1 פַּלְגֵי־מַיִם לֶב־מֶלֶךְ בְּיַד־יְהוָה עַל־כָּל־אֲשֶׁר יַחְפֹּץ יַטֶּנּוּ | 1 Η καρδια του βασιλεως ειναι εν τη χειρι του Κυριου ως ρευματα υδατων? οπου θελει στρεφει αυτην. |
2 כָּל־דֶּרֶךְ־אִישׁ יָשָׁר בְּעֵינָיו וְתֹכֵן לִבֹּות יְהוָה | 2 Πασαι αι οδοι του ανθρωπου φαινονται ορθαι εις τους οφθαλμους αυτου? πλην ο Κυριος σταθμιζει τας καρδιας. |
3 עֲשֹׂה צְדָקָה וּמִשְׁפָּט נִבְחָר לַיהוָה מִזָּבַח | 3 Να καμνη τις δικαιοσυνην και κρισιν ειναι αρεστοτερον εις τον Κυριον παρα θυσιαν. |
4 רוּם־עֵינַיִם וּרְחַב־לֵב נִר רְשָׁעִים חַטָּאת | 4 Το επηρμενον ομμα και η αλαζων καρδια, ο λυχνος των ασεβων, ειναι αμαρτια. |
5 מַחְשְׁבֹות חָרוּץ אַךְ־לְמֹותָר וְכָל־אָץ אַךְ־לְמַחְסֹור | 5 Οι λογισμοι του επιμελους φερουσι βεβαιως εις αφθονιαν? παντος δε προπετους βεβαιως εις ενδειαν. |
6 פֹּעַל אֹוצָרֹות בִּלְשֹׁון שָׁקֶר הֶבֶל נִדָּף מְבַקְשֵׁי־מָוֶת | 6 Το αποκταν θησαυρους δια ψευδους γλωσσης ειναι ματαιοτης αστατος των ζητουντων θανατον. |
7 שֹׁד־רְשָׁעִים יְגֹורֵם כִּי מֵאֲנוּ לַעֲשֹׂות מִשְׁפָּט | 7 Αι αρπαγαι των ασεβων θελουσιν εξολοθρευσει αυτους? διοτι αρνουνται να πραττωσι το δικαιον. |
8 הֲפַכְפַּךְ דֶּרֶךְ אִישׁ וָזָר וְזַךְ יָשָׁר פָּעֳלֹו | 8 Η οδος του διεφθαρμενου ανθρωπου ειναι σκολια? του δε καθαρου το εργον ειναι ευθες. |
9 טֹוב לָשֶׁבֶת עַל־פִּנַּת־גָּג מֵאֵשֶׁת מִדְיָנִים וּבֵית חָבֶר | 9 Καλητερον να κατοικη τις εν γωνια δωματος, παρα εν οικω ευρυχωρω μετα γυναικος φιλεριδος. |
10 נֶפֶשׁ רָשָׁע אִוְּתָה־רָע לֹא־יֻחַן בְּעֵינָיו רֵעֵהוּ | 10 Η ψυχη του ασεβους επιθυμει κακον? ο πλησιον αυτου δεν ευρισκει χαριν εις τους οφθαλμους αυτου. |
11 בַּעְנָשׁ־לֵץ יֶחְכַּם־פֶּתִי וּבְהַשְׂכִּיל לְחָכָם יִקַּח־דָּעַת | 11 Οταν ο χλευαστης τιμωρηται, ο απλους γινεται σοφωτερος? και ο σοφος διδασκομενος λαμβανει γνωσιν. |
12 מַשְׂכִּיל צַדִּיק לְבֵית רָשָׁע מְסַלֵּף רְשָׁעִים לָרָע | 12 Ο δικαιος συλλογιζεται την οικιαν του ασεβους, οταν οι ασεβεις κατακρημνιζωνται εις την κακιαν αυτων. |
13 אֹטֵם אָזְנֹו מִזַּעֲקַת־דָּל גַּם־הוּא יִקְרָא וְלֹא יֵעָנֶה | 13 Οστις εμφραττει τα ωτα αυτου εις την κραυγην του πτωχου, θελει φωναξει και αυτος και δεν θελει εισακουσθη. |
14 מַתָּן בַּסֵּתֶר יִכְפֶּה־אָף וְשֹׁחַד בַּחֵק חֵמָה עַזָּה | 14 Δωρον κρυφιον καταπραυνει θυμον? και χαρισμα εις τον κολπον βαλλομενον, οργην ισχυραν. |
15 שִׂמְחָה לַצַּדִּיק עֲשֹׂות מִשְׁפָּט וּמְחִתָּה לְפֹעֲלֵי אָוֶן | 15 Χαρα ειναι εις τον δικαιον να καμνη κρισιν? ολεθρος δε εις τους εργατας της ανομιας. |
16 אָדָם תֹּועֶה מִדֶּרֶךְ הַשְׂכֵּל בִּקְהַל רְפָאִים יָנוּחַ | 16 Ανθρωπος αποπλανωμενος απο της οδου της συνεσεως θελει κατασκηνωσει εν τη συναξει των τεθανατωμενων. |
17 אִישׁ מַחְסֹור אֹהֵב שִׂמְחָה אֹהֵב יַיִן־וָשֶׁמֶן לֹא יַעֲשִׁיר | 17 Ο αγαπων ευθυμιαν θελει κατασταθη πενης? ο αγαπων οινον και μυρα δεν θελει πλουτησει. |
18 כֹּפֶר לַצַּדִּיק רָשָׁע וְתַחַת יְשָׁרִים בֹּוגֵד | 18 Ο ασεβης θελει εισθαι αντιλυτρον του δικαιου, και των ευθεων ο παραβατης. |
19 טֹוב שֶׁבֶת בְּאֶרֶץ־מִדְבָּר מֵאֵשֶׁת [מְדֹונִים כ] (מִדְיָנִים ק) וָכָעַס | 19 Καλητερον να κατοικη τις εν γη ερημω παρα μετα γυναικος φιλεριδος και θυμωδους. |
20 אֹוצָר ׀ נֶחְמָד וָשֶׁמֶן בִּנְוֵה חָכָם וּכְסִיל אָדָם יְבַלְּעֶנּוּ | 20 Θησαυρος πολυτιμος και μυρα ευρισκονται εν τω οικω του σοφου? ο δε αφρων ανθρωπος καταδαπανα αυτα. |
21 רֹדֵף צְדָקָה וָחָסֶד יִמְצָא חַיִּים צְדָקָה וְכָבֹוד | 21 Ο θηρευων δικαιοσυνην και ελεος θελει ευρει ζωην, δικαιοσυνην και δοξαν. |
22 עִיר גִּבֹּרִים עָלָה חָכָם וַיֹּרֶד עֹז מִבְטֶחָה | 22 Ο σοφος εκπορθει την πολιν των δυνατων και καταβαλλει το οχυρωμα του θαρρους αυτης. |
23 שֹׁמֵר פִּיו וּלְשֹׁונֹו שֹׁמֵר מִצָּרֹות נַפְשֹׁו | 23 Οστις φυλαττει το στομα αυτου και την γλωσσαν αυτου, φυλαττει την ψυχην αυτου απο στενοχωριων. |
24 זֵד יָהִיר לֵץ שְׁמֹו עֹושֶׂה בְּעֶבְרַת זָדֹון | 24 Υπερηφανος και αλαζων χλευαστης καλειται, οστις πραττει μετα θυμου αλαζονειας. |
25 תַּאֲוַת עָצֵל תְּמִיתֶנּוּ כִּי־מֵאֲנוּ יָדָיו לַעֲשֹׂות | 25 Αι επιθυμιαι του οκνηρου θανατονουσιν αυτον? διοτι αι χειρες αυτου δεν θελουσι να εργαζωνται? |
26 כָּל־הַיֹּום הִתְאַוָּה תַאֲוָה וְצַדִּיק יִתֵּן וְלֹא יַחְשֹׂךְ | 26 επιθυμει ολην την ημεραν επιθυμιας? ο δε δικαιος διδει και δεν φειδεται. |
27 זֶבַח רְשָׁעִים תֹּועֵבָה אַף כִּי־בְזִמָּה יְבִיאֶנּוּ | 27 Η θυσια των ασεβων ειναι βδελυγμα? πολλω μαλλον οταν προσφερωσιν αυτην μετα πονηριας. |
28 עֵד־כְּזָבִים יֹאבֵד וְאִישׁ ומֵעַ לָנֶצַח יְדַבֵּר | 28 Ο ψευδης μαρτυς θελει απολεσθη? ο δε ανθρωπος οστις υπακουει θελει λαλει παντοτε. |
29 הֵעֵז אִישׁ רָשָׁע בְּפָנָיו וְיָשָׁר הוּא ׀ [יָכִין כ] (יָבִין ק) [דְּרָכָיו כ] (דַּרְכֹּו׃ ק) | 29 Ο ασεβης ανθρωπος σκληρυνει το προσωπον αυτου? αλλ' ο ευθυς κατευθυνει τας οδους αυτου. |
30 אֵין חָכְמָה וְאֵין תְּבוּנָה וְאֵין עֵצָה לְנֶגֶד יְהוָה׃ פ | 30 Δεν ειναι σοφια ουτε συνεσις ουτε βουλη εναντιον του Κυριου. |
31 סוּס מוּכָן לְיֹום מִלְחָמָה וְלַיהוָה הַתְּשׁוּעָה | 31 Ο ιππος ετοιμαζεται δια την ημεραν της μαχης? η σωτηρια ομως ειναι παρα Κυριου. |