Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 4


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και επραξαν οι υιοι Ισραηλ παλιν πονηρα ενωπιον του Κυριου, αφου ετελευτησεν ο Αωδ.1 De nouveau, après la mort d’Éhoud, les Israélites firent ce qui est mal aux yeux de Yahvé,
2 Και επωλησεν αυτους ο Κυριος εις την χειρα του Ιαβειν, βασιλεως Χανααν, οστις εβασιλευεν εν Ασωρ? και αρχηγος των στρατευματων αυτου ητο ο Σισαρα, οστις κατωκει εκ Αρωσεθ των εθνων.2 et Yahvé les livra entre les mains de Yabin, roi de Canaan, qui régnait à Haçor. Siséra était le chef de son armée et il habitait à Harochet-Ha-Goyim.
3 Και εβοησαν προς τον Κυριον οι υιοι Ισραηλ? διοτι ειχεν εννεακοσιας αμαξας σιδηρας? και αυτος κατεθλιψε σφοδρα τους υιους Ισραηλ εικοσι ετη.3 Les Israélites crièrent vers Yahvé, car Yabin avait 900 chars de fer et il opprimait durement les Israélites depuis 20 ans.
4 Και η Δεβορρα, γυνη προφητις, γυνη του Λαφιδωθ, αυτη εκρινε τον Ισραηλ κατα τον καιρον εκεινον.4 En ce temps-là la prophétesse Débora, femme de Lapidot, jugeait Israël.
5 Και αυτη κατωκει υπο τον φοινικα της Δεβορρας, μεταξυ Ραμα και Βαιθηλ, εν τω ορει Εφραιμ? και ανεβαινον προς αυτην οι υιοι Ισραηλ δια να κρινωνται.5 Elle siégeait sous le Palmier-de-Débora, entre Rama et Béthel, dans la montagne d’Éphraïm, et les Israélites montaient auprès d’elle pour obtenir justice.
6 Και εστειλε και εκαλεσε τον Βαρακ τον υιον του Αβινεεμ απο Κεδες-νεφαλι, και ειπε προς αυτον, Δεν προσταξε Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, λεγων, Υπαγε και συναξον δυναμιν εν τω ορει Θαβωρ και λαβε μετα σου δεκα χιλιαδας ανδρων εκ των υιων Νεφθαλι και εκ των υιων Ζαβουλων,6 Elle envoya chercher Barac, fils d’Abinoam, de Qédesh en Nephtali. Elle lui fit dire: “Ceci est un ordre de Yahvé, le Dieu d’Israël: rends-toi au Mont Thabor et recrute 10 000 hommes parmi les fils de Nephtali et les fils de Zabulon.
7 και θελω επισυρει προς σε εις τον ποταμον Κισων τον Σισαρα, τον αρχηγον του στρατευματος Ιαβειν, και τας αμαξας αυτου και το πληθος αυτου, και θελω παραδωσει αυτον εις την χειρα σου;7 J’attirerai vers toi au torrent du Quichon, Siséra, chef de l’armée de Yabin, avec ses chars et tous ses hommes, et je le livrerai entre tes mains.”
8 Και ειπε προς αυτην ο Βαρακ, Εαν συ ελθης μετ' εμου, θελω υπαγει? αλλ' εαν δεν ελθης μετ' εμου, δεν θελω υπαγει.8 Barac lui répondit: “Si tu viens avec moi, j’irai, mais si tu ne viens pas avec moi, je n’irai pas.”
9 Η δε ειπε, Θελω ελθει εξαπαντος μετα σου? πλην δεν θελεις λαβει τιμην εν τη οδω εις την οποιαν υπαγεις? διοτι εις χειρα γυναικος θελει πωλησει ο Κυριος τον Σισαρα. Και η Δεβορρα εσηκωθη και υπηγε μετα του Βαρακ εις Κεδες.9 Elle lui dit: “J’irai donc avec toi, mais puisque tu prends ce chemin, la gloire de cette expédition ne sera pas pour toi: Yahvé livrera Siséra aux mains d’une femme.” Débora se leva donc, et Barac partit avec elle pour Qédesh.
10 Και συνεκαλεσεν ο Βαρακ τον Ζαβουλων και τον Νεφθαλι εις Κεδες, και ανεβη μετα δεκα χιλιαδων ανδρων κατα ποδας αυτου? και η Δεβορρα ανεβη μετ' αυτου.10 À Qédesh Barac rassembla Zabulon et Nephtali, et 10 000 hommes le suivirent. Débora était avec lui.
11 Ο δε Εβερ ο Κεναιος, εκ των υιων του Οβαβ πενθερου του Μωυσεως, ειχε χωρισθη απο των Κεναιων και ειχε στησει την σκηνην αυτου εως της δρυος Ζααναειμ, της πλησιον Κεδες.11 Héber le Kénite s’était séparé de la tribu de Kayin et du clan des fils de Hobab, beau-frère de Moïse. Il avait planté sa tente près du Chêne-de-Saananim, à côté de Qédesh.
12 Και ανηγγειλαν προς τον Σισαρα, οτι Βαρακ ο υιος του Αβινεεμ ανεβη εις το ορος Θαβωρ.12 On annonça à Siséra que Barac, fils d’Abinoam, s’était rendu au mont Thabor.
13 Και συνηθροισεν ο Σισαρα πασας τας αμαξας αυτου, εννεακοσιας αμαξας σιδηρας, και παντα τον λαον τον μετ' αυτου, απο Αρωσεθ των εθνων εις τον ποταμον Κισων.13 Siséra rassembla donc tous ses chars de fer au nombre de 900, ainsi que ses troupes, et ils vinrent de Harochet-Ha-Goyim jusqu’au torrent du Quichon.
14 Και ειπεν η Δεβορρα προς τον Βαρακ, Σηκωθητι? διοτι αυτη ειναι η ημερα, καθ' ην ο Κυριος παρεδωκε τον Σισαρα εις την χειρα σου? δεν εξηλθεν ο Κυριος εμπροσθεν σου; Και κατεβη ο Βαρακ απο του ορους Θαβωρ και δεκα χιλιαδες ανδρες κατοπιν αυτου.14 Débora dit alors à Barac: “C’est le moment, aujourd’hui même Yahvé livrera Siséra entre tes mains. Yahvé ne marche-t-il pas devant toi?” Barac descendit du mont Thabor suivi de ses 10 000 hommes,
15 Και κατετροπωσεν ο Κυριος τον Σισαρα και πασας τας αμαξας και παν το στρατευμα, εν στοματι μαχαιρας, εμπροσθεν του Βαρακ? και κατεβη ο Σισαρα απο της αμαξης και εφυγε πεζος.15 et Yahvé mit en déroute devant Barac, Siséra, tous ses chars et toute son armée; Siséra lui-même descendit de son char et s’enfuit à pied.
16 Κατεδιωξε δε ο Βαρακ κατοπιν των αμαξων και κατοπιν του στρατευματος εως της Αρωσεθ των εθνων? και επεσε παν το στρατευμα του Σισαρα εν στοματι μαχαιρας? δεν εμεινεν ουδε εις.16 Barac se lança à la poursuite des chars et de l’armée, jusqu’à Harochet-Ha-Goyim, et toute l’armée de Siséra tomba sous le tranchant de l’épée, pas un n’échappa.
17 Και εφυγεν ο Σισαρα πεζος εις την σκηνην της Ιαηλ, γυναικος του Εβερ του Κεναιου? διοτι ητο ειρηνη μεταξυ του Ιαβειν βασιλεως της Ασωρ και του οικου του Εβερ του Κεναιου.17 Siséra, lui, s’était enfui à pied vers la tente de Yaël, femme de Héber, le Kénite, car la paix régnait entre Yabin, roi de Haçor, et Héber le Kénite.
18 Και εξηλθεν η Ιαηλ εις συναντησιν του Σισαρα και ειπε προς αυτον, Εισελθε, κυριε μου, εισελθε προς εμε? μη φοβου. Και οτε εισηλθε προς αυτην εις την σκηνην, εσκεπασεν αυτον με καλυμμα.18 Yaël sortit donc au-devant de Siséra et lui dit: “Viens par ici, mon seigneur! Viens par ici, n’aie pas peur.” Il vint de son côté, entra sous la tente et elle le recouvrit d’une couverture.
19 Και ειπε προς αυτην. Ποτισον με, παρακαλω, ολιγον υδωρ, διοτι εδιψησα. Και ηνοιξε τον ασκον του γαλακτος και εποτισεν αυτον και εσκεπασεν αυτον.19 Il lui dit: “Donne-moi à boire un peu d’eau, car j’ai soif.” Elle prit une outre de lait et lui donna à boire, puis elle le couvrit de nouveau.
20 Και ειπε προς αυτην, Στηθι εις την θυραν της σκηνης, και εαν ελθη τις και σε ερωτηση, λεγων, Ειναι τις ενταυθα; ειπε, Ουχι.20 Il lui dit: “Reste à l’entrée de ta tente, si quelqu’un arrive et te demande s’il y a quelqu’un ici, tu répondras qu’il n’y a personne.”
21 Και ελαβεν Ιαηλ η γυνη του Εβερ τον πασσαλον της σκηνης, και βαλουσα σφυραν εις την χειρα αυτης, υπηγεν ησυχως προς αυτον και ενεπηξε τον πασσαλον εις τον μηνιγγα αυτου, ωστε εκαρφωθη εις την γην? διοτι αυτος αποκαμωμενος ων εκοιματο βαθεως. Και απεθανε.21 Mais Yaël, femme de Héber, prit l’un des pieux de la tente et saisit le marteau, elle s’approcha doucement derrière lui et lui planta le pieu dans la tempe, si fort qu’il se ficha en terre. Il dormait profondément car il était épuisé de fatigue, et c’est ainsi qu’il mourut.
22 Και ιδου, ο Βαρακ κατεδιωκε τον Σισαρα? η δε Ιαηλ εξηλθεν εις συναντησιν αυτου και ειπε προς αυτον, Ελθε, και θελω σοι δειξει τον ανδρα τον οποιον ζητεις. Και οτε εισηλθε προς αυτην, ιδου, ο Σισαρα εκειτο νεκρος, και ο πασσαλος εις τον μηνιγγα αυτου.22 Comme Barac arrivait, à la poursuite de Siséra, Yaël sortit au-devant de lui et lui dit: “Entre, je te montrerai l’homme que tu cherches.” Il entra et vit Siséra étendu mort, le pieu dans la tempe.
23 Και εταπεινωσεν ο Θεος κατα την ημεραν εκεινην τον Ιαβειν βασιλεα Χανααν εμπροσθεν των υιων Ισραηλ.23 En ce jour-là Dieu humilia Yabin, roi de Canaan, devant les Israélites. 24 La main des Israélites se fit de plus en plus pesante sur Yabin, roi de Canaan, jusqu’au jour où ils s’en débarrassèrent.
24 Και εκραταιουτο η χειρ των υιων Ισραηλ και κατισχυεν επι Ιαβειν βασιλεα Χανααν, εωσου εξωλοθρευσαν τον Ιαβειν βασιλεα Χανααν.