Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Livre des Nombres 22


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Les Israélites partirent de là et campèrent dans les Steppes-de-Moab, de l’autre côté du Jourdain, à la hauteur de Jéricho.1 Και σηκωθεντες οι υιοι Ισραηλ εστρατοπεδευσαν εις τας πεδιαδας του Μωαβ, παρα τον Ιορδανην, κατεναντι της Ιεριχω.
2 Balak, fils de Sipor, vit tout ce qu’Israël avait fait aux Amorites.2 Και Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ ειδε παντα οσα εκαμεν ο Ισραηλ εις τους Αμορραιους.
3 Les Moabites furent pris d’une grande peur en voyant combien ce peuple était nombreux: c’était l’effroi en Moab à cause d’Israël.3 Και εφοβηθη ο Μωαβ τον λαον σφοδρα, διοτι ησαν πολλοι? και ητο ο Μωαβ εις αμηχανιαν εξ αιτιας των υιων Ισραηλ.
4 Les Moabites dirent donc aux anciens de Madian: “Cette foule va brouter toute la région, comme le bœuf broute l’herbe des champs!” Le roi de Moab était en ce temps-là Balak, fils de Sipor.4 Και ειπεν ο Μωαβ προς τους πρεσβυτερους του Μαδιαμ, Τωρα θελει καταφαγει το πληθος τουτο παντα τα περιξ ημων, καθως ο βους κατατρωγει τον χορτον της πεδιαδος. Και Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ ητο βασιλευς των Μωαβιτων κατ' εκεινον τον καιρον.
5 Il envoya chercher Balaam fils de Béor, à Pétor sur le fleuve, au pays des Ammonites. Il l’invita à venir en lui disant: “Un peuple sorti d’Égypte vient de s’étendre sur tout le pays et s’est établi en face de moi.5 Και απεστειλε πρεσβεις προς τον Βαλααμ, υιον του Βεωρ, εις Φεθορα, κειμενην πλησιον του ποταμου της γης των υιων του λαου αυτου, δια να προσκαλεση αυτον, λεγων, Ιδου, λαος εξηλθεν εξ Αιγυπτου? ιδου, περικαλυπτει το προσωπον της γης, και καθηται εναντιον μου?
6 Viens donc, je t’en prie, et maudis-moi ce peuple car il est plus puissant que moi. Peut-être alors pourrai-je le battre et le chasser du pays car, je le sais, celui que tu bénis est béni, et celui que tu maudis est maudit!”6 τωρα λοιπον ελθε, σε παρακαλω, καταρασθητι μοι τον λαον τουτον, διοτι ειναι δυνατωτερος μου? ισως υπερισχυσω, να παταξωμεν αυτους και να εκδιωξω αυτους εκ της γης? επειδη εξευρω, οτι οντινα ευλογησης ειναι ευλογημενος, και οντινα καταρασθης ειναι κατηραμενος.
7 Les anciens de Moab partirent avec ceux de Madian, les mains pleines de cadeaux pour le devin, et ils arrivèrent chez Balaam. Quand ils lui rapportèrent les paroles de Balak,7 Και υπηγαν οι πρεσβυτεροι του Μωαβ και οι πρεσβυτεροι του Μαδιαμ, φεροντες τα δωρα της μαντειας εις τας χειρας αυτων? και ηλθον προς Βαλααμ και ειπον προς αυτον τους λογους του Βαλακ.
8 Balaam leur dit: “Installez-vous chez moi pour la nuit, et je vous donnerai une réponse selon ce que Yahvé me dira.” Les chefs de Moab restèrent donc chez Balaam.8 Ο δε ειπε προς αυτους, Μεινατε ενταυθα ταυτην την νυκτα και θελω αποκριθη εις εσας ο, τι λαληση ο Κυριος προς εμε. Και εμειναν μετα του Βαλααμ οι αρχοντες του Μωαβ.
9 Dieu vint vers Balaam et lui dit: “Qui sont ces hommes installés chez toi?”9 Και ηλθεν ο Θεος εις τον Βαλααμ και ειπε, Τι θελουσιν οι ανθρωποι ουτοι μετα σου;
10 Balaam répondit à Dieu: “Balak, fils de Sipor, roi de Moab, me fait dire ceci:10 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Θεον, Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ, βασιλευς του Μωαβ, απεστειλε προς εμε λεγων,
11 Ce peuple sorti d’Égypte couvre tout le pays. Viens donc et maudis-le moi, peut-être pourrai-je lui résister et le chasser.”11 Ιδου, λαος εξηλθεν εξ Αιγυπτου και κατεκαλυψε το προσωπον της γης? ελθε τωρα, καταρασθητι μοι αυτον? ισως υπερισχυσω να νικησω αυτον και να εκδιωξω αυτον.
12 Mais Dieu dit à Balaam: “Tu n’iras pas avec eux et tu ne maudiras pas ce peuple, car il est béni.”12 Και ειπεν ο Θεος προς τον Βαλααμ, Μη υπαγης μετ' αυτων? μη καταρασθης τον λαον, διοτι ειναι ευλογημενος.
13 Balaam se leva de bon matin et dit aux chefs envoyés par Balak: “Retournez dans votre pays, car Yahvé a refusé de me laisser aller avec vous.”13 Και σηκωθεις την αυγην ο Βαλααμ ειπε προς τους αρχοντας του Βαλακ, Υπαγετε εις την γην σας? διοτι δεν μοι συγχωρει ο Κυριος να ελθω μεθ' υμων.
14 Les chefs de Moab se levèrent donc et retournèrent vers Balak: “Balaam, dirent-ils, a refusé de venir avec nous!”14 Και σηκωθεντες οι αρχοντες του Μωαβ, ηλθον προς τον Βαλακ και ειπον, Δεν θελει ο Βαλααμ να ελθη μεθ' ημων.
15 Balak envoya de nouveau des chefs plus nombreux et plus considérés que les premiers.15 Και ο Βαλακ απεστειλε παλιν αρχοντας περισσοτερους και εντιμοτερους τουτων?
16 Ils arrivèrent chez Balaam et lui dirent: “Voici ce que dit Balak, fils de Sipor: Je t’en prie, ne refuse pas de venir chez moi,16 και ηλθον προς τον Βαλααμ και ειπον προς αυτον, ουτω λεγει Βαλακ ο υιος του Σεπφωρ? Μη εμποδισθης, σε παρακαλω, να ελθης προς εμε?
17 je te traiterai royalement et je ferai tout ce que tu me diras; viens et maudis-moi ce peuple!”17 διοτι θελω σε τιμησει με μεγαλας τιμας, και θελω καμει παν ο, τι μοι ειπης? ελθε λοιπον, παρακαλω, καταρασθητι μοι τον λαον τουτον.
18 Balaam répondit aux serviteurs de Balak: “Même si Balak me donnait plein sa maison d’argent et d’or, je ne désobéirais pas à l’ordre de Yahvé, mon Dieu, que ce soit pour une petite ou pour une grande chose.18 Και απεκριθη ο Βαλααμ και ειπε προς τους δουλους του Βαλακ, Και εαν μοι δωση ο Βαλακ την οικιαν αυτου πληρη αργυριου και χρυσιου, δεν δυναμαι να παραβω τον λογον Κυριου του Θεου μου, δια να καμω ολιγωτερον η περισσοτερον?
19 Cependant, restez ici cette nuit, s’il vous plaît, pour que je sache ce que Yahvé veut me dire encore!”19 δια τουτο μεινατε ενταυθα, παρακαλω, και σεις την νυκτα ταυτην, δια να ιδω τι θελει ειπει οτι ο Κυριος προς εμε.
20 Cette nuit-là Dieu vint vers Balaam et lui dit: “Ces hommes sont venus pour t’inviter? Eh bien, pars avec eux, mais tu ne feras que ce que je te dirai!”20 Και ηλθεν ο Θεος προς τον Βαλααμ την νυκτα και ειπε προς αυτον, Εαν ελθωσιν οι ανθρωποι δια να σε καλεσωσι, σηκωθεις υπαγε μετ' αυτων? πλην ο, τι σοι ειπω, τουτο θελεις καμει.
21 Balaam se leva de bon matin, sella son ânesse et partit avec les chefs de Moab.21 Και εσηκωθη ο Βαλααμ το πρωι, και εσαμαρωσε την ονον αυτου και υπηγε μετα των αρχοντων του Μωαβ.
22 La colère de Dieu s’enflamma contre Balaam alors qu’il était en chemin. L’ange de Yahvé se posta sur le chemin pour lui barrer la route, tandis qu’il venait sur son ânesse accompagné de deux serviteurs.22 Και εξηφθη η οργη του Θεου οτι υπηγε? και εσταθη αγγελος Κυριου εν τη οδω εμπροσθεν αυτου, δια να εναντιωθη εις αυτον? αυτος δε εκαθητο επι της ονου αυτου και δυο δουλοι αυτου ησαν μετ' αυτου?
23 L’ânesse vit l’ange de Yahvé qui lui barrait la route, avec son épée dégainée à la main. L’ânesse fit un crochet par les champs et Balaam frappa son ânesse pour la ramener sur le chemin.23 και ιδουσα η ονος τον αγγελον του Κυριου ισταμενον εν τη οδω, και την ρομφαιαν αυτου γεγυμνωμενην εν τη χειρι αυτου, εξεκλινεν η ονος εκ της οδου και υπηγαινεν προς την πεδιαδα? και εκτυπησεν ο Βαλααμ την ονον, δια να επαναφερη αυτην εις την οδον.
24 Alors l’ange de Yahvé vint se poster dans un chemin creux au milieu des vignes: il y avait une clôture de chaque côté.24 Αλλ' ο αγγελος του Κυριου εσταθη εν μια στενη οδω των αμπελωνων, οπου ητο φραγμος εντευθεν και φραγμος εντευθεν?
25 L’ânesse vit l’ange de Yahvé; elle rasa le mur, écrasant le pied de Balaam contre la clôture, et Balaam la frappa de nouveau.25 και ιδουσα η ονος τον αγγελον του Κυριου, προσεθλιψεν εαυτην προς τον τοιχον και συνεθλιψε τον ποδα του Βαλααμ εις τον τοιχον? αυτος δε εκτυπησεν αυτην παλιν.
26 L’ange de Yahvé revint se poster plus en avant et s’arrêta à un endroit si étroit que l’on ne pouvait lui échapper ni à droite ni à gauche.26 Και ο αγγελος του Κυριου υπηγε παρεμπρος, και εσταθη εν στενω τοπω, οπου δεν ητο οδος δια να εκκλινη δεξια η αριστερα?
27 Quand l’ânesse vit l’ange de Yahvé, elle s’accroupit sous Balaam. Balaam, furieux, la frappa de son bâton.27 και ιδουσα η ονος τον αγγελον του Κυριου, συνεκαθησεν υποκατω του Βαλααμ? και θυμωθεις ο Βαλααμ, εκτυπησε την ονον δια της ραβδου.
28 Cette fois Yahvé ouvrit la bouche de l’ânesse et elle dit à Balaam: “Que t’ai-je fait pour que tu me frappes par trois fois?”28 Και ηνοιξεν ο Κυριος το στομα της ονου? και ειπε προς τον Βαλααμ, Τι σοι εκαμα, και με εκτυπησας τριτην ταυτην φοραν;
29 Balaam répondit à son ânesse: “Mais tu te moques de moi! Si j’avais une épée à la main, je te tuerais sur-le-champ!”29 Και ειπεν ο Βαλααμ προς την ονον, Διοτι με ενεπαιξας? ειθε να ειχον μαχαιραν εν τη χειρι μου, διοτι τωρα ηθελον σε θανατωσει.
30 L’ânesse dit à Balaam: “Ne suis-je pas ton ânesse, que tu montes depuis que tu es au monde jusqu’à ce jour? Est-ce que j’ai l’habitude d’agir de la sorte avec toi?” “Certes non!” répondit-il.30 Και η ονος ειπε προς τον Βαλααμ, Δεν ειμαι εγω η ονος σου, επι της οποιας εκαθιζες αφ' ου χρονου με εχεις εως της ημερας ταυτης; ημην ποτε συνειθισμενη να καμνω ουτως εις σε; Ο δε ειπεν, Ουχι.
31 Alors Yahvé ouvrit les yeux de Balaam: il vit l’ange de Yahvé debout en travers du chemin, son épée dégainée à la main. Il s’agenouilla et se prosterna le nez contre terre.31 Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους του Βαλααμ, και ειδε τον αγγελον του Κυριου ισταμενον εν τη οδω και την ρομφαιαν αυτου γεγυμνωμενην εν τη χειρι αυτου? και κυψας προσεκυνησεν επι προσωπον αυτου.
32 L’ange de Yahvé lui dit: “Pourquoi as-tu frappé ton ânesse à trois reprises? Je suis venu pour te barrer la route, car ce voyage ne me plaît pas.32 Και ειπε προς αυτον ο αγγελος του Κυριου, Δια τι εκτυπησας την ονον σου τριτην ταυτην φοραν; ιδου, εγω εξηλθον δια να σοι εναντιωθω, διοτι ο δρομος σου ειναι διεστραμμενος ενωπιον μου?
33 L’ânesse m’a vu et à trois reprises s’est détournée de moi. Si elle ne s’était pas détournée, je t’aurais tué sur-le-champ, et elle, je l’aurais laissée en vie.”33 και ιδουσα με η ονος εξεκλινεν απ' εμου τριτην ταυτην φοραν? αλλως, εαν δεν εξεκλινεν απ' εμου τωρα σε μεν ηθελον φονευσει, εκεινην δε ηθελον αφησει ζωσαν.
34 Balaam dit à l’ange de Yahvé: “J’ai peut-être péché, mais je ne savais pas que tu étais en travers de ma route. Si cela ne te plaît pas, je retourne chez moi.”34 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον αγγελον του Κυριου, Ημαρτησα? διοτι δεν ηξευρον οτι συ εστεκες εν τη οδω εναντιον μου? οθεν τωρα, εαν δεν ηναι αρεστον εις σε, επιστρεφω.
35 L’ange de Yahvé dit alors à Balaam: “Va avec ces messieurs! Mais tu ne diras que les paroles que je te dirai.” Balaam fit donc le chemin avec les chefs envoyés par Balak.35 Και ειπεν ο αγγελος του Κυριου προς τον Βαλααμ, Υπαγε μετα των ανθρωπων? πλην ο, τι σοι ειπω, τουτο θελεις λαλησει. Και υπηγεν ο Βαλααμ μετα των αρχοντων του Βαλακ.
36 Lorsque Balak apprit l’arrivée de Balaam, il sortit à sa rencontre à Ar-Moab, sur la frontière de l’Arnon à l’extrémité de son pays.36 Και ακουσας ο Βαλακ οτι ηρχετο ο Βαλααμ, εξηλθε να προυπαντηση αυτον, εως εις πολιν τινα του Μωαβ, κειμενην εν τοις οριοις του Αρνων, οστις ειναι το εσχατον οριον.
37 Balak dit à Balaam: “Ne t’avais-je pas envoyé des gens pour t’inviter? Pourquoi n’es-tu pas venu? Tu pensais sans doute que je n’allais pas bien te payer?”37 Και ειπεν ο Βαλακ προς τον Βαλααμ, Δεν απεστειλα προς σε μετα σπουδης να σε καλεσω; δια τι δεν ηλθες προς εμε; μηπως δεν ειμαι ικανος να σε τιμησω;
38 Balaam répondit à Balak: “Tu vois que j’arrive chez toi, mais que puis-je dire maintenant? Seulement les paroles que Dieu mettra dans ma bouche!”38 Και ειπεν ο Βαλααμ προς τον Βαλακ, Ιδου, ηλθον προς σε? εχω τωρα την δυναμιν να λαλησω τι; οντινα λογον βαλη ο Θεος εις το στομα μου, τουτον θελω λαλησει.
39 Balaam s’en alla donc avec Balak et ils arrivèrent à Kiryat-Housot.39 Και υπηγεν ο Βαλααμ μετα του Βαλακ, και ηλθον εις Κιριαθ-ουζωθ.
40 Balak sacrifia du gros et du petit bétail et en fit porter à Balaam et aux chefs venus avec lui.40 Και εθυσιασεν ο Βαλακ βοας και προβατα, και επεμψεν εξ αυτων προς τον Βαλααμ και προς τους αρχοντας τους μετ' αυτου.
41 Dès le matin Balak vint chercher Balaam et le fit monter à Bamot-Baal, car de là il pouvait voir une partie du peuple.41 Και το πρωι ελαβεν ο Βαλακ τον Βαλααμ, και ανεβιβασεν αυτον επι τους υψηλους τοπους του Βααλ, και εκειθεν ειδε την ακραν του λαου.