1 אֶחָי גַּם כִּי־יִתָּפֵשׂ אִישׁ מִכֶּם בַּעֲבֵרָה אַתֶּם אַנְשֵׁי הָרוּחַ תְּקִימֻהוּ בְּרוּחַ עֲנָוָה וְהִשָּׁמֵר לְנַפְשְׁךָ פֶּן־תָּבֹא לִידֵי־נִסָּיוֹן גַּם־אָתָּה | 1 Αδελφοι, και εαν ανθρωπος απερισκεπτως πεση εις κανεν αμαρτημα, σεις οι πνευματικοι διορθονετε τον τοιουτον με πνευμα πραοτητος, προσεχων εις σεαυτον, μη και συ πειρασθης. |
2 שְׂאוּ אִישׁ אֶת־מַשָּׂא רֵעֵהוּ בְּזֹאת תְּמַלְאוּ אֶת־תּוֹרַת הַמָּשִׁיחַ | 2 Αλληλων τα βαρη βασταζετε και ουτως εκπληρωσατε τον νομον του Χριστου. |
3 כִּי הַחשֵׁב אֶת־עַצְמוֹ לִהְיוֹת־מָה וְאֵינֶנּוּ מְאוּמָה אֶת־נַפְשׁוֹ הוּא מְרַמֶּה | 3 Διοτι εαν τις νομιζη οτι ειναι τι ενω ειναι μηδεν, εαυτον εξαπατα. |
4 אֲבָל יִבְחַן כָּל־אִישׁ אֶת־מַעֲשֵׂהוּ וְאָז לוֹ לְבַדּוֹ תִּהְיֶה תְהִלָּתוֹ וְלֹא לְנֶגֶד אַחֵר | 4 Αλλ' εκαστος ας εξεταζη το εαυτου εργον, και τοτε εις εαυτον μονον θελει εχει το καυχημα και ουχι εις τον αλλον? |
5 כִּי כָל־אִישׁ אֶת־מַשָּׂאוֹ יִשָּׂא | 5 διοτι εκαστος το εαυτου φορτιον θελει βαστασει. |
6 הַמְלֻמָּד בַּדָּבָר יַחֲלֹק מִכָּל־טוּבוֹ לִמְלַמְּדֵהוּ | 6 Ο δε κατηχουμενος τον λογον ας καμνη τον κατηχουντα μετοχον εις παντα τα αγαθα αυτου. |
7 אַל־תִּתְעוּ לֹא־יִתֵּן אֱלֹהִים לְהָתֵל בּוֹ כִּי מַה־שֶּׁזֹּרֵעַ הָאָדָם אֹתוֹ יִקְצֹר | 7 Μη πλανασθε, ο Θεος δεν εμπαιζεται? επειδη ο, τι αν σπειρη ο ανθρωπος, τουτο και θελει θερισει? |
8 הַזֹּרֵעַ בִּבְשָׂרוֹ יִקְצֹר כִּלָּיוֹן מִבְּשָׂרוֹ וְהַזֹּרֵעַ בָּרוּחַ יִקְצֹר מִן־הָרוּחַ חַיֵּי עוֹלָם | 8 διοτι ο σπειρων εις την σαρκα εαυτου θελει θερισει εκ της σαρκος φθοραν, αλλ' ο σπειρων εις το Πνευμα θελει θερισει εκ του Πνευματος ζωην αιωνιον. |
9 וַאֲנַחְנוּ אַל־נִלְאֶה בַּעֲשׂוֹת הַטּוֹב כִּי־נִקְצֹר בְּעִתּוֹ אִם־לֹא נִרְפֶּה | 9 Ας μη αποκαμνωμεν δε πραττοντες το καλον? διοτι εαν δεν αποκαμνωμεν, θελομεν θερισει εν τω δεοντι καιρω. |
10 לָכֵן כַּאֲשֶׁר הָעֵת בְּיָדֵנוּ נַעֲשֶׂה־נָּא אֶת־הַטּוֹב עִם־כָּל־אָדָם וּבְיוֹתֵר עִם־בְּנֵי אֱמוּנָתֵנוּ | 10 Αρα λοιπον ενοσω εχομεν καιρον, ας εργαζωμεθα το καλον προς παντας, μαλιστα δε προς τους οικειους της πιστεως. |
11 רְאוּ־נָא מַה־גָּדוֹל הַכְּתָב אֲשֶׁר כָּתַבְתִּי אֲלֵיכֶם בְּיָדִי | 11 Ιδετε ποσον μακραν επιστολην σας εγραψα με την χειρα μου. |
12 הַחֲפֵצִים לְהִתְהַדֵּר בַּבָּשָׂר מַכְרִיחִים אֶתְכֶם לְהִמּוֹל רַק לְמַעַן לֹא־יֵרָדְפוּ עַל־צְלָב הַמָּשִׁיחַ | 12 Οσοι θελουσι να αρεσκωσι κατα την σαρκα, ουτοι σας αναγκαζουσι να περιτεμνησθε, μονον δια να μη διωκωνται δια τον σταυρον του Χριστου. |
13 כִּי גַם־הֵם הַנִּמּוֹלִים אֵינָם שֹׁמְרִים אֶת־הַתּוֹרָה אֶלָּא רְצוֹנָם שֶׁתִּמּוֹלוּ לְמַעַן יִתְהַלְלוּ בִּבְשַׂרְכֶם | 13 Διοτι ουδε οι περιτεμνομενοι αυτοι φυλαττουσι τον νομον? αλλα θελουσι να περιτεμνησθε σεις, δια να εχωσι καυχησιν εις την σαρκα σας. |
14 וְאָנֹכִי חָלִילָה לִּי מֵהִתְהַלֵּל זוּלָתִי בִּצְלָב אֲדֹנֵינוּ יֵשׁוּעַ הַמָּשִׁיחַ אֲשֶׁר־בּוֹ הָעוֹלָם נִצְלַב־לִי וַאֲנִי נִצְלָב לָעוֹלָם | 14 Εις εμε δε μη γενοιτο να καυχωμαι ειμη εις τον σταυρον του Κυριου ημων Ιησου Χριστου, δια του οποιου ο κοσμος εσταυρωθη ως προς εμε και εγω ως προς τον κοσμον. |
15 כִּי בַמָּשִׁיחַ יֵשׁוּעַ גַּם־הַמִּילָה גַּם־הָעָרְלָה אֵינָן נֶחֱשָׁבוֹת כִּי אִם־בְּרִיאָה חֲדָשָׁה | 15 Διοτι εν Χριστω Ιησου ουτε περιτομη ισχυει τι ουτε ακροβυστια, αλλα νεα κτισις. |
16 וְכָל־הַמִּתְהַלְּכִים כְּפִי הַשּׁוּרָה הַזֹּאת שָׁלוֹם וְרַחֲמִים עֲלֵיהֶם וְעַל־יִשְׂרָאֵל אֲשֶׁר לֵאלֹהִים | 16 Και οσοι περιπατησωσι κατα τον κανονα τουτον, ειρηνη επ' αυτους και ελεος, και επι τον Ισραηλ του Θεου. |
17 מֵעַתָּה אִישׁ אַל־יַלְאֵנִי עוֹד כִּי אֶת־חַבּוּרוֹת הָאָדוֹן יֵשׁוּעַ אֲנִי נֹשֵׂא בִּגְוִיָּתִי | 17 Εις το εξης μηδεις ας μη διδη εις εμε ενοχλησιν? διοτι εγω βασταζω τα στιγματα του Κυριου Ιησου εν τω σωματι μου. |
18 חֶסֶד יֵשׁוּעַ הַמָּשִׁיחַ אֲדֹנֵינוּ יְהִי עִם־רוּחֲכֶם אֶחָי אָמֵן | 18 Η χαρις του Κυριου ημων Ιησου Χριστου ειη μετα του πνευματος υμων, αδελφοι? αμην. |