Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Secondo libro delle Cronache 16


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 L’ANNO trentesimosesto del regno di Asa, Baasa, re d’Israele, salì contro a Giuda, ed edificò Rama, per non lasciar nè uscire nè entrare alcuno ad Asa, re di Giuda.1 Εν τω τριακοστω εκτω ετει της βασιλειας του Ασα, ο Βαασα βασιλευς του Ισραηλ ανεβη εναντιον του Ιουδα και ωκοδομησε την Ραμα, δια να μη αφινη μηδενα να εξερχηται μηδε να εισερχηται προς τον Ασα βασιλεα του Ιουδα.
2 Laonde Asa trasse fuori argento, ed oro, da’ tesori dalla Casa del Signore, e della casa reale, e lo mandò a Benhadad, re di Siria, il quale abitava in Damasco, dicendo:2 Τοτε ο Ασα εξεφερεν αργυριον και χρυσιον εκ των θησαυρων του οικου του Κυριου και του οικου του βασιλεως, και απεστειλε προς τον Βεν-αδαδ βασιλεα της Συριας, κατοικουντα εν Δαμασκω, λεγων,
3 Siavi lega fra me e te come è stata fra tuo padre e mio padre; ecco, io ti mando oro ed argento; va’, rompi la lega che tu hai con Baasa, re d’Israele, acciocchè egli si ritragga da me.3 Ας γεινη συνθηκη αναμεσον εμου και σου, ως ητο και αναμεσον του πατρος μου και του πατρος σου? ιδου, απεστειλα προς σε αργυριον και χρυσιον? υπαγε, διαλυσον την συνθηκην σου την προς Βαασα βασιλεα του Ισραηλ, δια να αναχωρηση απ' εμου.
4 E Benhadad acconsentì al re Asa, e mandò i capitani de’ suoi eserciti contro alle città d’Israele; ed essi percossero Ion, e Dan, ed Abel-maim, e tutte le città da magazzini di Neftali.4 Και εισηκουσεν ο Βεν-αδαδ εις τον βασιλεα Ασα, και απεστειλε τους αρχηγους των δυναμεων αυτου εναντιον των πολεων του Ισραηλ? και επαταξαν την Ιιων και την Δαν και την Αβελ-μαιμ και πασας τας αποθηκας των πολεων Νεφθαλι.
5 E quando Baasa ebbe ciò inteso, restò d’edificar Rama, e fece cessare il suo lavoro.5 Και ως ηκουσεν ο Βαασα, επαυσε να οικοδομη την Ραμα και κατελιπε το εργον αυτου.
6 Allora il re Asa prese tutto il popolo di Giuda; ed essi portarono via le pietre e il legname di Rama, la quale Baasa edificava; ed egli ne edificò Ghibea e Mispa6 Και παρελαβεν ο βασιλευς Ασα παντα τον Ιουδαν, και εσηκωσαν τους λιθους της Ραμα και τα ξυλα αυτης, με τα οποια ωκοδομει ο Βαασα? και με ταυτα ωκοδομησε την Γαβαα και την Μισπα.
7 Ed in quel tempo il veggente Hanani venne ad Asa, re di Giuda, e gli disse: Perciocchè tu ti sei appoggiato sopra il re di Siria, e non ti sei appoggiato sopra il Signore Iddio tuo, per ciò l’esercito del re di Siria ti è scampato dalle mani.7 Κατ' εκεινον δε τον καιρον Ανανι ο βλεπων ηλθε προς Ασα τον βασιλεα του Ιουδα και ειπε προς αυτον, Επειδη επεστηριχθης επι τον βασιλεα της Συριας και δεν επεστηριχθης επι Κυριον τον Θεον σου, δια τουτο εξεφυγε το στρατευμα του βασιλεως της Συριας απο της χειρος σου?
8 Gli Etiopi ed i Libii non erano essi un grande esercito, con grandissimo numero di carri e di cavalieri? e pure, perchè tu ti appoggiasti sopra il Signore, egli te li diede nelle mani.8 οι Αιθιοπες και οι Λιβυες δεν ησαν στρατευμα μεγα, μετα πολυαριθμων αμαξων και ιππεων; επειδη ομως επεστηριχθης εις τον Κυριον, παρεδωκεν αυτους εις την χειρα σου?
9 Conciossiachè gli occhi del Signore corrano per tutta la terra, per mostrarsi potente in favor di coloro che hanno il cuore intiero inverso lui; tu hai follemente fatto in questa cosa; perciocchè da ora innanzi tu avrai sempre guerre.9 διοτι οι οφθαλμοι του Κυριου περιτρεχουσι δια πασης της γης, δια να δειχθη δυνατος υπερ των εχοντων την καρδιαν αυτων τελειαν προς αυτον? εις τουτο επραξας αφρονως? δια τουτο θελεις εχει πολεμους εις το εξης.
10 Ed Asa s’indegnò contro al veggente, e lo fece incarcerare; perciocchè era in gran cruccio contro a lui per ciò. Asa ancora oppressò in quel tempo alcuni del popolo.10 Και ωργισθη ο Ασα κατα του βλεποντος και εβαλεν αυτον εις φυλακην? διοτι ηγανακτησεν εναντιον αυτου δια τουτο. Και κατεθλιψεν ο Ασα τινας εκ του λαου εν εκεινω τω καιρω.
11 Or ecco, i fatti di Asa, primi ed ultimi, sono scritti nel libro dei re di Giuda e d’Israele.11 Και ιδου, αι πραξεις του Ασα, αι πρωται και αι εσχαται, ιδου, ειναι γεγραμμεναι εν τω βιβλιω των βασιλεων του Ιουδα και του Ισραηλ.
12 Ed Asa, l’anno trentanovesimo del suo regno, infermò de’ piedi, e la sua infermità fu strema, e pure ancora nella sua infermità egli non ricercò il Signore, anzi i medici.12 Ηρρωστησε δε ο Ασα τους ποδας αυτου εν τω τριακοστω εννατω ετει της βασιλειας αυτου, εωσου η αρρωστια αυτου εγεινε μεγιστη? αλλ' ουδε εν τη αρρωστια αυτου εξεζητησε τον Κυριον, αλλα τους ιατρους.
13 Ed Asa giacque co’ suoi padri, e morì l’anno quarantunesimo del suo regno;13 Και εκοιμηθη ο Ασα μετα των πατερων αυτου? και απεθανεν εν τω τεσσαρακοστω πρωτω ετει της βασιλειας αυτου.
14 e fu seppellito nella sua sepoltura, la quale egli si avea cavata nella Città di Davide; e fu posto in un cataletto che egli avea empiuto d’aromati, e d’odori composti per arte di profumiere; e gliene fu arsa una grandissima quantità14 Και εθαψαν αυτον εις τον ταφον αυτου, τον οποιον εσκαψε δι' εαυτον εν πολει Δαβιδ, και εθεσαν αυτον επι κλινης πληρους ευωδιας και διαφορων αρωματων μυρεψικων? και εκαμον εις αυτον καυσιν μεγαλην σφοδρα.