Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 42


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Jacob apprit qu’il y avait du blé en Égypte; il dit à ses fils: “Pourquoi restez-vous à vous regarder les uns les autres?”1 Και ειδεν ο Ιακωβ οτι ευρισκετο σιτος εν Αιγυπτω? και ειπεν ο Ιακωβ προς τους υιους αυτου, Τι βλεπετε ο εις τον αλλον;
2 Il ajouta: “J’ai entendu dire qu’il y a du blé en Égypte. Descendez-y donc, achetez-nous du blé, c’est une question de vie ou de mort.”2 Και ειπεν, Ιδου, ηκουσα οτι ευρισκεται σιτος εν Αιγυπτω? καταβητε εκει και αγορασατε δι' ημας εκειθεν, δια να ζησωμεν και να μη αποθανωμεν.
3 Les frères de Joseph descendirent donc à dix pour acheter du blé en Égypte.3 Και κατεβησαν οι δεκα αδελφοι του Ιωσηφ δια να αγορασωσι σιτον εξ Αιγυπτου.
4 Jacob n’avait pas envoyé Benjamin, le frère de Joseph, avec ses frères, car il se disait: “Il ne faudrait pas qu’il lui arrive malheur!”4 τον Βενιαμιν ομως, τον αδελφον του Ιωσηφ, δεν απεστειλεν ο Ιακωβ μετα των αδελφων αυτου? διοτι ειπε, Μηπως συμβη εις αυτον συμφορα.
5 Les fils d’Israël arrivèrent donc avec tous ceux qui entraient dans le pays pour acheter du blé, car la famine régnait en Canaan.5 Και ηλθον οι υιοι του Ισραηλ δια να αγορασωσι σιτον μεταξυ των εκει ερχομενων? διοτι η πεινα ητο εν τη γη Χανααν.
6 Comme Joseph était le premier ministre du pays, c’est lui qui vendait le blé à tous les gens du pays. Quand les frères de Joseph arrivèrent, ils se prosternèrent devant lui la face contre terre.6 Ο Ιωσηφ δε ητο ο διοικητης του τοπου? αυτος επωλει εις παντα τον λαον του τοπου? ηλθον λοιπον οι αδελφοι του Ιωσηφ και προσεκυνησαν αυτον επι προσωπον εως εδαφους.
7 Joseph vit ses frères et les reconnut, mais il ne se fit pas reconnaître par eux. Il leur parla même sévèrement: “D’où venez-vous?” leur dit-il. “De Canaan, répondirent-ils, pour acheter du blé et avoir de quoi manger.”7 Ιδων δε ο Ιωσηφ τους αδελφους αυτου, εγνωρισεν αυτους? προσεποιηθη ομως τον ξενον προς αυτους και ελαλει προς αυτους σκληρα? και ειπε προς αυτους, Ποθεν ερχεσθε; οι δε ειπον, Εκ της γης Χανααν, δια να αγορασωμεν τροφας.
8 Joseph avait reconnu ses frères, mais eux ne l’avaient pas reconnu.8 Και ο μεν Ιωσηφ εγνωρισε τους αδελφους αυτου? εκεινοι ομως δεν εγνωρισαν αυτον.
9 Joseph se souvint alors des songes qu’il avait eus à leur sujet. Il leur dit: “Vous êtes des espions! C’est pour voir les secrets du pays que vous êtes venus.”9 Και ενεθυμηθη ο Ιωσηφ τα ενυπνια, τα οποια ενυπνιασθη περι αυτων? και ειπε προς αυτους, Κατασκοποι εισθε? ηλθετε να παρατηρησητε τα γυμνα του τοπου.
10 “Non, mon seigneur, répondirent-ils, tes serviteurs sont venus pour acheter du blé et pouvoir manger.10 Οι δε ειπον προς αυτον, Ουχι, κυριε μου? αλλ' ηλθομεν οι δουλοι σου δια να αγορασωμεν τροφας?
11 Nous sommes tous fils d’un même père, nous disons la vérité. Tes serviteurs ne sont pas des espions.”11 ημεις παντες ειμεθα υιοι ενος ανθρωπου? καλοι ανθρωποι ειμεθα? οι δουλοι σου δεν ειναι κατασκοποι.
12 Il leur dit: “Non! C’est pour voir les secrets du pays que vous êtes venus!”12 Και ειπε προς αυτους, Ουχι, αλλα τα γυμνα του τοπου ηλθετε δια να παρατηρησητε.
13 Ils répondirent: “Tes serviteurs étaient douze frères, fils d’un même père en Canaan. Le plus petit est avec notre père en ce moment, et l’autre n’est plus.”13 Οι δε ειπον, Οι δουλοι σου ειμεθα δωδεκα αδελφοι, υιοι ενος ανθρωπου εν τη γη Χανααν? και ιδου, ο νεωτερος ευρισκεται σημερον μετα του πατρος ημων, ο δε αλλος δεν υπαρχει.
14 Joseph leur dit: “J’ai dit que vous êtes des espions!14 Και ειπε προς αυτους ο Ιωσηφ, τουτο ειναι το οποιον σας ειπα λεγων, Κατασκοποι εισθε.
15 Mais je vais vous mettre à l’épreuve. Par la vie du Pharaon, vous ne partirez pas d’ici avant que votre plus jeune frère ne soit venu.15 Με τουτο θελετε δοκιμασθη? Μα την ζωην του Φαραω δεν θελετε εξελθει εντευθεν, εαν δεν ελθη εδω ο αδελφος σας ο νεωτερος?
16 Envoyez l’un d’entre vous chercher votre frère, et durant ce temps vous resterez en prison pour que l’on vérifie vos paroles; on verra bien si vous dites la vérité. Sinon, aussi vrai que Pharaon est vivant, vous n’êtes que des espions.”16 αποστειλατε ενα απο σας και ας φερη τον αδελφον σας? σεις δε θελετε μενει δεσμιοι, εωσου αποδειχθωσιν οι λογοι σας, αν λεγητε την αληθειαν? ει δε μη, μα την ζωην του Φαραω, κατασκοποι βεβαιως εισθε.
17 Il les enferma donc pendant trois jours.17 Και εθεσεν αυτους υπο φυλαξιν τρεις ημερας.
18 Le troisième jour, Joseph leur dit: “Je veux que vous puissiez vivre, car je crains Dieu.18 Και την τριτην ημεραν ειπε προς αυτους ο Ιωσηφ, τουτο καμετε και θελετε ζησει διοτι εγω φοβουμαι τον Θεον?
19 Si vous avez dit la vérité, qu’un seul d’entre vous reste enfermé ici dans la prison, et les autres s’en iront avec le blé pour que vos familles ne connaissent pas la faim.19 Εαν ησθε καλοι, εις εκ των αδελφων σας ας μεινη δεσμιος εν τη φυλακη, οπου εισθε? σεις δε υπαγετε, λαβετε σιτον δια την πειναν των οικιων σας?
20 Puis vous ramènerez votre plus jeune frère afin que l’on vérifie vos paroles: ainsi vous ne mourrez pas.” On fit ainsi.20 φερετε ομως προς εμε τον αδελφον σας τον νεωτερον? ουτω θελουσιν αληθευσει οι λογοι σας και δεν θελετε αποθανει. Και εκαμον ουτω.
21 Ils se disaient l’un à l’autre: “Hélas! Nous sommes en train de payer à cause de notre frère; nous avons vu son angoisse quand il nous suppliait et nous avons refusé de l’entendre. C’est pour cela que tout ce malheur nous arrive.”21 Και ειπεν ο εις προς τον αλλον, Αληθως ενοχοι ειμεθα δια τον αδελφον ημων, καθοτι ειδομεν την θλιψιν της ψυχης αυτου, οτε παρεκαλει ημας και δεν εισηκουσαμεν αυτου? δια τουτο επηλθεν εφ' ημας η θλιψις αυτη.
22 Alors Ruben leur dit: “Ne vous avais-je pas avertis: Ne péchez pas contre cet enfant! Mais vous avez refusé de m’entendre, et aujourd’hui, nous payons pour sa mort.”22 Απεκριθη δε ο Ρουβην προς αυτους λεγων, Δεν ειπον προς εσας λεγων, Μη αμαρτησητε κατα του παιδιου, και δεν εισηκουσατε; δια τουτο, ιδου, και το αιμα αυτου εκζητειται.
23 Ils ne savaient pas que Joseph comprenait tout, car il leur avait parlé avec un interprète.23 Και αυτοι δεν ηξευρον οτι ενοει ο Ιωσηφ? διοτι συνωμιλουν δι' ερμηνεως.
24 Joseph s’éloigna d’eux pour pleurer. Puis il revint vers eux, et de nouveau leur parla. Il prit l’un d’eux, Siméon, et le fit enchaîner sous leurs yeux.24 Και συρθεις απο πλησιον αυτων εκλαυσε? και παλιν επεστρεψε προς αυτους και ελαλει εις αυτους? και ελαβεν εξ αυτων τον Συμεων και εδεσεν αυτον ενωπιον αυτων.
25 Ensuite, Joseph ordonna de remplir de blé leurs sacs, de remettre l’argent de chacun dans son sac, et de leur donner des provisions pour la route. C’est ce que l’on fit.25 Τοτε προσεταξεν ο Ιωσηφ να γεμισωσι τα αγγεια αυτων σιτον και να επιστρεψωσι το αργυριον εκαστου εν τω σακκιω αυτου και να δωσωσιν εις αυτους ζωοτροφιαν δια την οδον? και εγεινεν εις αυτους ουτω.
26 Ils emportèrent donc leur blé sur leurs ânes et ils s’en retournèrent.26 Και φορτωσαντες τον σιτον αυτων επι τους ονους αυτων, ανεχωρησαν εκειθεν.
27 À la halte de la nuit, l’un deux ouvrit son sac pour donner du fourrage à son âne, et il aperçut son argent à l’entrée de son sac.27 Οτε δε εις εξ αυτων ελυσε το σακκιον αυτου, δια να δωση εις τον ονον αυτου τροφην εν τω καταλυματι, ειδε το αργυριον αυτου, και ιδου, ητο εν τω στοματι του σακκιου αυτου.
28 Il dit à ses frères: “On m’a rendu mon argent, il est là de nouveau dans mon sac!” Très inquiets, ils se regardèrent alors l’un l’autre en tremblant. “Qu’est-ce que Dieu nous a fait là?” dirent-ils.28 Και ειπε προς τους αδελφους αυτου, το αργυριον μου μοι εδοθη οπισω και μαλιστα ιδου, ειναι εν τω σακκιω μου? και εξεπλαγη η καρδια αυτων και συνεταραχθησαν, λεγοντες προς αλληλους, Τι ειναι τουτο, το οποιον μας εκαμεν ο Θεος;
29 Quand ils arrivèrent en Canaan, près de leur père Jacob, ils lui racontèrent toutes leurs aventures:29 Ηλθον δε προς Ιακωβ τον πατερα αυτων εις την γην Χανααν και απηγγειλαν προς αυτον παντα τα συμβαντα εις αυτους, λεγοντες,
30 “L’homme qui dirige le pays nous a parlé sévèrement et nous a traités d’espions.30 Ο ανθρωπος, ο κυριος του τοπου, ελαλησε προς ημας σκληρα και εξελαβεν ημας ως κατασκοπους του τοπου.
31 Nous lui avons répondu: ‘Nous disons la vérité, nous ne sommes pas des espions.31 Και ειπομεν εις αυτον, Ειμεθα καλοι ανθρωποι δεν ειμεθα κατασκοποι?
32 Nous étions douze frères, fils d’un même père. L’un d’entre nous n’est plus, et le plus jeune est en ce moment avec notre père en Canaan.’32 δωδεκα αδελφοι ειμεθα, υιοι του πατρος ημων? ο εις δεν υπαρχει ο δε νεωτερος ειναι την σημερον μετα του πατρος ημων εν τη γη Χανααν.
33 Alors ce maître du pays nous a dit: ‘C’est bien là que je vais voir si vous dites la vérité: laissez près de moi l’un d’entre vous, prenez de quoi mettre vos familles à l’abri de la famine, et partez!33 Ειπε δε προς ημας ο ανθρωπος, ο κυριος του τοπου, Με τουτο θελω γνωρισει οτι εισθε καλοι ανθρωποι? ενα εκ των αδελφων σας αφησατε μετ' εμου, και λαβοντες σιτον δια την πειναν των οικιων σας απελθετε?
34 Puis vous me ramènerez votre plus jeune frère, et je verrai que vous n’êtes pas des espions mais que vous dites bien la vérité. Je vous rendrai votre frère et vous pourrez circuler librement dans le pays.’ ”34 και φερετε προς εμε τον αδελφον σας τον νεωτερον? τοτε θελω γνωρισει οτι δεν εισθε κατασκοποι, αλλ' εισθε καλοι? και θελω σας αποδωσει τον αδελφον σας και θελετε εμπορευεσθαι εν τω τοπω.
35 Or, comme ils vidaient leurs sacs, chacun trouva dans son sac une bourse avec son argent. Quand ils virent, et leur père aussi, les bourses avec leur argent, ils eurent peur.35 Και οτε εκενουν τα σακκια αυτων, ιδου, εκαστου το κομβοδεμα του αργυριου ητο εν τω σακκιω αυτου? και ιδοντες αυτοι και ο πατηρ αυτων τα κομβοδεματα του αργυριου αυτων, εφοβηθησαν.
36 Leur père Jacob leur dit alors: “Vous me privez de mes enfants: Joseph n’est plus, Siméon n’est plus, et vous voulez me prendre Benjamin! C’est sur moi que retombe tout cela.”36 Και ειπε προς αυτους Ιακωβ ο πατηρ αυτων, Σεις με ητεκνωσατε? ο Ιωσηφ δεν υπαρχει και ο Συμεων δεν υπαρχει, και τον Βενιαμιν θελετε λαβει επ' εμε ηλθον παντα ταυτα.
37 Ruben dit à son père: “Tu pourras mettre à mort mes deux fils, si je ne te ramène pas Benjamin. Confie-le moi, et je le ferai revenir près de toi.”37 Ειπε δε ο Ρουβην προς τον πατερα αυτου λεγων, τους δυο υιους μου θανατωσον, εαν δεν φερω αυτον προς σε? παραδος αυτον εις την χειρα μου και εγω θελω επαναφερει αυτον προς σε.
38 Jacob lui répondit: “Mon fils ne descendra pas avec vous, car son frère est mort et il reste seul. S’il lui arrivait malheur au cours de votre aventure, vous feriez descendre mes cheveux blancs dans la tristesse au séjour des morts.”38 Ο δε ειπε, δεν θελει καταβη ο υιος μου μεθ' υμων? διοτι ο αδελφος αυτου απεθανε και αυτος μονος εμεινε? και εαν συμβη εις αυτον συμφορα εν τη οδω, οπου υπαγετε, τοτε θελετε καταβιβασει την πολιαν μου μετα λυπης εις τον ταφον.