Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΙΕΖΕΚΙΗΛ - Ezechiele - Ezekiel 17


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο λογος κυριου προς με λεγων1 Az Úr ezt a szózatot intézte hozzám:
2 υιε ανθρωπου διηγησαι διηγημα και ειπον παραβολην προς τον οικον του ισραηλ2 »Emberfia, adj fel talányt és mondj példázatot Izrael házának,
3 και ερεις ταδε λεγει κυριος ο αετος ο μεγας ο μεγαλοπτερυγος ο μακρος τη εκτασει πληρης ονυχων ος εχει το ηγημα εισελθειν εις τον λιβανον και ελαβε τα επιλεκτα της κεδρου3 és mondd: Így szól az Úr Isten: A hatalmas, nagyszárnyú sas, hatalmas szárnycsapásokkal, sűrű, tarka tollazattalelment a Libanonra, és elvitte egy cédrusfa hegyét.
4 τα ακρα της απαλοτητος απεκνισεν και ηνεγκεν αυτα εις γην χανααν εις πολιν τετειχισμενην εθετο αυτα4 Legfelső ágát letörte és átvitte a kereskedők országába; a kereskedők városába tette le.
5 και ελαβεν απο του σπερματος της γης και εδωκεν αυτο εις το πεδιον φυτον εφ' υδατι πολλω επιβλεπομενον εταξεν αυτο5 S vett az ország magvából és a vetésre váró földbe helyezte, hogy gyökeret verjen a bőséges víz mellett; a föld színére helyezte.
6 και ανετειλεν και εγενετο εις αμπελον ασθενουσαν και μικραν τω μεγεθει του επιφαινεσθαι αυτην τα κληματα αυτης επ' αυτην και αι ριζαι αυτης υποκατω αυτης ησαν και εγενετο εις αμπελον και εποιησεν απωρυγας και εξετεινεν την αναδενδραδα αυτης6 Az kisarjadzott és szélesen elterülő, alacsony tőkéjű szőlővé növekedett, hogy ágai feléje forduljanak és gyökerei alatta legyenek. Szőlővé lett tehát, venyigéket növesztett és hajtásokat eresztett.
7 και εγενετο αετος ετερος μεγας μεγαλοπτερυγος πολυς ονυξιν και ιδου η αμπελος αυτη περιπεπλεγμενη προς αυτον και αι ριζαι αυτης προς αυτον και τα κληματα αυτης εξαπεστειλεν αυτω του ποτισαι αυτην συν τω βωλω της φυτειας αυτης7 Volt egy másik hatalmas, nagyszárnyú, sűrű tollazatú sas is; és íme, az a szőlő mintha efelé nyújtotta volna gyökereit, efelé terjesztette volna ki vesszeit, hogy ez táplálja őt nedvességgel ültetésének ágyaiból.
8 εις πεδιον καλον εφ' υδατι πολλω αυτη πιαινεται του ποιειν βλαστους και φερειν καρπον του ειναι εις αμπελον μεγαλην8 Jó földbe, sok víz mellé volt ültetve, hogy lombot hajtson és gyümölcsöt teremjen, hogy nagy szőlőtővé legyen.
9 δια τουτο ειπον ταδε λεγει κυριος ει κατευθυνει ουχι αι ριζαι της απαλοτητος αυτης και ο καρπος σαπησεται και ξηρανθησεται παντα τα προανατελλοντα αυτης και ουκ εν βραχιονι μεγαλω ουδ' εν λαω πολλω του εκσπασαι αυτην εκ ριζων αυτης9 És mondd: Így szól az Úr Isten: Vajon jól fog-e járni? Vajon az nem fogja-e kitépni gyökereit, leszakítani gyümölcseit és elfonnyasztani minden kisarjadt vesszejét, hogy elszáradjon? Nem is kell hozzá sem hatalmas kar, sem nagyszámú nép, hogy gyökerestül kitépje!
10 και ιδου πιαινεται μη κατευθυνει ουχ αμα τω αψασθαι αυτης ανεμον τον καυσωνα ξηρανθησεται ξηρασια συν τω βωλω ανατολης αυτης ξηρανθησεται10 Íme, el van ültetve; vajon jól fog-e járni? Ha megérinti a perzselő szél, nem fonnyad-e el, és ágyának barázdáiban nem szárad-e el?«
11 και εγενετο λογος κυριου προς με λεγων11 Akkor az Úr ezt a szózatot intézte hozzám:
12 υιε ανθρωπου ειπον δη προς τον οικον τον παραπικραινοντα ουκ επιστασθε τι ην ταυτα ειπον οταν ελθη βασιλευς βαβυλωνος επι ιερουσαλημ και λημψεται τον βασιλεα αυτης και τους αρχοντας αυτης και αξει αυτους προς εαυτον εις βαβυλωνα12 »Ezt mondd az ellenszegülő háznak: Nem tudjátok, mit jelentenek ezek? Mondd: Íme, Babilon királya Jeruzsálembe érkezett, elhurcolta királyát és fejedelmeit és elvitte őket magához Babilonba.
13 και λημψεται εκ του σπερματος της βασιλειας και διαθησεται προς αυτον διαθηκην και εισαξει αυτον εν αρα και τους ηγουμενους της γης λημψεται13 Aztán fogott valakit a királyi nemzetségből, szövetségre lépett vele és esküt vett ki tőle; de az ország hatalmasait is elvitte,
14 του γενεσθαι εις βασιλειαν ασθενη το καθολου μη επαιρεσθαι του φυλασσειν την διαθηκην αυτου και ιστανειν αυτην14 hogy az jelentéktelen királyság legyen és fel ne fuvalkodjék, hanem őrizze meg szövetségét és tartsa meg azt.
15 και αποστησεται απ' αυτου του εξαποστελλειν αγγελους εαυτου εις αιγυπτον του δουναι αυτω ιππους και λαον πολυν ει κατευθυνει ει διασωθησεται ο ποιων εναντια και παραβαινων διαθηκην ει σωθησεται15 Ő azonban elpártolt tőle és követeket küldött Egyiptomba, hogy neki lovakat és nagy sereget adjon. Vajon jól fog-e járni vagy megszabadulhat-e, aki így cselekedett? Vajon megmenekülhet-e, aki megszegte a szövetséget?
16 ζω εγω λεγει κυριος εαν μη εν ω τοπω ο βασιλευς ο βασιλευσας αυτον ος ητιμωσεν την αραν μου και ος παρεβη την διαθηκην μου μετ' αυτου εν μεσω βαβυλωνος τελευτησει16 Életemre mondom, én, az Úr Isten: Ama király lakóhelyén, aki őt királlyá tette, akinek esküjét megszegte és vele kötött szövetségét felbontotta, Babilon területén fog meghalni!
17 και ουκ εν δυναμει μεγαλη ουδ' εν οχλω πολλω ποιησει προς αυτον φαραω πολεμον εν χαρακοβολια και εν οικοδομη βελοστασεων του εξαραι ψυχας17 Mert a fáraó nem visel majd ellene hadat nagy hadsereggel, sem sok hadinéppel, amikor az majd töltést készít és sáncot emel, hogy számos embert megöljön.
18 και ητιμωσεν ορκωμοσιαν του παραβηναι διαθηκην και ιδου δεδωκεν την χειρα αυτου και παντα ταυτα εποιησεν αυτω μη σωθησεται18 Mert semmibe vette az esküt és megszegte a szövetséget, holott íme, kezet adott rá; és mivel mindezeket cselekedte, nem fog megmenekülni.
19 δια τουτο ειπον ταδε λεγει κυριος ζω εγω εαν μη την διαθηκην μου ην παρεβη και την ορκωμοσιαν μου ην ητιμωσεν και δωσω αυτα εις κεφαλην αυτου19 Ezért így szól az Úr Isten: Életemre mondom: Az esküt, amelyet semmibe vett, és a szövetséget, amelyet megszegett, az ő fejére fordítom!
20 και εκπετασω επ' αυτον το δικτυον μου και αλωσεται εν τη περιοχη αυτου20 Kivetem rá hálómat és megfogom őt varsámban és elviszem Babilonba, és ott megítélem hűtlensége miatt, amellyel engem megvetett.
21 εν παση παραταξει αυτου εν ρομφαια πεσουνται και τους καταλοιπους εις παντα ανεμον διασπερω και επιγνωσεσθε διοτι εγω κυριος λελαληκα21 S mindazok, akik vele megfutottak egész seregével együtt, kard által esnek el; akik pedig életben maradnak, a szél minden irányába szétszóródnak, és megtudjátok, hogy én, az Úr, szóltam!«
22 διοτι ταδε λεγει κυριος και λημψομαι εγω εκ των επιλεκτων της κεδρου εκ κορυφης καρδιας αυτων αποκνιω και καταφυτευσω εγω επ' ορος υψηλον και κρεμασω αυτον22 Így szól az Úr Isten: »Akkor majd én is veszek egy ágat a magas cédrusfa tetejéről és elültetem; ágainak tetejéről egy gyönge ágat letörök, és elültetem egy magas és kiemelkedő hegyen.
23 εν ορει μετεωρω του ισραηλ και καταφυτευσω και εξοισει βλαστον και ποιησει καρπον και εσται εις κεδρον μεγαλην και αναπαυσεται υποκατω αυτου παν θηριον και παν πετεινον υπο την σκιαν αυτου αναπαυσεται τα κληματα αυτου αποκατασταθησεται23 Izrael magas hegyén ültetem el, kisarjadzik majd és gyümölcsöt terem, és nagy cédrussá lesz; alatta laknak majd a madarak mind, és fészket rak valamennyi szárnyas lombjainak árnyékában;
24 και γνωσονται παντα τα ξυλα του πεδιου διοτι εγω κυριος ο ταπεινων ξυλον υψηλον και υψων ξυλον ταπεινον και ξηραινων ξυλον χλωρον και αναθαλλων ξυλον ξηρον εγω κυριος λελαληκα και ποιησω24 Akkor megtudja majd a vidék minden fája, hogy én, az Úr, aláztam meg a magas fát és magasztaltam fel az alacsony fát; hogy én szárítottam ki a zöldellő fát és borítottam virágba a száraz fát. Én, az Úr, szóltam, és meg is cselekedtem!«