Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Livre des Lamentations 2


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Hélas! Le Seigneur dans sa colère, a mis en ténèbres la fille de Sion. Du ciel il a précipité sur terre la splendeur d’Israël. Il n’a plus vu au jour de sa colère, que c’était là l’estrade sous ses pieds.1 Πως περιεκαλυψεν ο Κυριος με νεφος την θυγατερα Σιων εν τη οργη αυτου, κατερριψεν απο του ουρανου εις την γην την δοξαν του Ισραηλ, και δεν ενεθυμηθη εν τη ημερα της οργης αυτου το υποποδιον των ποδων αυτου
2 Yahvé a détruit sans pitié, toutes les demeures de Jacob. Dans sa fureur Il a renversé les forteresses de la fille de Juda. Il a jeté à terre, il a déshonoré son roi et ses princes.2 Ο Κυριος κατεποντισε πασας τας κατοικιας του Ιακωβ και δεν εφεισθη? κατεστρεψεν εν τω θυμω αυτου τα οχυρωματα της θυγατρος Ιουδα? κατηδαφισεν αυτα? εβεβηλωσε το βασιλειον και τους αρχοντας αυτου.
3 Emporté par sa colère, il a brisé toute la force d’Israël. Il lui a tiré le bras en arrière, quand il voulait frapper l’ennemi; il a allumé dans Jacob un feu, et la flamme a dévoré de tous côtés.3 Συνεθλασεν εν τη εξαψει του θυμου αυτου παν το κερας του Ισραηλ? εστρεψεν οπισω την δεξιαν αυτου απ' εμπροσθεν του εχθρου? και εξηφθη κατα του Ιακωβ ως πυρ φλογερον, κατατρωγον τα περιξ.
4 Il a massacré tous ceux qu’on aimait dans les tentes de la fille de Sion; il a déversé sa colère comme un feu.4 Ενετεινε το τοξον αυτου ως εχθρος, εστησε την δεξιαν αυτου ως υπεναντιος, και εφονευσε παν το αρεστον εις τους οφθαλμους εν τη σκηνη της θυγατρος Σιων? εξεχεεν ως πυρ τον θυμον αυτου.
5 Yahvé s’est présenté en ennemi, il a ruiné Israël, détruisant tous ses palais, renversant ses forteresses; il a multiplié pour la fille de Juda, deuils et lamentations.5 Ο Κυριος εγεινεν ως εχθρος, κατεποντισε τον Ισραηλ? κατεποντισε παντα τα παλατια αυτου? ηφανισε τα οχυρωματα αυτου? και επληθυνεν εις την θυγατερα Ιουδα το πενθος και την θλιψιν.
6 Il a forcé la clôture de son jardin: il a démoli son Sanctuaire. Yahvé a fait cesser dans Sion, les fêtes et les sabbats. De colère il n’a plus voulu voir le roi ni le prêtre.6 Και εξεσπασε την σκηνην αυτου ως καλυβην κηπου? κατηφανισε τον τοπον των συναξεων αυτου? ο Κυριος εκαμε να λησμονηθη εν Σιων η εορτη και το σαββατον, και εν τη αγανακτησει της οργης αυτου απερριψε βασιλεα και ιερεα.
7 Yahvé s’est dégoûté de son autel: il a pris en horreur son Sanctuaire, il a fait tomber aux mains de l’ennemi, les murs de son palais; quel vacarme dans la maison de Yahvé! C’était pour eux un jour de fête.7 Ο Κυριος απεβαλε το θυσιαστηριον αυτου, εβδελυχθη το αγιαστηριον αυτου? συνεκλεισεν εν τη χειρι των εχθρων τα τειχη των παλατιων αυτης? ηλαλαξαν εν τω οικω του Κυριου ως εν ημερα εορτης.
8 Yahvé a renversé, il l’avait décidé, les remparts de la fille de Sion. Sa main a étendu le cordeau, il l’a ramenée quand tout était détruit. Jour de deuil pour le mur et l’avant-mur, tous deux sont dans un triste état.8 Ο Κυριος εβουλευθη να αφανιση το τειχος της θυγατρος Σιων? εξετεινε την σταθμην, δεν απεστρεψε την χειρα αυτου απο του να καταποντιζη, και εκαμε να πενθηση το περιτειχισμα και το τειχος? τα παντα ητονησαν ομου.
9 Ses portes sont là enterrées, les barres en sont tombées, brisées. Son roi et ses chefs sont en pays païen, il n’y a plus de loi. Plus rien ne vient aux prophètes: pas une vision qui soit de Yahvé.9 Αι πυλαι αυτης ενεπηχθησαν εις την γην? ηφανισε και κατεσυντριψε τους μοχλους αυτης? ο βασιλευς αυτης και οι αρχοντες αυτης ειναι εν τοις εθνεσι? νομος δεν υπαρχει? ουδε οι προφηται αυτης ευρισκουσιν ορασιν παρα Κυριου.
10 Les anciens de la fille de Sion assis par terre, se taisent; ils ont jeté la poussière sur leur tête, ils se sont habillés de sacs; et les vierges de Jérusalem, la tête baissée, regardent vers le sol.10 Οι πρεσβυτεροι της θυγατρος Σιων, καθηνται κατα γης, σιωπωντες? ανεβιβασαν χωμα επι την κεφαλην αυτων, εζωσθησαν σακκους? αι παρθενοι της Ιερουσαλημ κατεβιβασαν τας κεφαλας αυτων προς την γην.
11 Les larmes épuisaient mes yeux, mes intérieurs se défaisaient et mon foie se répandait à terre à voir les plaies de mon peuple, lorsque les petits, les enfants, défaillaient sur les places de la ville.11 Οι οφθαλμοι μου εμαρανθησαν υπο των δακρυων, τα εντοσθια μου ταραττονται, η χολη μου εξεχυθη εις την γην, δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου, επειδη τα νηπια και τα θηλαζοντα ελιποψυχουν εν ταις πλατειαις της πολεως.
12 Ils disaient à leurs mères: “Où sont le pain et le vin?” Ils défaillaient, comme blessés à mort; sur les places de la ville, et sur le sein de leur mère, ils rendaient l’âme.12 Ειπον προς τας μητερας αυτων, Που ειναι σιτος και οινος; Οποτε ελιποθυμουν εν ταις πλατειαις της πολεως ως ο τραυματιας, οποτε η ψυχη αυτων εξεχεετο εις τον κολπον των μητερων αυτων.
13 Que dirai-je de toi, qui est comme toi, fille de Jérusalem? Qui voudra te sauver et te consoler, vierge, fille de Sion? Ta blessure est énorme comme la mer, qui pourrait te guérir?13 Τινα να λαβω μαρτυρα εις σε; με τι να σε συγκρινω, θυγατηρ της Ιερουσαλημ; Με ποιον να σε εξομοιωσω δια να σε παρηγορησω, παρθενε, θυγατηρ Σιων; Διοτι ο συντριμμος σου ειναι μεγας ως η θαλασσα? τις δυναται να σε ιατρευση;
14 Tes prophètes avaient des visions: ce n’étaient qu’illusions, ils te mentaient. Ils n’ont pas dévoilé ton péché pour t’épargner un exil; ils t’ont donné des visions creuses, des mensonges où tu t’es laissé prendre.14 Οι προφηται σου ειδον περι σου ματαια και αφροσυνην, και δεν εφανερωσαν την ανομιαν σου, δια να αποστρεψωσι την αιχμαλωσιαν σου? αλλ' ειδον περι σου φορτια ματαια και προξενα εξωσεως.
15 Celui qui passe sur le chemin, quand il te voit frappe dans ses mains; on siffle, on secoue la tête: “Oui, c’est la fille de Jérusalem; n’était-ce pas la ville toute en beauté, la joie de toute la terre?”15 Παντες οι διαβαινοντες την οδον εκροτησαν επι σε χειρας? εσυριξαν και εσεισαν τας κεφαλας αυτων εις την θυγατερα της Ιερουσαλημ, λεγοντες, Αυτη ειναι η πολις, περι της οποιας ελεγετο, Η εντελεια της ωραιοτητος, η χαρα πασης της γης;
16 Tous tes ennemis ouvrent la bouche contre toi, ils sifflent et grincent des dents: “Nous l’avons engloutie, disent-ils, c’est le jour que nous attendions! C’est fait, cela s’est fait sous nos yeux!”16 Παντες οι εχθροι σου ηνοιξαν επι σε το στομα αυτων? εσυριξαν και ετριξαν τους οδοντας λεγοντες, Κατεπιομεν αυτην? αυτη τωοντι ειναι η ημερα, την οποιαν περιεμενομεν? ευρομεν, ειδομεν.
17 Yahvé l’avait décidé, il l’a réalisé; il a accompli sa parole. Depuis longtemps il avait averti: il a détruit sans pitié. Tu as fait la joie de tes ennemis quand il a fait triompher tes rivaux.17 Ο Κυριος εκαμεν ο, τι εβουλευθη? εξεπληρωσε τον λογον αυτου, τον οποιον διωρισεν απο ημερων αρχαιων? Κατεστρεψε και δεν εφεισθη, και ευφρανεν επι σε τον εχθρον? υψωσε το κερας των εναντιων σου.
18 Crie donc vers Yahvé, gémis, fille de Sion; que tes larmes de jour et de nuit coulent comme un torrent Ne t’arrête pas, ne retiens pas la source de tes larmes.18 Η καρδια αυτων εβοησε προς τον Κυριον, Τειχος της θυγατρος Σιων, καταβιβαζε ως χειμαρρον δακρυα ημεραν και νυκτα? μη δωσης παυσιν εις σεαυτον? ας μη σιωπηση η κορη των οφθαλμων σου.
19 Lève-toi et crie dans la nuit dès le début des rondes; laisse s’épancher ton coeur, appelle, frappe chez le Seigneur. Élève tes mains vers lui pour le salut de tes petits.19 Σηκωθητι, βοησον την νυκτα, οταν αρχιζωσιν αι φυλακαι? εκχεον την καρδιαν σου ως υδωρ εμπροσθεν του προσωπου του Κυριου? υψωσον προς αυτον τας χειρας σου, δια την ζωην των νηπιων σου, τα οποια λιποθυμουσιν απο της πεινης επι των ακρων πασων των οδων.
20 “Ô Yahvé, regarde et pense un moment: À qui en as-tu jamais fait voir de pareilles? Des femmes ont mangé leurs nourrissons, leurs petits enfants au berceau. Prêtres et prophètes ont été égorgés dans le Sanctuaire du Seigneur.20 Ιδε, Κυριε, και επιβλεψον, εις τινα ποτε εκαμες ουτω; Να φαγωσιν αι γυναικες τον καρπον της κοιλιας αυτων, τα νηπια εν τοις σπαργανοις αυτων; Να φονευθωσιν εν τω αγιαστηριω του Κυριου ιερευς και προφητης;
21 Enfants et vieillards, on les voit étendus sur le sol des rues; mes vierges et mes jeunes sont tombés sous l’épée. Tu as égorgé au jour de ta colère, tu as massacré sans pitié.21 Το παιδιον και ο γερων κοιτονται κατα γης εν ταις οδοις? αι παρθενοι μου και οι νεανισκοι μου επεσον εν μαχαιρα? εφονευσας εν τη ημερα της οργης σου, κατεσφαξας, δεν εφεισθης.
22 Tu as invité à la fête tous ceux qu’autour de moi je redoutais. Quand est venue la colère de Yahvé, il n’y a eu ni rescapé, ni fuyard; mon ennemi a exterminé ceux que j’avais bercés et nourris.”22 Προσεκαλεσας πανταχοθεν, ως εν ημερα πανηγυρεως, τους τρομους μου, και ουδεις εσωθη ουδε υπελειφθη εν τη ημερα της οργης του Κυριου? εκεινους, τους οποιους εσπαργανωσα και ηυξησα, ο εχθρος μου συνετελεσεν αυτους.