Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 18


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Κατ' εκεινας τας ημερας δεν ητο βασιλευς εν τω Ισραηλ? και κατ' εκεινας τας ημερας η φυλη Δαν εζητει εις εαυτην κληρονομιαν δια να κατοικηση? διοτι εως εκεινης της ημερας δεν ειχε πεσει κληρονομια εις αυτους μεταξυ των φυλων του Ισραηλ.1 Azokban a napokban nem volt király Izraelben, s Dán törzse birtokot keresett magának, hogy ott letelepedjék, mert mindaddig nem kapott osztályrészt a többi törzs között.
2 Και απεστειλαν οι υιοι Δαν εκ της συγγενειας αυτων πεντε ανδρας εκ των οριων αυτων, ανδρας ισχυρους, εκ Σαραα και εξ Εσθαολ, δια να κατασκοπευσωσι τον τοπον, και να εξιχνιασωσιν αυτον? και ειπον προς αυτους, Υπαγετε, εξιχνιασατε τον τοπον. Και ηλθον εις το ορος Εφραιμ, εως του οικου του Μιχαια, και διενυκτερευσαν εκει.2 Elküldtek tehát Dán fiai Córából és Estaolból öt olyan bátor embert, aki az ő törzsükből és nemzetségükből származott, hogy kémleljék ki és vegyék jól szemügyre az országot. Azt mondták nekik: »Menjetek, vegyétek szemügyre az országot!« Azok el is mentek, s eljutottak Efraim hegységébe, s betértek Míka házába, s ott megpihentek.
3 Διοτι καθως επλησιασαν εις τον οικον του Μιχαια, εγνωρισαν την φωνην του νεου του Λευιτου? και εστραφησαν εκει και ειπον προς αυτον, Τις σε εφερεν ενταυθα; και συ τι καμνεις εν τω τοπω τουτω; και δια τι εισαι ενταυθα;3 Miközben nála voltak szálláson, megismerték az ifjú levita hangját, s azt mondták neki: »Ki hozott téged ide? Mit művelsz itt? Mi járatban jöttél ide?«
4 Ο δε ειπε προς αυτους, Ουτω και ουτως εκαμεν εις εμε ο Μιχαιας, και με εμισθωσε, και ειμαι ιερευς αυτου.4 Ő azt felelte nekik: »Ezt és ezt cselekedte velem Míka, s megfogadott, hogy papjává legyek.«
5 Και ειπαν προς αυτον, Ερωτησον, παρακαλουμεν, τον Θεον, δια να γνωρισωμεν εαν εχη να ευοδωθη η οδος ημων την οποιαν υπαγομεν.5 Erre megkérték, hogy kérdezze meg az Urat, hadd tudják meg, szerencsével járják-e meg útjukat, s lesz-e eredménye dolguknak?
6 Ο δε ιερευς ειπε προς αυτους, Υπαγετε εν ειρηνη? αρεστη εις τον Κυριον ειναι η οδος σας, την οποιαν υπαγετε.6 Ő ezt felelte nekik: »Menjetek békességgel; az Úr tetszéssel nézi jártatokat s az utat, amelyre mentek.«
7 Τοτε ανεχωρησαν οι πεντε ανδρες και ηλθον εις Λαισα, και ειδον τον λαον τον κατοικουντα εν αυτη αμεριμνον, κατα τον τροπον των Σιδωνιων, ησυχαζοντα και ζωντα εν αφοβια? και δεν ητο ουδεις αρχων εν τω τοπω, οστις να περιστελλη αυτους εις ουδεν? και αυτοι ησαν μακραν των Σιδωνιων, και δεν ειχον συγκοινωνιαν με ουδενα.7 Elment tehát az öt ember és eljutott Laisba és látta, hogy ott a nép a szidoniak módjára, minden félelem nélkül, biztonságban s nyugalomban lakik, egyáltalában senki sem bántja, igen gazdag, s távol van Szidontól, s mindenkitől független.
8 Και επανηλθον προς τους αδελφους αυτων εις Σαραα και Εσθαολ? και ειπαν προς αυτους οι αδελφοι αυτων, Τι λεγετε σεις;8 Amikor tehát visszatértek testvéreikhez Córába és Estaolba, s azok megkérdezték, hogy mit végeztek, ezt felelték:
9 Οι δε ειπον, Σηκωθητε, και ας αναβωμεν εναντιον αυτων? διοτι ειδομεν τον τοπον, και ιδου, ειναι καλος σφοδρα? και σεις καθησθε; μη οκνησητε να υπαγωμεν, να εισελθωμεν δια να κληρονομησωμεν τον τοπον?9 »Gyertek, vonuljunk fel ellenük, mert láttuk, hogy földjük igen gazdag s termékeny. Ne vesztegeljetek, ne húzódozzatok, menjünk, s foglaljuk el, semmi fáradságba sem kerül.
10 αφου υπαγητε, θελετε ελθει εις λαον ζωντα εν αφοβια και εις τοπον ευρυχωρον? διοτι ο Θεος εδωκεν αυτον εις την χειρα σας? τοπον, εις τον οποιον δεν ειναι ελλειψις ουδενος πραγματος των εν τη γη.10 Biztonságban levő emberekhez, nagyon tágas tartományba megyünk, s az Úr nekünk fogja adni azt a helyet, ahol semmi sem hiányzik mindabból, ami a földön terem.«
11 Και εκινησαν εκειθεν εκ της συγγενειας του Δαν, εκ Σαραα και εξ Εσθαολ, εξακοσιοι ανδρες περιεζωσμενοι οπλα πολεμικα.11 Elindult tehát Dán nemzetségéből, azaz Córából s Estaolból hatszáz, harci fegyverekkel felszerelt ember.
12 Και ανεβησαν και εστρατοπεδευσαν εν Κιριαθ-ιαρειμ, εν Ιουδα? δια τουτο ωνομασαν τον τοπον εκεινον Μαχανε-δαν, εως της ημερας ταυτης? κειται δε οπισθεν της Κιριαθ-ιαρειμ.12 Felvonulásuk folyamán tábort ütöttek a júdai Kirját-Jearimnál, ezért az a hely attól az időtől kezdve a Dán tábora nevet viseli; Kirját-Jearim mögött van.
13 Και εκειθεν επερασαν εις το ορος Εφραιμ και ηλθον εως του οικου του Μιχαια.13 Onnan átmentek Efraim hegységébe. Amikor aztán Míka házához jutottak,
14 Τοτε οι πεντε ανδρες, οιτινες ειχον υπαγει δια να κατασκοπευσωσι τον τοπον της Λαισα, ανηγγειλαν και ειπον προς τους αδελφους αυτων, Εξευρετε οτι ειναι εν τουτοις τοις οικοις εφοδ και θεραφειμ και γλυπτον και χωνευτον; τωρα λοιπον σκεφθητε τι εχετε να καμητε.14 azt mondta az az öt ember, akit azelőtt Lais földjének kikémlelésére küldtek, többi testvérének: »Tudjátok-e, hogy ezekben a házakban efód, teráf, faragott és öntött kép van? Határozzatok, mit láttok jónak.«
15 Και εστραφησαν εκει και υπηγαν εις τον οικον του νεου του Λευιτου, εις τον οικον του Μιχαια, και εχαιρετησαν αυτον.15 Erre ők lekanyarodtak egy kissé, s betértek annak a fiatal levitának a házába, aki Míka házában volt, s köszöntötték őt békességes szavakkal,
16 Και οι εξακοσιοι ανδρες οι περιεζωσμενοι τα πολεμικα οπλα αυτων οιτινες ησαν εκ των υιων Δαν, εσταθησαν εις την θυραν του πυλωνος.16 a hatszáz ember pedig, úgy ahogy volt, felfegyverkezve megállt a kapu előtt.
17 Και ανεβησαν οι πεντε ανδρες, οιτινες ειχον υπαγει δια να κατασκοπευσωσι τον τοπον, και εισηλθον εκει και ελαβον το γλυπτον και το εφοδ και το θεραφειμ και το χωνευτον? ο δε ιερευς ιστατο εις την θυραν του πυλωνος μετα των εξακοσιων ανδρων των περιεζωσμενων τα πολεμικα οπλα.17 Ám azok, akik betértek az ifjú házába, arra törekedtek, hogy elvihessék a faragott képet, az efódot s a teráfokat s az öntött képet. Miközben a pap a kapu előtt állt, s nem messze várakozott a hatszáz vitéz,
18 Και καθως ουτοι εισηλθον εις τον οικον του Μιχαια, και ελαβον το γλυπτον, το εφοδ και το θεραφειμ και το χωνευτον, ο ιερευς ειπε προς αυτους, Τι καμνετε σεις;18 el is vitték azok, akik betértek, a faragott képet, az efódot, a bálványokat s az öntött képet. Rájuk szólt a pap: »Mit műveltek?«
19 Και ειπαν προς αυτον, Σιωπα, βαλε την χειρα σου εις το στομα σου, και ελθε μεθ' ημων και γινου εις ημας πατηρ και ιερευς? ειναι καλητερον εις σε να ησαι ιερευς εν τω οικω ενος ανθρωπου, η να ησαι ιερευς φυλης και οικογενειας εν τω Ισραηλ;19 Ők ezt felelték neki: »Hallgass, tedd ujjadat szádra, jöjj velünk, és légy atyánk és papunk. Mi jobb neked, az, hogy egy ember házában légy pap, vagy az, hogy Izrael egy törzsében és nemzetségében?«
20 Και εχαρη η καρδια του ιερεως? και ελαβε το εφοδ και το θεραφειμ και το γλυπτον και υπηγε μεταξυ του λαου.20 Amikor ő meghallotta ezt, engedett a kérésüknek. Fogta az efódot, a bálványokat, a faragott képet, és elment velük.
21 Και στραφεντες ανεχωρησαν και εβαλον τα παιδια και τα κτηνη και την αποσκευην εμπροσθεν αυτων.21 Amikor elmentek, maguk előtt terelték kisdedeiket, barmaikat s minden drágaságukat.
22 Αφου απεμακρυνθησαν ουτοι απο του οικου του Μιχαια, οι ανθρωποι οι οντες εις τους οικους τους γειτονευοντας με την οικιαν του Μιχαια συνηχθησαν και επροφθασαν τους υιους Δαν.22 Már messzire voltak Míka házától, amikor azok az emberek, akik Míka házában laktak, összehívták egymást, utánuk mentek,
23 Και εβοησαν προς τους υιους Δαν. Και ουτοι εστρεψαν το προσωπον αυτων και ειπαν προς τον Μιχαιαν, Τι εχεις και εσυναξας τοσον πληθος;23 és a hátuk mögött kiáltozni kezdtek. Erre ők hátratekintettek, s azt mondták Míkának: »Mi bajod, miért kiáltozol?«
24 Ο δε ειπεν, Ελαβετε τους θεους μου τους οποιους εκαμα, και τον ιερεα, και ανεχωρησατε? και τι μενει εις εμε πλεον; και τι ειναι τουτο, το οποιον λεγετε προς εμε, τι εχεις;24 Az ezt felelte: »Elvittétek az isteneimet, amelyeket készítettem magamnak, meg a papomat is és mindenemet, s azt mondjátok: ‘Mi bajod?’«
25 Και ειπαν προς αυτον οι υιοι Δαν, Ας μη ακουσθη η φωνη σου μεταξυ ημων, μηποτε ανδρες οξυθυμοι πεσωσι κατα σου, και χασης την ζωην σου και την ζωην της οικογενειας σου.25 Azt mondták erre neki Dán fiai: »Vigyázz, ne beszélj többet nekünk, hogy neked ne menjenek e felindult lelkű emberek, s el ne vessz egész házad népével együtt.«
26 Και υπηγαιναν οι υιοι Δαν εις την οδον αυτων? και οτε ειδεν ο Μιχαιας οτι εκεινοι ησαν δυνατωτεροι αυτου, εστρεψε και επανηλθεν εις τον οικον αυτου.26 Azzal folytatták megkezdett útjukat. Mivel Míka látta, hogy erősebbek nála, visszatért házába.
27 Και αυτοι ελαβον τα οσα κατεσκευασεν ο Μιχαιας, και τον ιερεα τον οποιον ειχε, και ηλθον εις Λαισα, προς λαον ησυχαζοντα και ζωντα εν αφοβια? και επαταξαν αυτους εν στοματι μαχαιρας και την πολιν εκαυσαν εν πυρι.27 A hatszáz ember pedig vitte a papot, s a fent említett dolgokat, s elment Laisba, a nyugalomban s biztonságban élő néphez, s kardélre hányta őket, s lángba borította a várost.
28 Και δεν ητο ουδεις ο σωζων αυτην, διοτι ευρισκετο μακραν απο της Σιδωνος, και δεν ειχον συγκοινωνιαν με ουδενα? εκειτο δε εν τη κοιλαδι της Βαιθ-ρεωβ. Και ωκοδομησαν πολιν και κατωκησαν εν αυτη.28 Egyáltalában senki sem vitt segítséget nekik, mivel távol laktak Szidontól és senkivel sem volt szövetségük s ügyük. A város pedig Rohób vidékén feküdt. Miután újra felépítették, megtelepedtek benne
29 Και εκαλεσαν το ονομα της πολεως Δαν, κατα το ονομα Δαν του πατρος αυτων, οστις εγεννηθη εις τον Ισραηλ? το δε ονομα της πολεως ητο το παλαι εξ αρχης Λαισα.29 és elnevezték a várost apjuk nevéről, akit Izrael nemzett, Dánnak; azelőtt Laisnak hívták.
30 Και εστησαν εις εαυτους οι υιοι του Δαν το γλυπτον? και Ιωναθαν ο υιος του Γηρσων, υιου του Μανασση, αυτος και οι υιοι αυτου ησαν ιερεις εν τη φυλη Δαν, εως της ημερας της αιχμαλωσιας της γης.30 Aztán felállították maguknak a faragott képet s Jonatánt – Gersámnak, Mózes fiának a fiát – és fiait tették papokká Dán törzsében egészen fogságba jutásuk napjáig.
31 Και εστησαν εις εαυτους το γλυπτον, το οποιον εκαμεν ο Μιχαιας, ολον τον καιρον καθ' ον ο οικος του Θεου ητο εν Σηλω.31 Ott is maradt náluk Míka bálványa azon egész idő alatt, amíg Isten háza Silóban volt.