Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Livre de Josué 2


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 De Chittim, Josué fils de Noun envoya secrètement deux espions. Il leur dit: “Allez! Observez bien le pays et la ville de Jéricho.” Ils firent la route et entrèrent dans la maison d’une prostituée qui s’appelait Rahab; c’est là qu’ils couchèrent.1 Και απεστειλεν Ιησους ο υιος του Ναυη εκ Σιττειμ δυο ανδρας να κατασκοπευσωσι κρυφιως, λεγων, Υπαγετε, ιδετε την γην και την Ιεριχω. Οι δε υπηγον και εισηλθον εις οικιαν γυναικος πορνης, ονομαζομενης Ρααβ, και κατελυσαν εκει.
2 On avertit le roi de Jéricho: “Des hommes, des Israélites, sont entrés ici cette nuit, ils sont venus espionner le pays.”2 Απηγγειλαν δε προς τον βασιλεα της Ιεριχω, λεγοντες, Ιδου, ηλθον ενταυθα την νυκτα ανδρες εκ των υιων Ισραηλ, δια να κατασκοπευσωσι την γην.
3 Alors le roi de Jéricho envoya dire à Rahab: “Fais sortir ces hommes qui t’ont approchée et qui sont entrés dans ta maison, car c’est pour espionner le pays qu’ils sont venus.”3 Και απεστειλεν ο βασιλευς της Ιεριχω προς την Ρααβ, λεγων, Εξαγαγε τους ανδρας τους εισελθοντας προς σε, οιτινες εισηλθον εις την οικιαν σου? διοτι ηλθον να κατασκοπευσωσι πασαν την γην.
4 Mais la femme alla cacher les deux hommes. Elle répondit: “Ces hommes sont bien venus chez moi, mais je ne savais pas d’où ils étaient.4 Και λαβουσα η γυνη τους δυο ανδρας εκρυψεν αυτους και ειπε, Ναι μεν εισηλθον προς εμε οι ανδρες και δεν εξευρω ποθεν ησαν?
5 Ils sont partis à la tombée de la nuit, quand on fermait la porte de la ville, et je ne sais pas où ils sont allés. Lancez-vous vite à leur poursuite et vous les rattraperez.”5 ενω δε εμελλε να κλεισθη η πυλη, οτε εσκοτασεν, οι ανδρες εξηλθον? δεν εξευρω που υπηγον οι ανδρες? τρεξατε ταχεως κατοπιν αυτων, διοτι θελετε προφθασει αυτους.
6 En réalité, elle les avait fait monter sur sa terrasse et les avait cachés sous des tiges de lin qu’elle y avait déposées.6 Αυτη ομως ειχεν αναβιβασει αυτους επι το δωμα και σκεπασει αυτους με λινοκαλαμην, την οποιαν ειχεν εστοιβαγμενην επι του δωματος.
7 Les gens se lancèrent à leur poursuite dans la direction du Jourdain, du côté des gués, et dès qu’ils furent sortis on ferma la porte de la ville.7 Και οι ανδρες ετρεξαν κατοπιν αυτων δια της οδου της προς τον Ιορδανην, μεχρι των διαβασεων? και ευθυς αφου ανεχωρησαν οι τρεχοντες κατοπιν αυτων, εκλεισθη η πυλη.
8 Les deux hommes n’étaient pas encore couchés qu’elle les rejoignit sur sa terrasse.8 Και πριν εκεινοι πλαγιασωσιν, αυτη ανεβη προς αυτους επι το δωμα.
9 Elle leur dit: “Je sais que Yahvé vous a livré le pays; vous avez semé la panique parmi nous et tous les gens du pays sont terrorisés devant vous.9 Και ειπε προς τους ανδρας, Γνωριζω οτι ο Κυριος εδωκεν εις εσας την γην? και οτι ο τρομος σας επεπεσεν εφ' ημας, και οτι παντες οι κατοικοι της γης ενεκρωθησαν εκ του φοβου σας?
10 On nous a dit comment Yahvé a desséché devant vous la mer des Roseaux lorsque vous sortiez d’Égypte, et ce que vous avez fait aux deux rois des Amorites de l’autre côté du Jourdain, à Sihon et à Og, que vous avez voués à l’anathème.10 επειδη ηκουσαμεν πως ο Κυριος εξηρανε τα υδατα της Ερυθρας θαλασσης εμπροσθεν σας, οτε εξηλθετε εξ Αιγυπτου? και τι εκαμετε εις τους δυο βασιλεις των Αμορραιων, τους περαν του Ιορδανου, εις τον Σηων και εις τον Ωγ, τους οποιους εξωλοθρευσατε?
11 “Lorsque nous l’avons appris le cœur nous a manqué, et à votre approche tout le monde maintenant est saisi de peur, car Yahvé, votre Dieu, est Dieu là-haut dans les cieux et ici-bas sur la terre.11 και καθως ηκουσαμεν, διελυθη καρδια ημων, και δεν εμεινε πλεον πνοη εις ουδενα εκ του φοβου σας? διοτι Κυριος ο Θεος σας, αυτος ειναι Θεος εν τω ουρανω ανω και επι της γης κατω.
12 Mais maintenant, puisque je vous ai fait une faveur, jurez-moi par Yahvé que vous ferez vous aussi une faveur à la maison de mon père. Donnez-moi donc la preuve de votre fidélité12 Και τωρα, ομοσατε μοι, παρακαλω, εις τον Κυριον οτι, καθως εγω εκαμα ελεος εις εσας, θελετε καμει και σεις ελεος εις την οικογενειαν του πατρος μου? και δοτε εις εμε σημειον πιστεως,
13 et laissez vivre mon père, ma mère, mes frères, mes sœurs et tout ce qui leur appartient. Arrachez-nous à la mort.”13 οτι θελετε φυλαξει την ζωην εις τον πατερα μου και εις την μητερα μου και εις τους αδελφους μου και εις τας αδελφας μου και παντα οσα εχουσι, και θελετε σωσει την ζωην ημων εκ του θανατου.
14 Les hommes répondirent: “Nous te le jurons sur nos propres têtes: à condition que tu ne révèles pas notre conversation, nous te traiterons avec bonté et fidélité lorsque Yahvé nous aura livré le pays.”14 Και απεκριθησαν προς αυτην οι ανδρες, Η ζωη ημων εις θανατον ας παραδοθη αντι της ιδικης σας, αν μονον δεν φανερωσητε ταυτην την υποθεσιν ημων, εαν ημεις, οταν ο Κυριος παραδωση εις ημας την γην, δεν δειξωμεν ελεος και πιστιν εις σε.
15 Elle les fit descendre par la fenêtre avec une corde, car sa maison était construite contre le rempart et elle-même logeait dans le rempart.15 Τοτε κατεβιβασεν αυτους με σχοινιον δια της θυριδος? διοτι η οικια αυτης ητο εν τω τειχει της πολεως και εν τω τειχει κατωκει.
16 Elle leur dit: “Fuyez vers la montagne pour que ceux qui vous poursuivent ne vous rencontrent pas. Vous y resterez cachés trois jours, jusqu’au retour de ceux qui vous poursuivent, ensuite vous irez votre chemin.”16 Και ειπε προς αυτους, Απελθετε εις την ορεινην, δια να μη σας συναντησωσιν οι καταδιωκοντες? και κρυφθητε εκει τρεις ημερας, εωσου επιστρεψωσιν οι καταδιωκοντες? και επειτα θελετε υπαγει εις την οδον σας.
17 Les hommes lui dirent: “Nous respecterons le serment que nous t’avons fait.17 Και ειπαν προς αυτην οι ανδρες, Ουτω θελομεν εισθαι καθαροι απο του ορκου σου τουτου, τον οποιον εκαμες ημας να ομοσωμεν?
18 Lorsque nous entrerons dans le pays, tu attacheras ce cordon de fil rouge à la fenêtre par laquelle tu nous as fait descendre. Tu réuniras autour de toi dans ta maison, ton père, ta mère, tes frères et toute la famille de ton père.18 ιδου, οταν ημεις εισερχωμεθα εις την γην, θελεις δεσει το σχοινιον τουτου του κοκκινου νηματος εις την θυριδα, απο της οποιας κατεβιβασας ημας? και τον πατερα σου και την μητερα σου και τους αδελφους σου και πασαν την οικογενειαν του πατρος σου, θελεις συναξει προς σεαυτην εις την οικιαν?
19 Si l’un d’entre eux ouvre la porte et sort de ta maison, il sera responsable de sa mort et nous, nous serons quittes, mais si l’on porte la main sur ceux qui sont avec toi dans ta maison, c’est nous qui serons responsables.19 και πας οστις εξελθη εκ της θυρας της οικιας σου, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι της κεφαλης αυτου, ημεις δε θελομεν εισθαι καθαροι? οστις δε μενη μετα σου εν τη οικια, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι της κεφαλης ημων, εαν τις βαλη χειρα επ' αυτον?
20 Mais ne révèles pas notre accord, ou sinon nous serons quittes du serment que nous venons de faire.”20 αλλ' εαν φανερωσης την υποθεσιν ημων ταυτην, τοτε θελομεν εισθαι λελυμενοι απο του ορκου σου, τον οποιον εκαμες ημας να ομοσωμεν.
21 Elle leur dit: “Qu’il en soit comme vous venez de le dire.” Elle les congédia et ils s’en allèrent; puis elle attacha le cordon rouge à sa fenêtre.21 Και ειπε, Κατα τους λογους σας, ουτως, ας γεινη. Και εξαπεστειλεν αυτους, και ανεχωρησαν? αυτη δε εδεσε το κοκκινον σχοινιον εις την θυριδα.
22 Aussitôt partis, les hommes se dirigèrent vers la montagne. Ils y restèrent trois jours, jusqu’après le retour de ceux qui les poursuivaient. Ceux-ci avaient cherché partout tout au long de la route, et n’avaient rien trouvé.22 Και ανεχωρησαν και ηλθον εις την ορεινην και εμειναν εκει τρεις ημερας, εωσου επεστρεψαν οι καταδιωκοντες? και εζητησαν αυτους οι καταδιωκοντες καθ' ολην την οδον, πλην δεν ευρηκαν.
23 Les deux hommes alors redescendirent de la montagne et traversèrent le Jourdain. Ils se présentèrent alors à Josué, fils de Noun, et ils lui racontèrent toute leur aventure.23 Και υπεστρεψαν οι δυο ανδρες και κατεβησαν εκ του ορους και διεβησαν και ηλθον προς Ιησουν τον υιον του Ναυη, και διηγηθησαν προς αυτον παντα οσα συνεβησαν εις αυτους.
24 Ils ajoutèrent: “Yahvé a livré tout le pays entre nos mains; tous les habitants du pays sont pris de panique devant nous.”24 Και ειπον προς τον Ιησουν, Βεβαιως ο Κυριος παρεδωκεν εις τας χειρας ημων πασαν την γην? και μαλιστα παντες οι κατοικοι του τοπου ενεκρωθησαν εκ του φοβου ημων.