Ijob 39
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142
Gen
Ex
Lev
Num
Dtn
Jos
Ri
Rut
1Sam
2Sam
1Kön
2Kön
1Chr
2Chr
Esra
Neh
Tob
Jdt
Est
1Makk
2Makk
Ijob
Ps
Spr
Koh
Hld
Weish
Sir
Jes
Jer
Klgl
Bar
Ez
Dan
Hos
Joel
Am
Obd
Jona
Mi
Nah
Hab
Zef
Hag
Sach
Mal
Mt
Mk
Lk
Joh
Apg
Röm
1Kor
2Kor
Gal
Eph
Phil
Kol
1Thess
2Thess
1Tim
2Tim
Tit
Phlm
Hebr
Jak
1Petr
2Petr
1Joh
2Joh
3Joh
Jud
Offb
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Kennst du der Steinböcke Wurfzeit, überwachst du das Werfen der Hirsche? | 1 Γνωριζεις τον καιρον του τοκετου των αγριων αιγων του βραχου; δυνασαι να σημειωσης ποτε γεννωσιν αι ελαφοι; |
2 Zählst du die Monde, die tragend sie füllen, kennst du die Zeit ihres Wurfs? | 2 Δυνασαι να αριθμησης τους μηνας τους οποιους πληρουσιν; η γνωριζεις τον καιρον του τοκετου αυτων; |
3 Sie kauern sich, werfen ihre Jungen, werden los ihre Wehen. | 3 Αυται συγκαμπτονται, γεννωσι τα παιδια αυτων, ελευθερονονται απο των ωδινων αυτων. |
4 Ihre Jungen erstarken, wachsen im Freien, laufen hinaus und kehren nicht zu ihnen zurück. | 4 Τα τεκνα αυτων ενδυναμουνται, αυξανουσιν εν τη πεδιαδι? εξερχονται και δεν επιστρεφουσι πλεον εις αυτας. |
5 Wer hat das Maultier freigelassen, des Wildesels Fesseln, wer schloss sie auf? | 5 Τις εξαπεστειλεν ελευθερον τον αγριον ονον; η τις ελυσε τους δεσμους αυτου; |
6 Ich gab ihm zur Behausung die Steppe, zu seiner Wohnung die salzige Trift. | 6 του οποιου οικιαν εκαμον την ερημον, και την αλμυριδα κατοικιαν αυτου. |
7 Er verlacht das Lärmen der Stadt, hört nicht des Treibers Geschrei. | 7 Καταγελα του θορυβου της πολεως? δεν ακουει την κραυγην του εργοδιωκτου. |
8 Die Berge sucht er nach Weide ab, jeglichem Grün spürt er nach. | 8 Κατασκοπευει τα ορη δια βοσκην αυτου, και υπαγει ζητων κατοπιν παντος ειδους χλοης. |
9 Wird dir der Wildstier dienen wollen, bleibt er an deiner Krippe zur Nacht? | 9 Θελει ευχαριστηθη ο μονοκερως να σε δουλευη, η θελει διανυκτερευσει εν τη φατνη σου; |
10 Hältst du am Seil ihn in der Furche, pflügt er die Täler hinter dir her? | 10 Δυνασαι να δεσης τον μονοκερων με τον δεσμον αυτου προς αροτριασιν; η θελει ομαλιζει τας πεδιαδας οπισω σου; |
11 Traust du ihm, weil er so stark ist? Überlässt du ihm deine Arbeit? | 11 Θελεις βαλει το θαρρος σου εις αυτον, διοτι η δυναμις αυτου ειναι μεγαλη; η θελεις αφησει την εργασιαν σου επ' αυτον; |
12 Glaubst du ihm, dass er wiederkommt und deine Saat auf die Tenne bringt? | 12 Θελεις εμπιστευθη εις αυτον να σοι φερη τον σπορον σου και να συναξη αυτον εν τω αλωνιω σου; |
13 Lustig schlägt die Straußenhenne die Flügel. Ist ihre Schwinge darum so wie die des Storches und Falken? | 13 Εδωκας συ τας ωραιας πτερυγας εις τους ταωνας; η πτερυγας και πτερα εις την στρουθοκαμηλον; |
14 Nein, sie gibt der Erde ihre Eier preis, lässt sie erwärmen im Sand, | 14 ητις αφινει τα ωα αυτης εις την γην και θαλπει αυτα επι του χωματος, |
15 vergisst, dass sie ein Fuß zerdrücken, das Wild des Feldes sie zertreten kann; | 15 και λησμονει οτι ο πους ενδεχεται να συντριψη αυτα, η το θηριον του αγρου να καταπατηση αυτα? |
16 sie behandelt ihre Jungen hart wie Fremde; war umsonst ihre Mühe, es erschreckt sie nicht. | 16 σκληρυνεται κατα των τεκνων αυτης, ως να μη ησαν αυτης? ματαιως εκοπιασε, μη φοβουμενη? |
17 Denn Gott ließ sie Weisheit vergessen, gab ihr an Verstand keinen Teil. | 17 διοτι ο Θεος εστερησεν αυτην απο σοφιας και δεν εμοιρασεν εις αυτην συνεσιν? |
18 Im Augenblick aber, wenn sie hochschnellt, verlacht sie das Ross und seinen Reiter. | 18 οσακις σηκονεται ορθιος, καταγελα του ιππου και του αναβατου αυτου. |
19 Gabst du dem Ross die Heldenstärke, kleidest du mit einer Mähne seinen Hals? | 19 Συ εδωκας δυναμιν εις τον ιππον; περιενεδυσας τον τραχηλον αυτου με βροντην; |
20 Läßt du wie Heuschrecken es springen? Furchtbar ist sein stolzes Wiehern. | 20 συ καμνεις αυτον να πηδα ως ακρις; το γαυριαμα των μυκτηρων αυτου ειναι τρομερον? |
21 Es scharrt im Tal und freut sich, zieht mit Macht dem Kampf entgegen. | 21 ανασκαπτει εν τη κοιλαδι και αγαλλεται εις την δυναμιν αυτου? εξερχεται εις απαντησιν των οπλων? |
22 Es spottet der Furcht und kennt keine Angst und kehrt nicht um vor dem Schwert. | 22 καταγελα του φοβου και δεν τρομαζει? ουδε στρεφει απο προσωπου ρομφαιας? |
23 Über ihm klirrt der Köcher, Speer und Sichelschwert blitzen. | 23 η φαρετρα κροταλιζει κατ' αυτου, η εξαστραπτουσα λογχη και το δορυ. |
24 Mit Donnerbeben wirbelt es den Staub auf, steht nicht still beim Klang des Horns. | 24 Καταπινει την γην εν αγριοτητι και μανια? και δεν πιστευει οτι ηχει σαλπιγξ? |
25 Sooft das Horn hallt, wiehert es «hui» und wittert den Kampf schon von weitem, der Anführer Lärm und das Schlachtgeschrei. | 25 αμα δε τη φωνη της σαλπιγγος, λεγει, Α, α και μακροθεν οσφραινεται την μαχην, την κραυγην των στρατηγων και τον αλαλαγμον. |
26 Kommt es von deiner Einsicht, dass der Falke sich aufschwingt und nach Süden seine Flügel ausbreitet? | 26 Δια της σοφιας σου πετα ο ιεραξ και απλονει τας πτερυγας αυτου προς νοτον; |
27 Fliegt auf dein Geheiß der Adler so hoch und baut seinen Horst in der Höhe? | 27 Εις την προσταγην σου ανυψουται ο αετος και καμνει την φωλεαν αυτου εν τοις υψηλοις; |
28 Auf Felsen wohnt und nächtigt er, auf der Felsenzacke und an steiler Wand. | 28 Κατοικει επι βραχου και διατριβει, επι αποτομου βραχου και επι αβατων τοπων? |
29 Von dort erspäht er die Beute, seine Augen schauen ins Weite. | 29 εκειθεν αναζητει τροφην? οι οφθαλμοι αυτου σκοπευουσι μακροθεν? |
30 Nach Blut schon gieren seine Jungen; wo Erschlagene sind, ist er zur Stelle. | 30 και οι νεοσσοι αυτου αιμα πινουσι? και οπου πτωματα, εκει και αυτος. |