Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

ΡΟΥΘ - Ruth 1


font
GREEK BIBLEBIBBIA RICCIOTTI
1 Και εν ταις ημεραις καθ' ας οι κριται εκρινον, εγεινε πεινα εν τη γη. Και υπηγεν ανθρωπος τις απο Βηθλεεμ Ιουδα να παροικηση εν γη Μωαβ, αυτος και η γυνη αυτου και οι δυο υιοι αυτου.1 - Quando i Giudici governavano, al tempo d'uno di loro, fu carestia nella regione. Ed un uomo di Betleem di Giuda andò pellegrino nella terra dei Moabiti, con la moglie e due figli.
2 Το δε ονομα του ανθρωπου ητο Ελιμελεχ, και το ονομα της γυναικος αυτου Ναομι, και το ονομα των δυο υιων αυτου Μααλων και Χελαιων, Εφραθαιοι εκ Βηθλεεμ Ιουδα. Και ηλθον εις γην Μωαβ και ησαν εκει.2 Egli si chiamava Elimelec, la moglie sua Noemi, e i due figli uno Maalon e l'altro Chelion, efratei, di Betleem di Giuda. Venuti dunque nella Moabitide, vi presero dimora.
3 Και απεθανεν Ελιμελεχ ο ανηρ της Ναομι? και εμεινεν αυτη και οι δυο υιοι αυτης.3 Morto Elimelec marito di Noemi, questa vi rimase coi figli,
4 Και ουτοι ελαβον εις εαυτους γυναικας Μωαβιτιδας? το ονομα της μιας Ορφα και το ονομα της αλλης Ρουθ? και κατωκησαν εκει εως δεκα ετη.4 i quali presero mogli moabite, una chiamata Orfa, e l'altra Rut. Vi stettero dieci anni,
5 Απεθανον δε αμφοτεροι, ο Μααλων και ο Χελαιων? και εστερηθη η γυνη των δυο υιων αυτης και του ανδρος αυτης.5 e poi morirono ambedue, Maalon cioè e Chelion; e quella donna rimase orbata del marito e de' due figli.
6 Τοτε εσηκωθη αυτη και αι νυμφαι αυτης και επεστρεψαν εκ της γης Μωαβ? διοτι ηκουσεν εν γη Μωαβ, οτι επεσκεφθη ο Κυριος τον λαον αυτου διδων εις αυτους αρτον.6 Allora si mosse dalla terra di Moab, con ambedue le nuore, per tornare in patria; aveva infatti udito dire che il Signore riguardando benignamente il suo popolo gli aveva mandato di che vivere.
7 Και εξηλθεν εκ του τοπου οπου ητο, και αι δυο νυμφαι αυτης μετ' αυτης και επορευοντο την οδον δια να επιστρεψωσιν εις γην Ιουδα.7 Uscì dunque con ambedue le nuore dalla terra straniera, e, stando già sulla via che la riconduceva nella terra di Giuda,
8 Ειπε δε η Ναομι προς τας δυο νυμφας αυτης, Υπαγετε, επιστρεψατε εκαστη εις τον οικον της μητρος αυτης. Ο Κυριος να καμη ελεος εις εσας, καθως σεις εκαμετε εις τους αποθανοντας και εις εμε?8 disse loro: «Tornate nella casa di vostra madre; sia con voi misericordioso il Signore, come voi lo siete state con quei morti e con me;
9 ο Κυριος να σας δωση να ευρητε αναπαυσιν, εκαστη εν τω οικω του ανδρος αυτης. Και εφιλησεν αυτας? και αυται υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν.9 vi conceda di trovar pace nella casa dei mariti che troverete». E le baciò. Ma quelle si misero a piangere, e alzata la voce,
10 Και ειπον προς αυτην, Ουχι? αλλα μετα σου θελομεν επιστρεψει εις τον λαον σου.10 dissero: «Noi verremo con te, nel tuo popolo».
11 Και ειπεν η Ναομι, Επιστρεψατε, θυγατερες μου? δια τι να ελθητε μετ' εμου; μηπως εχω ετι υιους εν τη κοιλια μου, δια να γεινωσιν ανδρες σας;11 Ed essa: «Tornate indietro, figliuole mie; perchè venire con me? Ho io forse in seno altri figli, che possiate sperare da me i mariti?
12 επιστρεψατε, θυγατερες μου, υπαγετε? διοτι εγηρασα και δεν ειμαι δια ανδρα? εαν ελεγον, Εχω ελπιδα, εαν μαλιστα υπανδρευομην ταυτην την νυκτα και εγεννων ετι υιους,12 Tornate indietro, figliuole, ed andate; io ormai son vecchia, e non più atta alle nozze; ma anche se potessi oggi concepire e partorir figli,
13 σεις ηθελετε προσμενει αυτους εωσου μεγαλωσωσιν; ηθελετε δι' αυτους αναβαλει το να υπανδρευθητε; μη, θυγατερες μου? επειδη επικρανθην πολυ πλεον παρα σεις, οτι η χειρ του Κυριου εξηλθε κατ' εμου.13 se voi doveste aspettare che crescessero e giungessero agli anni della pubertà, sareste diventate vecchie prima di sposarvi. Non fate così, figliuole; perchè la vostra angustia accresce la mia, e la mano del Signore mi si fa più grave».
14 Εκειναι δε υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν παλιν? και κατεφιλησεν η Ορφα την πενθεραν αυτης? η δε Ρουθ επροσκολληθη εις αυτην.14 Quelle, alzata la voce, di nuovo si misero a piangere. Orfa la baciò, e tornò indietro; Rut restò attaccata alla suocera.
15 Και ειπεν η Ναομι, Ιδου, η συννυμφος σου επεστρεψε προς τον λαον αυτης και προς τους θεους αυτης? επιστρεψον και συ κατοπιν της συννυμφου σου.15 E Noemi le disse: «Vedi, la tua cognata è ritornata al suo popolo ed a' suoi dèi; va' con lei».
16 Αλλ' η Ρουθ ειπε, Μη με αναγκαζε να σε αφησω, δια να αναχωρησω απ' οπισθεν σου? διοτι οπου αν συ υπαγης, και εγω θελω υπαγει? και οπου αν συ παραμεινης, και εγω θελω παραμεινει? ο λαος σου, λαος μου, και ο Θεος σου, Θεος μου?16 Rispose: «Non mi contrariare, col voler che ti lasci, e me ne vada; per dovunque tu t'incammini, io verrò; dove tu prenderai dimora, dimorerò io pure; il tuo popolo sarà il popolo mio, e il tuo Dio sarà il Dio mio.
17 οπου αν αποθανης, θελω αποθανει και εκει θελω ταφη? ουτω να καμη ο Κυριος εις εμε και ουτω να προσθεση, εαν αλλο τι παρα τον θανατον χωριση εμε απο σου.17 Nella terra che ti riceverà dopo morta, io pure morirò, ed ivi avrò la mia sepoltura. Mi mandi il Signore ogni male, se la morte soltanto non mi separerà da te».
18 Ιδουσα δε η Ναομι οτι αυτη διισχυριζετο να υπαγη μετ' αυτης, επαυσε να λαλη προς αυτην.18 Vedendo dunque Noemi che Rut era irremovibile nel proposito di partire con lei, non volle contrariarla, nè più oltre persuaderla a tornare a' suoi.
19 Περιεπατησαν δε αμφοτεραι, εωσου εφθασαν εις Βηθλεεμ. Και οτε εφθασαν εις Βηθλεεμ, πασα η πολις συνεκινηθη δι' αυτας, και αι γυναικες ελεγον, Αυτη ειναι η Ναομι;19 Partirono dunque insieme e vennero a Betleem. Entrate che furono in città, se ne sparse presto fra tutti la voce. E le donne dicevano: «Ecco quella Noemi!».
20 Και αυτη ειπε προς αυτας, Μη με ονομαζετε Ναομι? ονομαζετε με Μαρα? διοτι ο Παντοδυναμος με επικρανε σφοδρα?20 Ma essa diceva loro: «Non mi chiamate Noemi (cioè bella); chiamatemi Mara (cioè amara); perchè l'Onnipotente mi ha ripiena assai d'amarezza.
21 εγω πληρης ανεχωρησα, και κενην επανηγαγε με ο Κυριος? δια τι με ονομαζετε Ναομι, αφου ο Κυριος εμαρτυρησε κατ' εμου και ο Παντοδυναμος με κατεθλιψεν;21 Partii nell'abbondanza ed il Signore m'ha fatto ritornare nella miseria. Perchè dunque mi chiamate Noemi, me che il Signore ha umiliata, e l'Onnipotente ha afflitta?».
22 Επεστρεψε λοιπον η Ναομι, και μετ' αυτης Ρουθ η Μωαβιτις η νυμφη αυτης ελθουσα εκ γης Μωαβ? και αυται εφθασαν εις Βηθλεεμ εν τη αρχη του θερισμου των κριθων.22 Venne pertanto Noemi, con Rut Moabita sua nuora, dalla terra ove era stata come straniera, e fece ritorno in Betleem, quando si cominciava a mietere l'orzo.