Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 16


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και ειπε Κυριος προς τον Σαμουηλ, Εως ποτε συ πενθεις δια τον Σαουλ, επειδη εγω απεδοκιμασα αυτον απο του να βασιλευη επι τον Ισραηλ; γεμισον το κερας σου ελαιον και υπαγε? εγω σε αποστελλω προς τον Ιεσσαι τον Βηθλεεμιτην? διοτι προεβλεψα εις εμαυτον βασιλεα μεταξυ των υιων αυτου.1 Azt mondta azért az Úr Sámuelnek: »Meddig bánkódsz még Saul miatt, noha én elvetettem őt, hogy ne uralkodjon Izraelen? Töltsd meg szarudat olajjal, s gyere, hadd küldjelek a betlehemi Izájhoz, mert annak a fiai közül szemeltem ki magamnak királyt.«
2 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Πως να υπαγω; διοτι θελει ακουσει τουτο ο Σαουλ και θελει με θανατωσει. Και ειπεν ο Κυριος, Λαβε μετα σου δαμαλιν και ειπε, Ηλθον να θυσιασω προς τον Κυριον.2 Azt mondta erre Sámuel: »Hogyan menjek? Hiszen meghallja Saul és megöl!« Azt mondta erre az Úr: »Vigyél magaddal egy borjút a csordából és mondd: Azért jöttem, hogy véresáldozatot mutassak be az Úrnak.
3 Και καλεσον τον Ιεσσαι εις την θυσιαν, και εγω θελω φανερωσει προς σε τι θελεις καμει και θελεις χρισει εις εμε οντινα σοι ειπω.3 Izájt pedig hívd meg a véresáldozatra és én majd értésedre adom, hogy mit cselekedj, s kend fel azt, akit majd mutatok neked.«
4 Και εκαμεν ο Σαμουηλ εκεινο το οποιον ειπεν ο Κυριος, και ηλθεν εις Βηθλεεμ. Ετρομαξαν δε οι πρεσβυτεροι της πολεως εις την συναντησιν αυτου και ειπον, Εν ειρηνη ερχεσαι;4 Úgy is cselekedett Sámuel, ahogy az Úr azt mondta neki. Amikor megérkezett Betlehembe, elcsodálkoztak a város vénei és eléje mentek és megkérdezték: »Békés-e a jöveteled?«
5 Ο δε ειπεν, Εν ειρηνη? ερχομαι δια να θυσιασω προς τον Κυριον? αγιασθητε και ελθετε μετ' εμου εις την θυσιαν. Και ηγιασε τον Ιεσσαι και τους υιους αυτου και εκαλεσεν αυτους εις την θυσιαν.5 Ő azt mondta: »Békés! Azért jöttem, hogy véresáldozatot mutassak be az Úrnak. Tartsatok megszentelődést és gyertek velem, hogy bemutassam a véresáldozatot.« Megszentelődést tartatott tehát Izájjal s fiaival, és meghívta őket a véresáldozatra.
6 Και ενω εισηρχοντο, ιδων τον Ελιαβ, ειπε, Βεβαιως εμπροσθεν του Κυριου ειναι ο κεχρισμενος αυτου.6 Amikor aztán eljöttek, meglátta Eliábot és azt mondta magában: »Nemde máris az Úr előtt áll felkentje?«
7 Και ειπε Κυριος προς τον Σαμουηλ, Μη επιβλεψης εις την οψιν αυτου η εις το υψος του αναστηματος αυτου, επειδη απεδοκιμασα αυτον? διοτι δεν βλεπει ο Κυριος καθως βλεπει ο ανθρωπος? διοτι ο ανθρωπος βλεπει το φαινομενον, ο δε Κυριος βλεπει την καρδιαν.7 Ám az Úr azt mondta Sámuelnek: »Ne nézd külsejét, se termete magasságát, mert én elvetettem őt! Én nem aszerint ítélek, amire az ember néz: az ember ugyanis azt nézi, ami látszik, az Úr azonban a szívet tekinti.«
8 Τοτε εκαλεσεν ο Ιεσσαι τον Αβιναδαβ και διεβιβασεν αυτον ενωπιον του Σαμουηλ. Και ειπεν, ουδε τουτον δεν εξελεξεν ο Κυριος.8 Erre Izáj odahívta Abinádábot, és őt vezette Sámuel elé. Ám ő azt mondta: »Ezt sem választotta az Úr.«
9 Τοτε διεβιβασεν ο Ιεσσαι τον Σαμμα. Ο δε ειπεν, Ουδε τουτον δεν εξελεξεν ο Κυριος.9 Erre Izáj Simát vitte oda, de őróla is azt mondta: »Ezt sem választotta az Úr.«
10 Και διεβιβασεν ο Ιεσσαι επτα εκ των υιων αυτου ενωπιον του Σαμουηλ. Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Ο Κυριος δεν εξελεξε τουτους.10 Hét fiát vezette így oda Izáj Sámuel elé, de Sámuel azt mondta Izájnak: »Ezek közül nem választott az Úr!«
11 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Ετελειωσαν τα παιδια; Και ειπε, Μενει ετι ο νεωτερος? και ιδου, ποιμαινει τα προβατα. Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Πεμψον και φερε αυτον? διοτι δεν θελομεν καθισει εις την τραπεζαν, εωσου ελθη ενταυθα.11 Majd azt mondta Sámuel Izájnak: »Ez az összes fiad?« Ő azt felelte: »Hátra van még a legkisebbik, az a juhokat legelteti.« Azt mondta erre Sámuel Izájnak: »Küldj érte, s hozasd el, mert addig nem telepszünk le, amíg ide nem jön.«
12 Και εστειλε και εφερεν αυτον. Ητο δε ξανθος και ευοφθαλμος και ωραιος την οψιν. Και ειπεν ο Κυριος, Σηκωθητι, χρισον αυτον? διοτι ουτος ειναι.12 Érte küldött tehát, és elhozatta. Vörös volt, szép szemű és csinos külsejű. Azt mondta ekkor az Úr: »Kelj fel, kend fel, mert ő az!«
13 Τοτε ελαβεν ο Σαμουηλ το κερας του ελαιου και εχρισεν αυτον εν μεσω των αδελφων αυτου? και επηλθε πνευμα Κυριου επι τον Δαβιδ απο της ημερας εκεινης και εφεξης. Σηκωθεις δε ο Σαμουηλ απηλθεν εις Ραμα.13 Erre Sámuel vette az olajos szarut, s felkente őt testvérei közepette, és ettől a naptól az Úr lelke Dávidra szállt. Sámuel aztán felkelt és elment Ramátába.
14 Και το Πνευμα του Κυριου απεσυρθη απο του Σαουλ, και πνευμα πονηρον παρα Κυριου εταραττεν αυτον.14 Miután Saultól eltávozott az Úr lelke, az Úr egy gonosz lelket bocsátott rá, s az igen gyötörte.
15 Και ειπον οι δουλοι του Σαουλ προς αυτον, Ιδου τωρα, πονηρον πνευμα παρα Θεου σε ταραττει?15 Azt mondták azért Saul szolgái uruknak: »Íme, Isten egyik gonosz lelke gyötör téged.
16 ας προσταξη τωρα ο κυριος ημων τους δουλους σου, τους εμπροσθεν σου, να ζητησωσιν ανθρωπον ειδημονα εις το να παιζη κιθαραν? και οποτε το πονηρον πνευμα παρα Θεου ειναι επι σε, να παιζη με την χειρα αυτου, και καλον θελει εισθαι εις σε.16 Adja ki tehát urunk a parancsot, és előtted levő szolgáid keresnek valakit, aki ért a lantpengetéshez, hogy amikor elfog téged az Úrnak az a gonosz lelke, ő pengesse kezével a lantot és megkönnyebbülj.«
17 Και ειπεν ο Σαουλ προς τους δουλους αυτου, Προβλεψατε μοι λοιπον ανθρωπον παιζοντα καλως και φερετε προς εμε.17 Azt mondta erre Saul a szolgáinak: »Szerezzetek tehát nekem valakit, aki jól pengeti a lantot, s hozzátok ide hozzám.«
18 Τοτε απεκριθη εις εκ των δουλων και ειπεν, Ιδου, ειδον υιον του Ιεσσαι του Βηθλεεμιτου, ειδημονα εις το παιζειν και ανδρειοτατον και ανδρα πολεμικον και συνετον εις λογον και ανθρωπον ωραιον, και ο Κυριος ειναι μετ' αυτου.18 Megszólalt ekkor egyik legénye és azt mondta: »Íme, én láttam, hogy a betlehemi Izáj egyik fia jól tudja pengetni a lantot, hozzá nagy erejű vitéz, hadra termett ember, értelmes szavú, szép férfi, s az Úr is vele van.«
19 Και απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας προς τον Ιεσσαι, λεγων, Πεμψον μοι Δαβιδ τον υιον σου, οστις ειναι μετα των προβατων.19 Erre Saul követeket küldött Izájhoz, ezzel az üzenettel: »Küldd hozzám Dávidot, azt a fiadat, aki a legelőn van.«
20 Και ελαβεν ο Ιεσσαι ονον φορτωμενον με αρτους και ασκον οινου και εν εριφιον εξ αιγων, και επεμψεν αυτα δια του Δαβιδ του υιου αυτου προς τον Σαουλ.20 Erre Izáj vett egy szamarat, megrakta kenyérrel, meg egy korsó bort és egy kecskegödölyét és elküldte Dáviddal, a fiával Saulnak.
21 Και ηλθεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ και εσταθη εμπροσθεν αυτου? και ηγαπησεν αυτον σφοδρα? και εγεινεν οπλοφορος αυτου.21 Dávid el is jutott Saulhoz és szolgálatába állt, aki őt nagyon megszerette és fegyverhordozójává tette.
22 Και απεστειλεν ο Σαουλ προς τον Ιεσσαι, λεγων, Ο Δαβιδ ας στεκηται, παρακαλω, εμπροσθεν μου? διοτι ευρηκε χαριν εις τους οφθαλμους μου.22 Éppen azért Saul elküldött Izájhoz, s ezt üzente: »Hadd maradjon Dávid a szolgálatomban, mert kedvet talált szememben.«
23 Και οποτε το πονηρον πνευμα παρα Θεου ητο επι τον Σαουλ, ο Δαβιδ ελαμβανε την κιθαραν και επαιζε δια της χειρος αυτου? τοτε ανεκουφιζετο ο Σαουλ και ανεπαυετο και απεσυρετο απ' αυτου το πνευμα το πονηρον.23 Így aztán valahányszor elfogta Sault az Úrnak az a gonosz lelke, Dávid elővette a lantot, s pengette kezével és Saul felüdült és megkönnyebbedett, mert a gonosz lélek eltávozott tőle.