ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 94
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
LXX | VULGATA |
---|---|
1 αινος ωδης τω δαυιδ δευτε αγαλλιασωμεθα τω κυριω αλαλαξωμεν τω θεω τω σωτηρι ημων | 1 Laus cantici ipsi David. Venite, exsultemus Domino ; jubilemus Deo salutari nostro ; |
2 προφθασωμεν το προσωπον αυτου εν εξομολογησει και εν ψαλμοις αλαλαξωμεν αυτω | 2 præoccupemus faciem ejus in confessione, et in psalmis jubilemus ei : |
3 οτι θεος μεγας κυριος και βασιλευς μεγας επι παντας τους θεους | 3 quoniam Deus magnus Dominus, et rex magnus super omnes deos. |
4 οτι εν τη χειρι αυτου τα περατα της γης και τα υψη των ορεων αυτου εισιν | 4 Quia in manu ejus sunt omnes fines terræ, et altitudines montium ipsius sunt ; |
5 οτι αυτου εστιν η θαλασσα και αυτος εποιησεν αυτην και την ξηραν αι χειρες αυτου επλασαν | 5 quoniam ipsius est mare, et ipse fecit illud, et siccam manus ejus formaverunt. |
6 δευτε προσκυνησωμεν και προσπεσωμεν αυτω και κλαυσωμεν εναντιον κυριου του ποιησαντος ημας | 6 Venite, adoremus, et procidamus, et ploremus ante Dominum qui fecit nos : |
7 οτι αυτος εστιν ο θεος ημων και ημεις λαος νομης αυτου και προβατα χειρος αυτου σημερον εαν της φωνης αυτου ακουσητε | 7 quia ipse est Dominus Deus noster, et nos populus pascuæ ejus, et oves manus ejus. |
8 μη σκληρυνητε τας καρδιας υμων ως εν τω παραπικρασμω κατα την ημεραν του πειρασμου εν τη ερημω | 8 Hodie si vocem ejus audieritis, nolite obdurare corda vestra |
9 ου επειρασαν οι πατερες υμων εδοκιμασαν και ειδοσαν τα εργα μου | 9 sicut in irritatione, secundum diem tentationis in deserto, ubi tentaverunt me patres vestri : probaverunt me, et viderunt opera mea. |
10 τεσσαρακοντα ετη προσωχθισα τη γενεα εκεινη και ειπα αει πλανωνται τη καρδια και αυτοι ουκ εγνωσαν τας οδους μου | 10 Quadraginta annis offensus fui generationi illi, et dixi : Semper hi errant corde. |
11 ως ωμοσα εν τη οργη μου ει εισελευσονται εις την καταπαυσιν μου | 11 Et isti non cognoverunt vias meas : ut juravi in ira mea : Si introibunt in requiem meam. |