Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Isaia 1


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 La visione d’Isaia, figliuolo di Amos, la quale egli vide intorno a Giuda ed a Gerusalemme, a’ dì di Uzzia, di Iotam, di Achaz, e di Ezechia, re di Giuda1 Ορασις Ησαιου υιου Αμως, την οποιαν ειδε περι του Ιουδα και της Ιερουσαλημ, εν ταις ημεραις Οζιου Ιωαθαμ, Αχαζ και Εζεκιου, βασιλεων Ιουδα.
2 ASCOLTATE, cieli; e tu, terra, porgi gli orecchi; percicocchè il Signore ha parlato, dicendo: Io ho allevati de’ figiuoli, e li ho cresciuti; ma essi si son ribellati contro a me.2 Ακουσατε, ουρανοι, και ακροασθητι, γη? διοτι ο Κυριος ελαλησεν? Υιους εθρεψα και υψωσα, αλλ' αυτοι απεστατησαν απ' εμου.
3 Il bue conosce il suo possessore, e l’asino la mangiatoia del suo padrone; ma Israele non ha conoscimento, il mio popolo non ha intelletto.3 Ο βους γνωριζει τον κτητορα αυτου και ο ονος την φατνην του κυριου αυτου ο Ισραηλ δεν γνωριζει, ο λαος μου δεν εννοει.
4 Guai alla nazione peccatrice, al popolo carico d’iniquità, alla schiatta de’ maligni, a’ figliuoli perduti! Hanno abbandonato il Signore; hanno dispettato il Santo d’Israele; si sono alienati e rivolti indietro.4 Ουαι, εθνος αμαρτωλον, λαε πεφορτωμενε ανομιαν, σπερμα κακοποιων υιοι διεφθαρμενοι εγκατελιπον τον Κυριον, κατεφρονησαν τον Αγιον του Ισραηλ, εστραφησαν εις τα οπισω.
5 A che sareste ancora percossi? voi aggiungereste rivolta a rivolta; ogni capo è infermo, e ogni cuore è languido.5 Δια τι παιδευομενοι θελετε επιπροσθετει στασιασμον; ολη η κεφαλη ειναι αρρωστος και ολη η καρδια κεχαυνωμενη?
6 Dalla pianta del piè infino alla testa non vi è sanità alcuna in esso; tutto è ferita, e lividore, e piaga colante; le quali non sono state rasciugate, nè fasciate, nè allenite con unguento.6 απο ιχνους ποδος μεχρι κεφαλης δεν υπαρχει εν αυτω ακεραιοτης αλλα τραυματα και μελανισματα και ελκη σεσηποτα δεν εξεπιεσθησαν ουδε εδεθησαν ουδε εμαλακωθησαν δι' αλοιφης
7 Il vostro paese è desolato, le vostre città sono arse col fuoco; i forestieri divorano il vostro paese, in presenza vostra; e questa desolazione è come una sovversione fatta da strani.7 η γη σας ειναι ερημος, αι πολεις σας πυρικαυστοι την γην σας ξενοι κατατρωγουσιν εμπροσθεν σας? και ειναι ερημος, ως πεπορθημενη υπο αλλοφυλων
8 E la figliuola di Sion resta come un frascato in una vigna, come una capanna in un cocomeraio, come una città assediata.8 και η θυγατηρ Σιων εγκαταλελειμμενη ως καλυβη εν αμπελωνι, ως οπωροφυλακιον εν κηπω αγγουριων ως πολις πολιορκουμενη.
9 Se il Signor degli eserciti non ci avesse lasciato alcun piccolo rimanente, noi saremmo stati come Sodoma, saremmo stati simili a Gomorra9 Αν ο Κυριος των δυναμεων δεν ηθελεν αφησει εις ημας μικρον υπολοιπον, ως τα Σοδομα ηθελομεν γεινει, με τα Γομορρα ηθελομεν εξομοιωθη.
10 Ascoltate, rettori di Sodoma, la parola del Signore; popolo di Gomorra, porgete le orecchie alla Legge dell’Iddio nostro.10 Ακουσατε τον λογον του Κυριου, αρχοντες Σοδομων ακροασθητι τον νομον του Θεου ημων, λαε Γομορρων.
11 Che ho io da far della moltitudine de’ vostri sacrificii? dice il Signore; io son satollo d’olocausti di montoni, e di grasso di bestie grasse; e il sangue de’ giovenchi, e degli agnelli, e de’ becchi, non mi è a grado.11 Τινα χρειαν εχω του πληθους των θυσιων σας; λεγει Κυριος? κεχορτασμενος ειμαι απο ολοκαυτωματων κριων και απο παχους των σιτευτων και δεν ευαρεστουμαι εις αιμα ταυρων η αρνιων η τραγων.
12 Quando voi venite per comparir nel mio cospetto, chi ha richiesto questo di man vostra, che voi calchiate i miei cortili?12 Οταν ερχησθε να εμφανισθητε ενωπιον μου, τις εζητησεν εκ των χειρων σας τουτο, να πατητε τας αυλας μου;
13 Non continuate più a portare offerte da nulla; i profumi mi son cosa abbominevole; quant’è alle calendi, a’ sabati, al bandir raunanze, io non posso portare iniquità, e festa solenne insieme.13 Μη φερετε πλεον, ματαιας προσφορας το θυμιαμα ειναι βδελυγμα εις εμε τας νεομηνιας και τα σαββατα, την συγκαλεσιν των συναξεων, δεν δυναμαι να υποφερω, ανομιαν και πανηγυρικην συναξιν.
14 L’anima mio odia le vostre calendi, e le vostre solennità; mi son di gravezza; io sono stanco di portarle.14 Τας νεομηνιας σας και τας διατεταγμενας εορτας σας μισει η ψυχη μου ειναι φορτιον εις εμε εβαρυνθην να υποφερω.
15 Perciò, quando voi spiegherete le palme delle mani, io nasconderò gli occhi miei da voi; eziandio, quando moltiplicherete le orazioni, io non le esaudirò; le vostre mani son piene di sangue15 Και οταν εκτεινητε τας χειρας σας, θελω κρυπτει τους οφθαλμους μου απο σας ναι, οταν πληθυνητε δεησεις, δεν θελω εισακουει αι χειρες σας ειναι πληρεις αιματων.
16 Lavatevi, nettatevi, rimovete la malvagità delle opere vostre d’innanzi agli occhi miei.16 Λουσθητε, καθαρισθητε? αποβαλετε την κακιαν των πραξεων σας απ' εμπροσθεν των οφθαλμων μου παυσατε πραττοντες το κακον,
17 Restate di far male; imparate a far bene; cercate la dirittura, ridirizzate l’oppressato, fate ragione all’orfano, mantenete il diritto della vedova.17 μαθετε να πραττητε το καλον? εκζητησατε κρισιν, καμετε ευθυτητα εις τον δεδυναστευμενον, κρινατε τον ορφανον, προστατευσατε την δικην της χηρας
18 Venite pur ora, dice il Signore, e litighiamo insieme. Quando i vostri peccati fossero come lo scarlatto, saranno imbiancati come la neve; quando fosser rossi come la grana, diventeranno come la lana.18 Ελθετε τωρα, και ας διαδικασθωμεν, λεγει Κυριος εαν αι αμαρτιαι σας ηναι ως το πορφυρουν, θελουσι γεινει λευκαι ως χιων εαν ηναι ερυθραι ως κοκκινον, θελουσι γεινει ως λευκον μαλλιον.
19 Se voi volete ubbidire, mangerete i beni della terra.19 Εαν θελητε και υπακουσητε, θελετε φαγει τα αγαθα της γης?
20 Ma se ricusate, e siete ribelli, sarete consumati dalla spada; perciocchè la bocca del Signore ha parlato20 εαν ομως δεν θελητε και αποστατησητε, θελετε καταφαγωθη υπο μαχαιρας διοτι το στομα του Κυριου ελαλησε.
21 Come è la città fedele divenuta meretrice? ella era piena di dirittura; giustizia dimorava in essa; ma ora son tutti micidiali.21 Πως η πιστη πολις κατεσταθη πορνη, ητο πληρης κρισεων η δικαιοσυνη κατωκει εν αυτη αλλα τωρα, φονεις.
22 Il tuo argento è divenuto schiuma; la tua bevanda è mescolata con acqua;22 Ο αργυρος σου κατεσταθη σκωρια, ο οινος σου συνεκερασθη μεθ' υδατος.
23 i tuoi principi son ribelli, e compagni di ladri; essi tutti amano i presenti, e procacciano le ricompense; non fanno ragione all’orfano, e la causa della vedova non viene davanti a loro.23 Οι αρχοντες σου ειναι απειθεις και συντροφοι κλεπτων? παντες αγαπωσι δωρα και κυνηγουσιν αντιπληρωμας δεν κρινουσι τον ορφανον ουδε ερχεται η δικη της χηρας προς αυτους.
24 Perciò, il Signore, il Signor degli eserciti, il Possente d’Israele, dice: Oh! io mi appagherò pur sopra i miei nemici, e mi vendicherò de’ miei avversari.24 Δια τουτο λεγει ο Κυριος, ο Κυριος των δυναμεων, ο Κραταιος του Ισραηλ, Ω, θελω χορτασθη επι τους εναντιους μου και θελω εκδικηθη κατα των εχθρων μου
25 Poi rimetterò la mano sopra te, e ti purgherò delle tue schiume, come nel ceneraccio; e rimoverò tutto il tuo stagno;25 και θελω στρεψει την χειρα μου επι σε και αποκαθαρισει την σκωριαν σου και αφαιρεσει ολον σου τον κασσιτερον.
26 e ristabilirò i tuoi rettori, come erano da principio; ed i tuoi consiglieri, come erano al cominciamento; dopo questo tu sarai chiamata: Città di giustizia, Città fedele.26 Και θελω αποκαταστησει τους κριτας σου ως το προτερον και τους συμβουλους σου ως το απ' αρχης μετα ταυτα θελεις ονομασθη η πολις της δικαιοσυνης, η πιστη πολις.
27 Sion sarà riscattata per giudicio, e quelli che vi ritorneranno per giustizia.27 Η Σιων θελει εξαγορασθη δια κρισεως, και οι επιστρεψαντες αυτης δια δικαιοσυνης.
28 Ma i ribelli ed i peccatori saranno tutti quanti fiaccati, e quelli che abbandonano il Signore saranno consumati.28 Και οι παρανομοι και οι αμαρτωλοι ομου θελουσι καταστραφη, και οι εγκαταλιποντες τον Κυριον θελουσι καταναλωθη.
29 Perciocchè voi sarete svergognati per le querce che avete amate, e confusi per li giardini che avete scelti.29 Διοτι θελετε καταισχυνθη δια τα αλση, τα οποια επεθυμησατε, και θελετε εντραπη δια τους κηπους, τους οποιους εξελεξατε.
30 Perciocchè voi sarete come una quercia di cui son cascate le foglie, e come un giardino senza acqua.30 Επειδη θελετε γεινει ως δρυς, της οποιας τα φυλλα μαραινονται, και ως κηπος, οστις δεν εχει υδωρ.
31 E il forte diventerà stoppa, e l’opera sua favilla; e amendue saranno arsi insieme, e non vi sarà niuno che spenga il fuoco31 Και ο ισχυρος θελει εισθαι ως καλαμιον στυπιου, και το εργον αυτου ως σπινθηρ, και θελουσι καυθη και τα δυο ομου, και δεν θελει εισθαι ο σβυνων.