Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 20


font
GREEK BIBLEBIBBIA MARTINI
1 Και εφυγεν ο Δαβιδ εκ Ναυιωθ της εν Ραμα, και ηλθε και ειπεν ενωπιον του Ιωναθαν, Τι επραξα; τι το αδικημα μου και τι το αμαρτημα μου εμπροσθεν του πατρος σου, δια το οποιον ζητει την ψυχην μου;1 Ma David si fuggi da Najoth, che è presso Ramatha; e andò a parlare a Gionata (e disse): Che ho fatt’io? Qual’è l’iniquità, e il peccato commesso da me verso il padre tuo, che vuole la mia vita?
2 Ο δε ειπε προς αυτον, Μη γενοιτο? συ δεν θελεις αποθανει ιδου, ο πατηρ μου δεν θελει καμει ουδεν, ειτε μεγα ειτε μικρον, το οποιον να μη φανερωση εις εμε? και δια τι ο πατηρ μου ηθελε κρυψει το πραγμα τουτο απ' εμου; δεν ειναι ουτω.2 Rispose quegli: Mai no: tu non morrai: imperocché non farebbe giammai il padre mio cosa alcuna o grande, o piccola, senza prima darmene parte: celerà egli adunque a me il padre mio questa cosa solamente? questo non sarà mai.
3 Και ωμοσεν ο Δαβιδ ετι και ειπεν, Ο πατηρ σου εξευρει βεβαιως οτι εγω ευρηκα χαριν ενωπιον σου? οθεν λεγει, Ας μη εξευρη τουτο ο Ιωναθαν, μηποτε λυπηθη. Αλλα, ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν ειναι παρα εν βημα μεταξυ εμου και του θανατου.3 E fece nuovo giuramento a Davidde. Ma questi disse: Sa certamente il padre tuo, com’io ho trovata grazia negli occhi tuoi, e dirà: Gionata non dee saper questo, affinchè non ne abbia dispiacere. Per altro (viva il Signore, e viva l’anima tua) un solo gradino, per così dire, v'ha tra me, e la morte.
4 Τοτε ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Ο, τι επιθυμει η ψυχη σου θελω καμει εις σε.4 E Gionata disse a David: Farò io per te tutto quello che mi dirai.
5 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιωναθαν, Ιδου, αυριον ειναι νεομηνια, καθ' ην εγω συνειθιζω να καθωμαι μετα του βασιλεως να συντρωγω? αφες με λοιπον να υπαγω, δια να κρυφθω εν τω αγρω μεχρι της εσπερας της τριτης ημερας.5 E David disse a Gionata: Tu sai che domane son le calende, e io, secondo il costume, sono solito a sedere a tavola presso al re: lascia adunque che io mi nasconda alla campagna sino alla sera del terzo giorno.
6 εαν ο πατηρ σου περιβλεπων με ζητηση, τοτε ειπε, Ο Δαβιδ εζητησεν ενθερμως παρ' εμου να τρεξη εις Βηθλεεμ την πολιν αυτου. διοτι γινεται εκει ετησιος θυσια υφ' ολης της συγγενειας αυτου?6 Se il padre tuo facendovi attenzione cercherà di me, tu gli risponderai: David mi ha chiesto in grazia di andare prontamente a Bethlehem sua patria: perocché vi è un sacrifizio solenne per tutti quelli di sua tribù.
7 εαν ειπη ουτω, Καλως? θελει εισθαι ειρηνη εις τον δουλον σου? εαν ομως οργισθη πολυ, εξευρε οτι το κακον ειναι αποφασισμενον παρ' αυτου?7 S’egli dice: Bene sta: il tuo servo avrà pace: ma s'egli ne prende ira, sappi, che la malizia di lui è giunta al colmo.
8 θελεις λοιπον καμει ελεος προς τον δουλον σου? διοτι εις συνθηκην Κυριου εισηγαγες τον δουλον σου μετα σεαυτου? εαν ομως ηναι αδικια εν εμοι, θανατωσον με συ? και δια τι να με φερης εως του πατρος σου;8 Abbi adunque pietà del tuo servo: dappoiché hai fatto contrarre a me tuo servo una sacra alleanza con te: che se è in me qualche colpa, tu dammi la morte, ma non introdurmi dal padre tuo.
9 Και ειπεν ο Ιωναθαν, Μη γενοιτο ποτε τουτο εις σε? διοτι, εαν τω οντι γνωρισω οτι το κακον ειναι αποφασισμενον παρα του πατρος μου να ελθη επι σε, βεβαιως θελω σοι απαγγειλει τουτο.9 E Gionata disse: Lungi sia questo da te: perocché non è possibile, che ove io conosca, che il mal animo del padre mio sia giunto all’ultimo segno contro di te, io non te lo faccia sapere.
10 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιωναθαν, Τις θελει μοι απαγγειλει εαν ο πατηρ σου αποκριθη εις σε σκληρα;10 E David rispose a Gionata: Chi mi recherà l'avviso, ove per disgrazia il padre tuo ti dia qualche cattiva risposta riguardo a me?
11 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Ελθε, και ας εξελθωμεν εις τον αγρον. Και εξηλθον αμφοτεροι εις τον αγρον.11 E Gionata disse a David: Vieni, andiamo fuori alla campagna. E quando furono ambedue alla campagna,
12 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Κυριε Θεε του Ισραηλ? οταν ποτε περι την αυριον η την μετα την αυριον, εξιχνιασω τον πατερα μου, και ιδου, ειναι τι καλον περι του Δαβιδ, εαν δεν αποστειλω τοτε προς σε να σοι το απαγγειλω,12 Disse Gionata a David: Signore Dio d'Israele, se io domani, o il giorno appresso scoprirò quello che pensi il padre mio, e vi sarà qualche cosa di buon per Davidde, e non gliene darò subito parte, e non farollo sapere a lui,
13 ουτω να καμη ο Κυριος εις τον Ιωναθαν και ουτω να προσθεση? εαν δε ο πατηρ μου απεφασισε το κακον εναντιον σου, θελω σοι απαγγειλει τουτο και σε εξαποστειλει, και θελεις υπαγει εν ειρηνη? και ο Κυριος ας ηναι μετα σου, καθως εσταθη μετα του πατρος μου?13 Il Signore faccia questo e peggio a Gionata. E se il padre mio conserverà tuttora il suo mal animo contro di te, io te lo confiderò, e ti darò licenza di andartene in pace, e il Signore sia con te, come fu col padre mio:
14 και ουχι μονον ενοσω ζω, θελεις δειξει προς εμε το ελεος του Κυριου, δια να μη αποθανω?14 E se io vivrò, userai di tua gran bontà verso di me: che se io morrò,
15 αλλα και δεν θελεις αποκοψει το ελεος σου απο του οικου μου εις τον αιωνα? ουχι, ουδε οταν ο Κυριος αφανιση τους εχθρους του Δαβιδ εκαστον απο προσωπου της γης.15 Non lascerai di avere compassione in perpetuo della mia casa, allorché il Signore sterminerà l’un dopo l'altro dal mondo i nemici di David: (altrimenti) il Signore levi Gionata dalla sua casa, come punirà i nemici di David.
16 Και εκαμεν ο Ιωναθαν συνθηκην μετα του οικου του Δαβιδ, επιλεγων, Και ο Κυριος να εκζητηση λογον παρα των εχθρων του Δαβιδ.16 Strinse adunque Gionata alleanza colla casa di David: ma il Signore fece vendetta de' nemici di David.
17 Και εκαμεν ετι ο Ιωναθαν τον Δαβιδ να ομοση εις την αγαπην αυτου την προς αυτον? διοτι ηγαπα αυτον καθως ηγαπα την ιδιαν αυτου ψυχην.17 Fece di più Gionata a David quest'altro giuramento, perchè gli voleva bene, e veramente lo amava come l'anima propria.
18 Και ειπε προς αυτον ο Ιωναθαν, Αυριον ειναι νεομηνια? και θελεις ζητηθη, διοτι η καθεδρα σου θελει εισθαι κενη?18 E dissegli Gionata: Domane son le calende, e si cercherà di te:
19 και αφου σταθης τρεις ημερας, θελεις καταβη μετα σπουδης και ελθει εις τον τοπον, οπου εκρυφθης την ημεραν της πραξεως, και θελεις καθισει πλησιον της πετρας Εζηλ?19 Perocchè si cercherà il perchè tu non sii al tuo posto anche il dì seguente. Scenderai pertanto in fretta al luogo, dove tu dei star nascosto il dì lavorativo, e ti porrai presso alla pietra chiamata Ezel.
20 και εγω θελω τοξευσει τρια βελη εις το πλαγιον αυτης, ως τοξευων εις σημειον?20 E io tirerò tre saette verso quella (pietra), scoccandole come per esercitarmi a tirar al segno.
21 και ιδου, θελω αποστειλει τον υπηρετην, λεγων, Υπαγε, ευρε τα βελη? εαν ρητως ειπω εις τον υπηρετην, Ιδου, τα βελη ειναι εδωθεν απο σου, λαβε αυτα? τοτε ελθε, διοτι ειναι ειρηνη εις σε, και ουδεμια βλαβη, ζη Κυριος?21 E manderò anche un servo, a cui dirò: Va, e riportami le saette.
22 εαν ομως ειπω ουτω προς τον νεον, Ιδου, τα βελη ειναι επεκεινα απο σου? υπαγε την οδον σου, διοτι σε εξαπεστειλεν ο Κυριος?22 Se io dirò al servo: Bada, che le saette sono di qua da te, prendile, tu (allora) vieni a trovarmi, perocché tu se’ sicuro, e non vi è mal nissuno, viva il Signore. Ma se io dirò al servo: Bada, che le saette sono di là da te: vattene in pace: il Signore ti manda via.
23 περι δε του λογου, τον οποιον ωμιλησαμεν εγω και συ, ιδου, ο Κυριος ας ηναι μαρτυς μεταξυ εμου και σου εις τον αιωνα.23 Quanto poi a quella che abbiam discorso tra noi, il Signore ne sia (testimone) tra me, e te in eterno.
24 Εκρυφθη λοιπον ο Δαβιδ εν τω αγρω? και οτε ηλθεν η νεομηνια, ο βασιλευς εκαθισεν εις την τραπεζαν δια να φαγη.24 Davidde adunque stette nascosto alla campagna, e vennero le calende, e il re si assise a mensa.
25 Και ο βασιλευς εκαθισεν επι της καθεδρας αυτου, ως αλλοτε, επι καθεδρας πλησιον του τοιχου? και ο Ιωναθαν εσηκωθη και εκαθισεν ο Αβενηρ πλησιον του Σαουλ, ο δε τοπος του Δαβιδ ητο κενος.25 E quando il re si fu posto a sedere sulla sua sedia, la quale, secondo l’uso, era vicina al muro, Gionata si alzò, e Abner si assise accanto a Saul, e voto videsi il posto di Davidde.
26 Ο Σαουλ ομως δεν ελαλησεν ουδεν την ημεραν εκεινην? διοτι ειπε καθ' εαυτον, Τιποτε συνεβη εις αυτον ωστε να μη ηναι καθαρος? βεβαιως δεν ειναι καθαρος.26 E Saul non disse nulla quel giorno: perocchè si pensò che fosse accaduto fosse a Davidde di non esser mondo, nè purificato.
27 Και το πρωι, την δευτεραν του μηνος, ο τοπος του Δαβιδ ητο κενος? και ειπεν ο Σαουλ προς Ιωναθαν τον υιον αυτου, Δια τι δεν ηλθεν ο υιος του Ιεσσαι εις την τραπεζαν, ουτε χθες ουτε σημερον;27 Ma venuto l’altro dì dopo le calende, videsi di nuovo il posto di Davidde rimaner voto. E Saul disse al suo figlio Gionata: Per qual motivo il figliuolo d’Isai non è venuto a mangiare nè jeri, né oggi?
28 Και απεκριθη ο Ιωναθαν προς τον Σαουλ, Ο Δαβιδ εζητησεν ενθερμως παρ' εμου να υπαγη εως Βηθλεεμ,28 E Gionata rispose a Saul: Mi ha pregato istantemente di lasciarlo andare a Bethlehem:
29 και ειπεν, Ας υπαγω, παρακαλω, διοτι η συγγενεια ημων καμνει θυσιαν εν τη πολει? και ο αδελφος μου αυτος παρηγγειλεν εις εμε να παρευρεθω? τωρα λοιπον, εαν ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, αφες με, παρακαλω, να υπαγω και να ιδω τους αδελφους μου? δια τουτο δεν ηλθεν εις την τραπεζαν του βασιλεως.29 E ha detto: Permettimi ch’io vada, mentre un sagrifizio solenne fassi nella città, uno de' miei fratelli mi ha invitato: or adunque se io ho trovato grazia negli occhi tuoi, andrò tosto, e rivedrò i miei fratelli. Per questo egli non è venuto alla mensa del re.
30 Τοτε εξηφθη η οργη του Σαουλ κατα του Ιωναθαν, και ειπε προς αυτον, Υιε διεφθαρμενης και αποστατιδος, δεν εξευρω οτι συ εξελεξας τον υιον του Ιεσσαι δι' αισχυνην σου και δι' αισχυνην της γυμνωσεως της μητρος σου;30 Ma Saul si adirò contro Gionata, e gli disse: Figliuolo di donna che va a caccia di uomini, non so io forse che tu vuoi bene al figliuolo d’Isai per tua confusione, e per confusione dell'indegna tua madre?
31 διοτι ενοσω ο υιος του Ιεσσαι ζη επι της γης, συ δεν θελεις στερεωθη ουδε η βασιλεια σου? τωρα λοιπον πεμψον και φερε αυτον προς εμε? διοτι εξαπαντος θελει αποθανει.31 Imperocché sino a tanto che il figliuolo d'Isai avrà vita sopra la terra, tu non sarai sicuro detto stato tuo, nè del tuo regno. Per la qual cosa fin da questo punto spedisci gente a condurlo a me: perocché egli dee morire.
32 Και απεκριθη ο Ιωναθαν προς τον Σαουλ τον πατερα αυτου και ειπε προς αυτον, Δια τι να θανατωθη; τι επραξε;32 Ma Gionata rispose a Saul padre suo e disse: Perchè dovrà agli morire? che ha egli fatto?
33 Και ερριψεν ο Σαουλ δορατιον κατ' αυτου, δια να κτυπηση αυτον? τοτε εγνωρισεν ο Ιωναθαν, οτι ητο αποφασισμενον παρα του πατρος αυτου να θανατωση τον Δαβιδ.33 E Saulle diè di piglio alla lancia per ferirlo. E riconobbe Gionata, come il padre suo era risoluto di uccider Davidde.
34 Και εσηκωθη ο Ιωναθαν απο της τραπεζης με εξαψιν θυμου και δεν εφαγεν αρτον την δευτεραν ημεραν του μηνος? διοτι ητο λυπημενος δια τον Δαβιδ, επειδη ειχε καταισχυνει αυτον ο πατηρ αυτου.34 Gionata adunque si levò infuriato da mensa, e non gustò cibo il secondo dì delle calende. Perocché era afflitto per ragion di Davidde, e pel disonore fattogli dal suo padre.
35 Και το πρωι εξηλθεν ο Ιωναθαν εις τον αγρον, κατα τον καιρον τον προσδιορισθεντα μετα του Δαβιδ, εχων μεθ' εαυτου μικρον παιδαριον.35 E alla punta del dì (seguente) andò Gionata alla campagna, secondo il concerto fatto con Davidde, ed era con lui un piccolo garzone.
36 Και ειπε προς το παιδαριον αυτου, Τρεξον, ευρε τωρα τα βελη, τα οποια εγω τοξευω. Και καθως ετρεχε το παιδαριον, ετοξευσε το βελος περαν αυτου.36 Al quale egli disse: Va, e riportami le saette che io tiro. E mentre quegli andava di corsa, tirò egli un'altra saetta di là da lui.
37 Και οτε το παιδαριον ηλθεν εις τον τοπον του βελους, το οποιον ο Ιωναθαν ειχε τοξευσει, εφωναξεν ο Ιωναθαν κατοπιν του παιδαριου και ειπε, Δεν ειναι το βελος περαν απο σου;37 E il garzoncello essendo giunto al luogo della (prima) saetta tirata da Gionata, sclamò Gionata appresso a lui, e disse: Bada che la saetta è là più innanzi a te.
38 Και εφωναξεν ο Ιωναθαν κατοπιν του παιδαριου, Ταχυνον, σπευσον, μη σταθης. Και εσυναξε το παιδαριον του Ιωναθαν τα βελη και ηλθε προς τον κυριον αυτου.38 E di nuovo Gionata diede un grido dietro al garzoncello, e disse: Fa presto: non ti trattenere. E il garzone di Gionata raccolse le saette, e portolle al suo padrone.
39 Το παιδαριον ομως δεν ηξευρεν ουδεν? μονος ο Ιωναθαν και ο Δαβιδ ηξευρον την υποθεσιν.39 Ed ei non sapeva nulla affatto di che si trattasse: perchè soli Gionata, e David lo sapevano.
40 Και εδωκεν ο Ιωναθαν τα οπλα αυτου εις το παιδαριον το μεθ' αυτου και ειπε προς αυτο, Υπαγε, φερε αυτα εις την πολιν.40 Indi Gionata diede al servo le sue armi, e gli disse: Va e portale alla città.
41 Καθως δε ανεχωρησε το παιδαριον, εσηκωθη ο Δαβιδ εκ του μεσημβρινου μερους και επεσε κατα προσωπον αυτου εις την γην και προσεκυνησε τρις? και ησπασθησαν αλληλους και εκλαυσαν αμφοτεροι? ο δε Δαβιδ εκαμε κλαυθμον μεγαν.41 E partito il servo, si levò Davidde dal suo posto, che era verso mezzodì, e si prostrò boccone per terra, facendo riverenza per tre volte: e baciandosi l'un l'altro pensiero insieme, ma più Davidde.
42 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Υπαγε εν ειρηνη, καθως ωμοσαμεν ημεις αμφοτεροι εις το ονομα του Κυριου, λεγοντες, Ο Κυριος ας ηναι μεταξυ εμου και σου, και μεταξυ του σπερματος μου και του σπερματος σου εις τον αιωνα. Και εσηκωθη και ανεχωρησεν? ο δε Ιωναθαν εισηλθεν εις την πολιν.42 Gionata adunque disse a Davidde: Va in pace: tutto quello che abbiam giurato nel nome del Signore noi due dicendo: il Signore sia (testimone) tra me e te, tra la mia stirpe, e la tua stirpe in eterno...
43 E David si mosse, e partì: e Gionata tornò in città.