Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Actes des Apôtres 27


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Quand il a été décidé de nous faire prendre le bateau pour l’Italie, on a remis Paul, avec un certain nombre d’autres prisonniers, à un centurion du bataillon impérial qui s’appelait Julius.1 Αφου δε απεφασισθη να αποπλευσωμεν εις την Ιταλιαν, παρεδωκαν τον Παυλον και τινας αλλους δεσμιους εις εκατονταρχον Ιουλιον ονομαζομενον, εκ του ταγματος του Σεβαστου λεγομενου.
2 Nous sommes montés sur un bateau d’Adramyttium qui mettait à la voile pour les côtes d’Asie, et nous avons levé l’ancre. Il y avait avec nous Aristarque, un Macédonien qui est de Thessalonique.2 Και αφου επεβημεν εις πλοιον Αδραμυττηνον, εσηκωθημεν μελλοντες να παραπλευσωμεν τους κατα την Ασιαν τοπους, εχοντες μεθ' ημων Αρισταρχον τον Μακεδονα τον εκ Θεσσαλονικης?
3 Le lendemain nous arrivions sur Sidon. Julius a montré beaucoup de bienveillance vis-à-vis de Paul. Il lui a permis de visiter ses amis qui ont pu lui rendre quelques services.3 και την αλλην ημεραν εφθασαμεν εις Σιδωνα? και ο Ιουλιος φιλανθρωπως φερομενος προς τον Παυλον επετρεψεν εις αυτον να υπαγη προς τους φιλους αυτου και να λαβη περιθαλψιν.
4 En repartant de là, nous avons fait voile sur Chypre car nous avions le vent contre nous.4 Και εκειθεν σηκωθεντες υπεπλευσαμεν την Κυπρον, επειδη ησαν εναντιοι οι ανεμοι,
5 Nous avons traversé les mers de Cilicie et de Pamphylie et nous sommes arrivés à Myre en Lycie.5 και διαπλευσαντες το πελαγος της Κιλικιας και Παμφυλιας, ηλθομεν εις τα Μυρα της Λυκιας.
6 Là le centurion a trouvé un bateau d’Alexandrie qui partait pour l’Italie et il nous y a fait monter.6 Και εκει ευρων ο εκατονταρχος πλοιον Αλεξανδρινον, το οποιον επλεεν εις την Ιταλιαν, επεβιβασεν ημας εις αυτο?
7 Durant plusieurs jours nous avons navigué très lentement, et nous avons eu du mal à arriver à Cnide; le vent ne nous a pas permis d’entrer dans le port. Puis nous avons navigué à l’abri de la Crète, passant le cap Salmoné.7 βραδυπλοουντες δε ικανας ημερας και μολις φθασαντες εις την Κνιδον, επειδη δεν μας αφινεν ο ανεμος, υπεπλευσαμεν την Κρητην κατα την Σαλμωνην,
8 Nous avons eu du mal à le doubler et nous sommes arrivés à un endroit qui s’appelle Bons-Ports, près de la ville de Lasaïa.8 και μολις παραπλευσαντες αυτην, ηλθομεν εις τοπον τινα ονομαζομενον Καλους Λιμενας, πλησιον του οποιου ητο η πολις Λασαια.
9 On avait pris bien du retard et la navigation devenait dangereuse: la fête du jeûne était déjà passée. Paul a insisté alors auprès d’eux,9 Επειδη δε παρηλθεν ικανος καιρος και ο πλους ητο ηδη επικινδυνος, διοτι και η νηστεια ειχεν ηδη παρελθει, συνεβουλευεν ο Παυλος,
10 il leur a dit: "Mes amis, je vois que la traversée est risquée et nous allons y perdre pas mal, non seulement le chargement du navire, mais même nos vies.”10 λεγων προς αυτους? Ανδρες, βλεπω οτι ο πλους μελλει να γεινη με κακοπαθειαν και πολλην ζημιαν ουχι μονον του φορτιου και του πλοιου, αλλα και των ψυχων ημων.
11 Mais le centurion s’est fié davantage au commandant du navire et à l’armateur qu’aux raisons de Paul;11 Αλλ' ο εκατονταρχος επειθετο μαλλον εις τον κυβερνητην και εις τον ναυκληρον παρα εις τα υπο του Παυλου λεγομενα.
12 le port n’était pas indiqué pour y passer l’hiver et la plupart ont été d’avis de repartir et d’essayer d’atteindre Phénix, un port de Crète ouvert sur le sud-ouest et le nord-ouest: on y passerait l’hiver.12 Και επειδη ο λιμην δεν ητο επιτηδειος εις παραχειμασιαν, οι πλειοτεροι εγνωμοδοτησαν να σηκωθωσι και εκειθεν, ωστε φθασαντες αν ηδυναντο εις Φοινικα, λιμενα της Κρητης βλεποντα προς τον λιβα ανεμον και προς τον χωρον, να παραχειμασωσιν εκει.
13 Un vent du sud a alors commencé à souffler, et ils ont pensé qu’ils allaient atteindre leur objectif; on a levé l’ancre et nous avons longé les côtes de Crète.13 Και οτε επνευσεν ολιγον νοτος, νομισαντες οτι επετυχον του σκοπου, ανεσυραν την αγκυραν και παρεπλεον πλησιον την Κρητην.
14 Mais peu après l’île a été balayée par un vent d’ouragan qu’on appelle le “nord-oriental”;14 Πλην μετ' ολιγον προσεβαλε κατ' αυτης ανεμος τυφωνικος ο λεγομενος Ευροκλυδων.
15 le bateau a été emporté, incapable de faire face au vent, si bien que nous sommes partis à la dérive.15 Και επειδη το πλοιον συνηρπασθη και δεν ηδυνατο να αντεχη προς τον ανεμον, αφεθεντες εφερομεθα.
16 À un moment notre course nous a fait passer sous une île appelée Cauda: alors nous avons pu, non sans peine, remonter la chaloupe.16 Και τρεξαντες υπο νησιδιον τι ονομαζομενον Κλαυδην, μολις ηδυνηθημεν να βαλωμεν εις την εξουσιαν μας την λεμβον,
17 Après l’avoir remontée, on a passé des câbles de secours pour ceinturer le bateau. Craignant d’échouer sur les sables de la Syrte, on a jeté à la mer une ancre flottante et on s’est laissés aller à la dérive.17 την οποιαν αφου ανελαβον μετεχειριζοντο βοηθηματα, ζωνοντες υποκατωθεν το πλοιον? και φοβουμενοι μη εκπεσωσιν εις την Συρτιν, κατεβιβασαν τα πανια και εφεροντο ουτως.
18 La tempête était telle que le lendemain ils ont commencé à jeter le chargement par-dessus bord.18 Και επειδη εχειμαζομεθα σφοδρως, την ακολουθον ημεραν εκαμνον χυσιν,
19 Le surlendemain, c’étaient les agrès du navire qu’ils jetaient de leurs propres mains.19 και την τριτην με τας ιδιας ημων χειρας ερριψαμεν τα σκευη του πλοιου?
20 La tempête continuait avec la même violence, les jours passaient et ni le soleil ni les étoiles ne se montraient; nous avions perdu tout espoir de nous sauver.20 και επειδη δια πολλων ημερων δεν εφαινοντο ουτε ηλιος ουτε αστρα, και χειμων βαρυς επεκειτο, πασα ελπις σωτηριας αφηρειτο πλεον αφ' ημων.
21 Cela faisait déjà longtemps qu’on ne mangeait plus. Alors Paul s’est adressé à tous et il a dit: "Mes amis, il fallait m’écouter et ne pas quitter la Crète, nous aurions évité ces risques et toute cette perte.21 Μετα δε πολυημερον ασιτιαν σταθεις ο Παυλος εν τω μεσω αυτων, ειπεν? Επρεπεν, ω ανδρες, να μου υπακουσητε και να μη σηκωθητε απο της Κρητης και ουτως ηθελομεν αποφυγει την κακοπαθειαν ταυτην και την ζημιαν.
22 Mais maintenant je vous invite à reprendre courage: sachez que le navire va se perdre, mais nous n’aurons pas de perte de vies humaines.22 Αλλα και ηδη σας παραινω να εχητε θαρρος? διοτι εξ υμων ουδεμια ψυχη δεν θελει χαθη, ειμη μονον το πλοιον.
23 Car cette nuit un ange du Dieu à qui j’appartiens et que je sers s’est tenu à côté de moi23 Διοτι την νυκτα ταυτην εφανη εις εμε αγγελος του Θεου, του οποιου ειμαι, τον οποιον και λατρευω,
24 et il m’a dit: Ne crains pas, Paul, tu te présenteras au tribunal de César et Dieu t’accorde tous ceux qui voyagent avec toi.24 λεγων? μη φοβου, Παυλε? πρεπει να παρασταθης ενωπιον του Καισαρος? και ιδου, ο Θεος σοι εχαρισε παντας τους πλεοντας μετα σου.
25 Donc, compagnons, reprenez courage, je fais confiance à Dieu et les choses seront comme il m’a été dit.25 Δια τουτο θαρρειτε, ανδρες? διοτι πιστευω εις τον Θεον οτι ουτω θελει γεινει, καθ' ον τροπον ελαληθη προς εμε.
26 Il faudra bien que nous arrivions sur une île.”26 Πρεπει δε να πεσωμεν εις νησον τινα.
27 Ce devait être notre quatorzième nuit à la dérive sur l’Adriatique quand, en pleine nuit, les matelots ont eu l’impression qu’ils avaient une terre devant eux.27 Οτε δε ηλθεν η δεκατη τεταρτη νυξ, ενω παρεφερομεθα εν τη Αδριατικη θαλασση, περι το μεσον της νυκτος εσυμπεραινον οι ναυται οτι πλησιαζουσιν εις τοπον τινα.
28 Ils ont jeté la sonde et ils ont trouvé vingt brasses. Un peu plus tard ils en ont trouvé quinze.28 Και ριψαντες την βολιδα ευρον εικοσι οργυιας, και αφου επροχωρησαν ολιγον διαστημα, ριψαντες και παλιν την βολιδα ευρον οργυιας δεκαπεντε?
29 Comme ils avaient peur d’échouer sur un haut-fond, ils ont lancé quatre ancres de l’avant et on a attendu impatiemment le jour.29 και φοβουμενοι μηπως πεσωμεν εξω εις τραχεις τοπους, ριψαντες τεσσαρας αγκυρας απο της πρυμνης, ηυχοντο να γεινη ημερα.
30 Les matelots ont alors cherché à se sauver et ils ont mis la chaloupe à la mer sous prétexte de rallonger les câbles d’ancre à l’avant.30 Επειδη δε οι ναυται εζητουν να φυγωσιν εκ του πλοιου και κατεβιβασαν την λεμβον εις την θαλασσαν, επι προφασει οτι εμελλον να εκτεινωσιν αγκυρας εκ της πρωρας,
31 Mais Paul a dit au centurion et aux soldats: "Vous ne pourrez pas vous sauver si ces gens-là ne restent pas sur le bateau.”31 ο Παυλος ειπε προς τον εκατονταρχον και προς τους στρατιωτας? Εαν ουτοι δεν μεινωσιν εν τω πλοιω, σεις δεν δυνασθε να σωθητε.
32 Les soldats ont donc tranché les câbles de la chaloupe et l’ont laissée tomber.32 Τοτε οι στρατιωται απεκοψαν τα σχοινια της λεμβου και αφηκαν αυτην να πεση εξω.
33 En attendant qu’il fasse jour, Paul a invité tout le monde à s’alimenter. Il a dit: "Cela fait aujourd’hui quatorze jours que nous ne prenons rien, nous ne faisons qu’attendre et nous restons à jeun.33 Εως δε να εξημερωση, ο Παυλος παρεκαλει παντας να λαβωσι τροφην τινα, λεγων? Δεκατεσσαρας ημερας σημερον προσδοκωντες διαμενετε νηστικοι, και δεν εφαγετε ουδεν.
34 J’insiste pour que vous preniez de la nourriture, car il y va de votre vie: pour le reste, pas un cheveu de votre tête ne se perdra.”34 Δια τουτο σας παρακαλω να λαβητε τροφην? διοτι τουτο ειναι αναγκαιον προς την σωτηριαν σας? επειδη ουδενος απο σας δεν θελει πεσει θριξ εκ της κεφαλης.
35 Sur ce, il a pris du pain devant tout le monde, il a rendu grâces à Dieu, il l’a partagé et il a commencé à manger.35 Αφου δε ειπε ταυτα και ελαβεν αρτον, ευχαριστησε τον Θεον ενωπιον παντων και κοψας ηρχισε να τρωγη.
36 Les autres ont repris courage et eux aussi ont pris de la nourriture:36 Λαβοντες δε παντες θαρρος, ελαβον και αυτοι τροφην?
37 nous étions en tout sur le bateau (2)76 personnes.37 ημεθα δε εν τω πλοιω ψυχαι ολαι διακοσιαι εβδομηκοντα εξ.
38 Une fois l’estomac plein, on a jeté tout le blé à la mer pour alléger le bateau.38 Αφου δε εχορτασθησαν απο τροφης ελαφρυνον το πλοιον, ριπτοντες τον σιτον εις την θαλασσαν.
39 Quand il a fait jour, ils n’ont pas reconnu l’endroit, mais ils ont aperçu une baie avec une plage et ils ont décidé de faire tout pour y aborder.39 Και οτε εγεινεν ημερα, δεν εγνωριζον την γην, παρετηρουν ομως κολπον τινα εχοντα αιγιαλον, εις τον οποιον εβουλευθησαν, αν ηδυναντο, να εξωσωσι το πλοιον.
40 Ils ont donc détaché les ancres et les ont abandonnées à la mer; ils ont relâché les câbles du gouvernail et, avec une voile hissée à l’avant, ils ont laissé le vent les pousser vers le rivage.40 Και κοψαντες τας αγκυρας, αφηκαν το πλοιον εις την θαλασσαν, λυσαντες ενταυτω τους δεσμους των πηδαλιων, και υψωσαντες τον αρτεμονα προς τον ανεμον, κατηυθυνοντο εις τον αιγιαλον.
41 Mais on a touché un haut-fond, et le bateau s’est échoué; l’avant s’est enfoncé et n’a plus bougé pendant que l’arrière se disloquait sous la violence des vagues.41 Περιπεσοντες δε εις τοπον, οπου συνηρχοντο δυο θαλασσαι, ερριψαν εξω το πλοιον, και η μεν πρωρα εκαθησε και εμεινεν ασαλευτος, η δε πρυμνη διελυετο υπο της βιας των κυματων.
42 À ce moment les soldats ont voulu tuer les prisonniers de peur qu’il y en ait qui s’échappent à la nage.42 Εβουλευθησαν δε οι στρατιωται να θανατωσωσι τους δεσμιους, δια να μη φυγη μηδεις κολυμβησας.
43 Mais le centurion voulait sauver Paul et il les en a empêchés; il a ordonné à ceux d’entre eux qui savaient nager de se jeter les premiers et d’atteindre le rivage,43 Αλλ' ο εκατονταρχος, θελων να διασωση τον Παυλον, εμποδισεν αυτους απο του σκοπου και προσεταξεν, οσοι ηδυναντο να κολυμβωσι να ριφθωσι πρωτοι και να εκβωσιν εις την γην,
44 Les autres auraient les planches et les débris du bateau. C’est ainsi que nous sommes tous arrivés à terre sains et saufs.44 οι δε λοιποι αλλοι μεν επι σανιδων, αλλοι δε επι τινων λειψανων του πλοιου, και ουτω διεσωθησαν παντες εις την γην.