ηκουσαν, και υπηκουσαν εις εμε? ξενοι υπεταχθησαν εις εμε.
45 Sobald sie mich nur hören, gehorchen sie. Mir huldigen die Söhne der Fremde,
45 Ξενοι παρελυθησαν και κατετρομαξαν εκ των αποκρυφων τοπων αυτων.
46 sie kommen zitternd aus ihren Burgen hervor.46 Ζη Κυριος, και ευλογημενον το φρουριον μου? και ας υψωθη ο Θεος της σωτηριας μου?
47 Es lebt der Herr! Mein Fels sei gepriesen.
Der Gott meines Heils sei hoch erhoben;
47 ο Θεος ο εκδικων με και υποτασσων λαους υποκατω μου?
48 denn Gott verschaffte mir Vergeltung
und unterwarf mir die Völker.
48 οστις με ελευθερονει εκ των εχθρων μου. Ναι, με υψονεις υπερανω των επανισταμενων επ' εμε? ηλευθερωσας με απο ανδρος αδικου.
49 Du hast mich von meinen Feinden befreit,
mich über meine Gegner erhoben,
dem Mann der Gewalt mich entrissen.
49 Δια τουτο θελω σε υμνει, Κυριε, μεταξυ των εθνων, και εις το ονομα σου θελω ψαλλει.
50 Darum will ich dir danken, Herr, vor den Völkern,
ich will deinem Namen singen und spielen.
50 Αυτος μεγαλυνει τας σωτηριας του βασιλεως αυτου, και καμνει ελεος εις τον κεχρισμενον αυτου, εις τον Δαβιδ και εις το σπερμα αυτου εως αιωνος.
51 Seinem König verlieh er große Hilfe,
Huld erwies er seinem Gesalbten,
David und seinem Stamm auf ewig.