Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

Évangile selon Luc 8


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Jésus parcourait ainsi villes et villages, prêchant et donnant la Bonne Nouvelle du Royaume de Dieu; les Douze l’accompagnaient1 Και μετα ταυτα διηρχετο αυτος πασαν πολιν και κωμην, κηρυττων και ευαγγελιζομενος την βασιλειαν του Θεου, και οι δωδεκα ησαν μετ' αυτου,
2 et aussi certaines femmes qu’il avait guéries d’esprits mauvais ou d’infirmités: Marie, appelée la Magdaléenne, qu’il avait délivrée de sept démons;2 και γυναικες τινες, αιτινες ησαν τεθεραπευμεναι απο πνευματων πονηρων και ασθενειων, Μαρια η καλουμενη Μαγδαληνη, εκ της οποιας ειχον εκβη επτα δαιμονια,
3 Jeanne, femme de Chouza intendant d’Hérode; Suzanne; et beaucoup d’autres qui les assistaient de leurs biens personnels.3 και Ιωαννα η γυνη του Χουζα, επιτροπου του Ηρωδου, και Σουσαννα και αλλαι πολλαι, αιτινες διηκονουν αυτον απο των υπαρχοντων αυτων.
4 Une foule nombreuse s’était rassemblée, car on venait à lui de toutes les villes. Jésus alors leur donna cette comparaison:4 Επειδη δε συνετρεχεν οχλος πολυς και ηρχοντο προς αυτον απο πασης πολεως, ειπε δια παραβολης?
5 “Le semeur est sorti pour semer la semence et il se met à semer. Une partie tombe au long du chemin: elle est piétinée et les oiseaux du ciel la mangent.5 Εξηλθεν ο σπειρων, δια να σπειρη τον σπορον αυτου. Και ενω εσπειρεν, αλλο μεν επεσε παρα την οδον και κατεπατηθη, και τα πετεινα του ουρανου κατεφαγον αυτο?
6 Des graines tombent sur la rocaille; là elles germent, mais elles se dessèchent par manque d’humidité.6 αλλο δε επεσεν επι την πετραν και αναφυεν εξηρανθη, διοτι δεν ειχεν ικμαδα?
7 D’autres tombent au milieu des épines; les épines poussent en même temps qu’elles et les étouffent.7 και αλλο επεσεν εις το μεσον των ακανθων, και συμφυτρωσασαι αι ακανθαι απεπνιξαν αυτο?
8 D’autres encore tombent sur la belle terre; là elles poussent et donnent du fruit, cent pour un.” En disant cela, Jésus criait: "Que celui qui a des oreilles pour entendre, entende!”8 και αλλο επεσεν επι την γην την αγαθην, και αναφυεν εκαμε καρπον εκατονταπλασιονα. Ταυτα λεγων, εφωναζεν? Ο εχων ωτα δια να ακουη, ας ακουη.
9 Ses disciples lui demandèrent: "Que veut dire cette comparaison?”9 Ηρωτων δε αυτον οι μαθηται αυτου, λεγοντες? Τι σημαινει η παραβολη αυτη;
10 Il leur répondit: "À vous il a été donné de connaître les mystères du Royaume de Dieu, mais les autres n’ont que des comparaisons, de sorte qu’ils voient sans voir et entendent sans comprendre.10 Ο δε ειπεν? Εις εσας εδοθη να γνωρισητε τα μυστηρια της βασιλειας του Θεου, εις δε τους λοιπους δια παραβολων, δια να μη βλεπωσιν ενω βλεπουσι και να μη καταλαμβανωσιν ενω ακουουσιν.
11 “Voici le sens de cette parabole: la semence est la parole de Dieu.11 Αυτη δε ειναι η παραβολη? Ο σπορος ειναι ο λογος του Θεου?
12 Ceux qui sont sur le bord du chemin l’ont entendue, mais le diable vient et enlève de leur cœur la parole pour les empêcher de croire et d’être sauvés.12 οι δε σπειρομενοι παρα την οδον ειναι οι ακουοντες, επειτα ερχεται ο διαβολος και αφαιρει τον λογον απο της καρδιας αυτων, δια να μη πιστευσωσι και σωθωσιν.
13 Ce qui est tombé sur la pierre, ce sont ceux qui accueillent la parole avec joie lorsqu’ils l’entendent, mais ils n’ont pas de racines: ils ne croient que pour un temps et, venu le temps de l’épreuve, ils se retirent.13 Οι δε επι της πετρας ειναι εκεινοι οιτινες, οταν ακουσωσι, μετα χαρας δεχονται τον λογον, και ουτοι ριζαν δεν εχουσιν, οιτινες προς καιρον πιστευουσι και εν καιρω πειρασμου αποστατουσι.
14 Ce qui est tombé dans les épines, ce sont ceux qui entendent mais avec le temps se laissent étouffer par les soucis, la richesse et les plaisirs de la vie: ils n’arriveront pas à maturité.14 Το δε πεσον εις τας ακανθας, ουτοι ειναι εκεινοι οιτινες ηκουσαν, και υπο μεριμνων και πλουτου και ηδονων του βιου υπαγουσι και συμπνιγονται και δεν τελεσφορουσι.
15 Ce qui est tombé dans la belle terre, ce sont ceux qui entendent la parole avec un cœur sincère et généreux; ils la gardent, et portent du fruit par leur persévérance.15 Το δε εις την καλην γην, ουτοι ειναι εκεινοι, οιτινες ακουσαντες τον λογον, κρατουσιν εν καρδια καλη και αγαθη και καρποφορουσιν εν υπομονη.
16 “Quand on a allumé une lampe, on ne met pas une caisse par-dessus, on ne la cache pas sous un lit, mais on la met sur un lampadaire pour que ceux qui entrent voient la lumière.16 Ουδεις δε λυχνον αναψας, σκεπαζει αυτον με σκευος και θετει υποκατω κλινης, αλλα θετει επι του λυχνοστατου, δια να βλεπωσι το φως οι εισερχομενοι.
17 Il n’y a rien de caché qui ne doive être mis au jour, rien de secret qui ne doive être éclairci.17 Διοτι δεν υπαρχει κρυπτον, το οποιον δεν θελει γεινει φανερον; ουδε αποκρυφον, το οποιον δεν θελει γεινει γνωστον και ελθει εις το φανερον.
18 Faites donc bien attention à la manière dont vous écoutez! Car on donnera à celui qui produit, mais à celui qui n’apporte rien, on lui prendra même ce qu’il croit avoir.”18 Προσεχετε λοιπον πως ακουετε? διοτι οστις εχει, θελει δοθη εις αυτον, και οστις δεν εχει, και εκεινο το οποιον νομιζει οτι εχει θελει αφαιρεθη απ' αυτου.
19 Sa mère et ses frères vinrent à passer, mais ils ne pouvaient l’approcher à cause de la foule.19 Ηλθον δε προς αυτον η μητηρ και οι αδελφοι αυτου και δεν ηδυναντο δια τον οχλον να πλησιασωσιν αυτον.
20 Quelqu’un le prévient: "Ta mère et tes frères sont là dehors: ils veulent te voir.”20 Και απηγγελθη προς αυτον υπο τινων λεγοντων? Η μητηρ σου και οι αδελφοι σου ιστανται εξω θελοντες να σε ιδωσιν.
21 Jésus répond: "Ma mère et mes frères sont ceux qui écoutent la parole de Dieu et la mettent en pratique.”21 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Μητηρ μου και αδελφοι μου ειναι ουτοι, οι ακουοντες τον λογον του Θεου και πραττοντες αυτον.
22 Un jour Jésus monta dans la barque avec ses disciples et il leur dit: "Passons sur l’autre rive!” Ils gagnèrent donc le large22 Και εν μια των ημερων εισηλθεν εις πλοιον αυτος και οι μαθηται αυτου, και ειπε προς αυτους? Ας διελθωμεν εις το περαν της λιμνης? και εσηκωθησαν.
23 et, tandis qu’ils naviguaient, lui s’endormit. C’est alors qu’une rafale de vent s’abattit sur le lac; la barque prenait l’eau au point de les mettre en danger.23 Ενω δε επλεον, απεκοιμηθη. Και κατεβη ανεμοστροβιλος εις την λιμνην, και εγεμιζετο το πλοιον και εκινδυνευον.
24 Ils s’approchent, le réveillent et lui disent: "Maître! Maître! Nous sommes perdus!” Lui, à peine réveillé, rappelle à l’ordre le vent et les eaux déchaînées: ils s’apaisent et le calme revient.24 Προσελθοντες δε εξυπνησαν αυτον, λεγοντες? Επιστατα, Επιστατα, χανομεθα. Ο δε σηκωθεις επετιμησε τον ανεμον και την ταραχην του υδατος, και επαυσαν, και εγεινε γαληνη.
25 Alors il leur demande: "Où est votre foi?” Ils avaient eu peur, et maintenant ils étaient hors d’eux-mêmes et se disaient l’un à l’autre: "Qui est-il donc? Il commande même au vent et à la mer, et ils obéissent!”25 Ειπε δε προς αυτους, που ειναι η πιστις σας; Και φοβηθεντες εθαυμασαν, λεγοντες προς αλληλους? Τις λοιπον ειναι ουτος, οτι και τους ανεμους προσταζει και το υδωρ, και υπακουουσιν εις αυτον;
26 La traversée prit fin au pays des Géraséniens, de l’autre côté du lac, face à la Galilée.26 Και κατεπλευσαν εις την χωραν των Γαδαρηνων, ητις ειναι αντιπεραν της Γαλιλαιας.
27 Comme il débarquait, un homme de la ville, possédé par des démons, vint à sa rencontre. Depuis longtemps il ne portait plus de vêtements et ne restait plus dans une maison mais au milieu des tombes.27 Και καθως εξηλθεν επι την γην, υπηντησεν αυτον ανθρωπος τις εκ της πολεως, οστις ειχε δαιμονια απο χρονων πολλων, και ιματιον δεν ενεδυετο και εν οικια δεν εμενεν, αλλ' εν τοις μνημασιν.
28 Lorsqu’il vit Jésus, il poussa des hurlements et vint se jeter à terre en criant d’une voix forte: "Qu’est-ce que tu me veux, Jésus, fils du Dieu Très-Haut? Je t’en supplie: ne me torture pas!”28 Ιδων δε τον Ιησουν, ανεκραξε και προσεπεσεν εις αυτον και μετα φωνης μεγαλης ειπε? Τι ειναι μεταξυ εμου και σου, Ιησου, Υιε του Θεου του Υψιστου; δεομαι σου, μη με βασανισης.
29 En effet, Jésus ordonnait à l’esprit impur de sortir de cet homme. Bien des fois le démon s’était emparé de lui et l’avait entraîné dans le désert; dans ces moments c’était inutile de le lier avec des chaînes ou de lui entraver les pieds pour le retenir: il cassait tout.29 Διοτι προσεταξεν εις το πνευμα το ακαθαρτον να εξελθη απο του ανθρωπου. Επειδη προ πολλων χρονων ειχε συναρπασει αυτον, και εδεσμευετο με αλυσεις και εφυλαττετο με ποδοδεσμα και διασπων τα δεσμα, εφερετο υπο του δαιμονος εις τας ερημους.
30 Jésus l’interrogea: "Quel est ton nom?” Il répondit: "Légion!” Car de nombreux démons étaient entrés en lui,30 Και ηρωτησεν αυτον ο Ιησους, λεγων? Τι ειναι το ονομα σου; Ο δε ειπε? Λεγεων? διοτι δαιμονια πολλα εισηλθον εις αυτον?
31 et maintenant ils suppliaient Jésus: "Ne nous ordonne pas de retourner à l’abîme.”31 και παρεκαλουν αυτον να μη προσταξη αυτα να απελθωσιν εις την αβυσσον.
32 Or il y avait là des bandes de cochons qui cherchaient leur nourriture dans la montagne. Les démons le supplièrent de les laisser entrer dans les cochons et Jésus le leur permit.32 Ητο δε εκει αγελη χοιρων πολλων βοσκομενων εν τω ορει? και παρεκαλουν αυτον να επιτρεψη εις αυτα να εισελθωσιν εις εκεινους? και επετρεψεν εις αυτα.
33 Les démons sortirent donc de l’homme pour aller vers les cochons; le troupeau se précipita dans le lac du haut de la falaise et s’y noya.33 Εξελθοντα δε τα δαιμονια απο του ανθρωπου, εισηλθον εις τους χοιρους, και ωρμησεν η αγελη κατα του κρημνου εις την λιμνην και απεπνιγη.
34 Voyant cela, les gardiens du troupeau prirent la fuite et portèrent la nouvelle à la ville comme dans la campagne.34 Ιδοντες δε οι βοσκοι το γενομενον εφυγον, και απελθοντες απηγγειλαν εις την πολιν και εις τους αγρους.
35 Les gens sortirent pour voir ce qui était arrivé et vinrent jusqu’à Jésus. Près de lui ils trouvèrent assis, à ses pieds, cet homme dont les démons étaient sortis: il était habillé et il avait tout son bon sens. Alors tous ces gens prirent peur.35 Και εξηλθον δια να ιδωσι το γεγονος, και ηλθον προς τον Ιησουν και ευρον τον ανθρωπον, εκ του οποιου ειχον εξελθει τα δαιμονια, καθημενον παρα τους ποδας του Ιησου, ενδεδυμενον και σωφρονουντα? και εφοβηθησαν.
36 Les témoins leur racontèrent comment le démoniaque avait été délivré36 Διηγηθησαν δε προς αυτους και οι ιδοντες πως εσωθη ο δαιμονιζομενος.
37 et, pour finir, toute la population du secteur le pria de quitter les lieux, car ils étaient complètement terrifiés. Jésus monta dans la barque et s’en retourna.37 Και απαν το πληθος της περιχωρου των Γαδαρηνων παρεκαλεσαν αυτον να αναχωρηση απ' αυτων, διοτι κατειχοντο υπο μεγαλου φοβου, αυτος δε εμβας εις το πλοιον υπεστρεψεν.
38 L’homme dont les démons étaient sortis demandait à rester avec lui, mais Jésus le renvoya et lui dit:38 Ο δε ανθρωπος, εκ του οποιου ειχον εξελθει τα δαιμονια, παρεκαλει αυτον να ηναι μετ' αυτου? ο Ιησους ομως απελυσεν αυτον, λεγων.
39 "Retourne chez toi; là tu raconteras tout ce que Dieu a fait pour toi.” Et l’homme s’en alla raconter par toute la ville les merveilles que Jésus avait faites pour lui.39 Επιστρεψον εις τον οικον σου και διηγου οσα εκαμεν εις σε ο Θεος? και ανεχωρησε κηρυττων καθ' ολην την πολιν οσα εκαμεν εις αυτον ο Ιησους.
40 Il y avait du monde pour accueillir Jésus à son retour, car tous l’attendaient.40 Οτε δε υπεστρεψεν ο Ιησους, υπεδεχθη αυτον ο οχλος? διοτι παντες ησαν περιμενοντες αυτον.
41 Un homme du nom de Jaïre, président d’une synagogue, se présenta à ce moment. Il tomba aux pieds de Jésus et le supplia de venir chez lui,41 Και ιδου, ηλθεν ανθρωπος ονομαζομενος Ιαειρος, οστις ητο αρχων της συναγωγης και πεσων εις τους ποδας του Ιησου, παρεκαλει αυτον να εισελθη εις τον οικον αυτου,
42 car sa fille unique qui avait une douzaine d’années était sur le point de mourir. Comme Jésus s’y rendait, la foule le pressait au point de l’étouffer.42 διοτι ειχε θυγατερα μονογενη ως ετων δωδεκα, και αυτη απεθνησκεν. Ενω δε επορευετο, οι οχλοι συνεθλιβον αυτον.
43 C’est alors qu’une femme qui depuis douze ans souffrait d’hémorragies, et que personne n’avait pu guérir,43 Και γυνη τις εχουσα ρυσιν αιματος δωδεκα ετη, ητις δαπανησασα εις ιατρους ολον τον βιον αυτης δεν ηδυνηθη να θεραπευθη υπ' ουδενος,
44 s’approcha par derrière et vint toucher la frange de son manteau. Aussitôt l’hémorragie s’arrêta.44 πλησιασασα οπισθεν ηγγισε το ακρον του ιματιου αυτου, και παρευθυς εσταθη η ρυσις του αιματος αυτης.
45 Jésus demanda: "Qui m’a touché?” Tous s’en défendaient et Pierre lui dit: "Maître, c’est la foule qui te presse et te bouscule!”45 Και ειπεν ο Ιησους? Τις μου ηγγισε; και ενω ηρνουντο παντες, ειπεν ο Πετρος και οι μετ' αυτου? Επιστατα, οι οχλοι σε συμπιεζουσι και σε συνθλιβουσι, και λεγεις? Τις μου ηγγισεν;
46 Mais Jésus dit: "Quelqu’un m’a touché, j’ai senti qu’une force était sortie de moi.”46 Ο δε Ιησους ειπε? Μου ηγγισε τις? διοτι εγω ενοησα οτι εξηλθε δυναμις απ' εμου.
47 Se voyant découverte, la femme arriva toute tremblante et tomba à ses pieds. Devant tout le monde elle fit savoir pour quelle raison elle l’avait touché et comment elle avait été guérie à l’instant même.47 Ιδουσα δε η γυνη οτι δεν εκρυφθη, ηλθε τρεμουσα και προσπεσουσα εις αυτον, απηγγειλε προς αυτον ενωπιον παντος του λαου δια ποιαν αιτιαν ηγγισεν αυτον, και οτι παρευθυς ιατρευθη.
48 Alors Jésus lui dit: "Ma fille, ta foi t’a sauvée: va en paix!”48 Ο δε ειπε προς αυτην? Θαρρει, θυγατερ, η πιστις σου σε εσωσεν? υπαγε εις ειρηνην.
49 Il parlait encore lorsque quelqu’un arriva de chez le président de synagogue. C’était pour lui dire: "Ta fille est morte, tu n’as plus à déranger le Maître.”49 Ενω δε ελαλει ετι, ερχεται τις παρα του αρχισυναγωγου, λεγων προς αυτον οτι απεθανεν η θυγατηρ σου? μη ενοχλει τον Διδασκαλον.
50 Jésus l’entendit et il s’adressa au père: "Ne crains pas, crois seulement et elle sera sauvée.”50 Ο δε Ιησους ακουσας απεκριθη προς αυτον, λεγων? Μη φοβου? μονον πιστευε, και θελει σωθη.
51 Arrivé à la maison, il ne laissa entrer avec lui que Pierre, Jean et Jacques, ainsi que le père et la mère de l’enfant.51 Και οτε εισηλθεν εις την οικιαν, δεν αφηκεν ουδενα να εισελθη ειμη τον Πετρον και Ιακωβον και Ιωαννην και τον πατερα της κορης και την μητερα.
52 Tous étaient là qui pleuraient et se lamentaient, et lui leur dit: "Ne pleurez pas, elle n’est pas morte, elle dort!”52 Εκλαιον δε παντες και εθρηνουν αυτην. Ο δε ειπε? Μη κλαιετε? δεν απεθανεν, αλλα κοιμαται.
53 Mais on se moquait de lui car les gens savaient bien qu’elle était morte.53 Και κατεγελων αυτον, εξευροντες οτι απεθανεν.
54 Jésus la prit par la main et l’appela: "Enfant, lève-toi!”54 Αλλ' αυτος εκβαλων εξω παντας και πιασας την χειρα αυτης, εφωναξε λεγων? Κορασιον, σηκωθητι.
55 Son esprit revint en elle; aussitôt elle se leva, et Jésus insista pour qu’on lui donne à manger.55 Και υπεστρεψε το πνευμα αυτης, και ανεστη παρευθυς, και προσεταξε να δοθη εις αυτην να φαγη.
56 Ses parents étaient comme perdus; Jésus, lui, leur commanda de ne dire à personne ce qui était arrivé.56 Και εξεπλαγησαν οι γονεις αυτης. Ο δε παρηγγειλεν εις αυτους να μη ειπωσιν εις μηδενα το γεγονος.