Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli - Acts 12


font
GREEK BIBLENEW AMERICAN BIBLE
1 Κατ' εκεινον δε τον καιρον επεχειρησεν Ηρωδης ο βασιλευς να κακοποιηση τινας απο της εκκλησιας.1 About that time King Herod laid hands upon some members of the church to harm them.
2 Εφονευσε δε δια μαχαιρας Ιακωβον τον αδελφον του Ιωαννου.2 He had James, the brother of John, killed by the sword,
3 Και ιδων οτι ητο αρεστον εις τους Ιουδαιους, προσεθεσε να συλλαβη και τον Πετρον? ησαν δε αι ημεραι των αζυμων?3 and when he saw that this was pleasing to the Jews he proceeded to arrest Peter also. (It was (the) feast of Unleavened Bread.)
4 τον οποιον και πιασας εβαλεν εις φυλακην, παραδωσας αυτον εις τεσσαρας τετραδας στρατιωτων δια να φυλαττωσιν αυτον, θελων μετα το πασχα να παραστηση αυτον εις τον λαον.4 He had him taken into custody and put in prison under the guard of four squads of four soldiers each. He intended to bring him before the people after Passover.
5 Ο μεν λοιπον Πετρος εφυλαττετο εν τη φυλακη? εγινετο δε υπο της εκκλησιας ακαταπαυστος προσευχη προς τον Θεον υπερ αυτου.5 Peter thus was being kept in prison, but prayer by the church was fervently being made to God on his behalf.
6 Οτε δε εμελλεν ο Ηρωδης να παραστηση αυτον, την νυκτα εκεινην ο Πετρος εκοιματο μεταξυ δυο στρατιωτων δεδεμενος με δυο αλυσεις, και φυλακες εμπροσθεν της θυρας εφυλαττον το δεσμωτηριον.6 On the very night before Herod was to bring him to trial, Peter, secured by double chains, was sleeping between two soldiers, while outside the door guards kept watch on the prison.
7 Και ιδου, αγγελος Κυριου ηλθεν εξαιφνης και φως ελαμψεν εν τω οικηματι? κτυπησας δε την πλευραν του Πετρου εξυπνησεν αυτον, λεγων? Σηκωθητι ταχεως. Και επεσον αι αλυσεις αυτου εκ των χειρων.7 Suddenly the angel of the Lord stood by him and a light shone in the cell. He tapped Peter on the side and awakened him, saying, "Get up quickly." The chains fell from his wrists.
8 Και ειπεν ο αγγελος προς αυτον? Περιζωσθητι και υποδησον τα σανδαλια σου. Και εκαμεν ουτω. Και λεγει προς αυτον? Φορεσον το ιματιον σου και ακολουθει μοι.8 The angel said to him, "Put on your belt and your sandals." He did so. Then he said to him, "Put on your cloak and follow me."
9 Και εξελθων ηκολουθει αυτον, και δεν ηξευρεν οτι το γινομενον δια του αγγελου ητο αληθινον, αλλ' ενομιζεν οτι βλεπει οραμα.9 So he followed him out, not realizing that what was happening through the angel was real; he thought he was seeing a vision.
10 Αφου δε επερασαν πρωτην και δευτεραν φρουραν, ηλθον εις την πυλην την σιδηραν την φερουσαν εις την πολιν, ητις αφ' εαυτης ηνοιχθη εις αυτους, και εξελθοντες διεπερασαν οδον μιαν, και ευθυς ο αγγελος ανεχωρησεν απ' αυτου.10 They passed the first guard, then the second, and came to the iron gate leading out to the city, which opened for them by itself. They emerged and made their way down an alley, and suddenly the angel left him.
11 Και ο Πετρος συνελθων εις εαυτον, ειπε? Τωρα γνωριζω αληθως οτι Κυριος εξαπεστειλε τον αγγελον αυτου και με ηλευθερωσεν εκ της χειρος του Ηρωδου και ολης της ελπιδος του λαου των Ιουδαιων.11 Then Peter recovered his senses and said, "Now I know for certain that (the) Lord sent his angel and rescued me from the hand of Herod and from all that the Jewish people had been expecting."
12 Και αφου εσκεφθη, ηλθεν εις την οικιαν Μαριας της μητρος του Ιωαννου του επονομαζομενου Μαρκου, οπου ησαν ικανοι συνηθροισμενοι και προσευχομενοι.12 When he realized this, he went to the house of Mary, the mother of John who is called Mark, where there were many people gathered in prayer.
13 Οτε δε ο Πετρος εκρουσε την θυραν του προαυλιου, προσηλθε θεραπαινα ονομαζομενη Ροδη, δια να ακουση,13 When he knocked on the gateway door, a maid named Rhoda came to answer it.
14 και γνωρισασα την φωνην του Πετρου απο της χαρας δεν ηνοιξε την πυλην, αλλ' ετρεξε και απηγγειλεν οτι ο Πετρος ισταται εμπροσθεν της πυλης.14 She was so overjoyed when she recognized Peter's voice that, instead of opening the gate, she ran in and announced that Peter was standing at the gate.
15 Οι δε ειπον προς αυτην? Παραφρονεις. Εκεινη ομως διισχυριζετο οτι ουτως εχει. Οι δε ελεγον? Ο αγγελος αυτου ειναι.15 They told her, "You are out of your mind," but she insisted that it was so. But they kept saying, "It is his angel."
16 Ο δε Πετρος επεμενε κρουων. Και ανοιξαντες ειδον αυτον και εξεπλαγησαν.16 But Peter continued to knock, and when they opened it, they saw him and were astounded.
17 Και σεισας εις αυτους την χειρα δια να σιωπησωσι, διηγηθη προς αυτους πως ο Κυριος εξηγαγεν αυτον εκ της φυλακης, και ειπεν? Απαγγειλατε ταυτα προς τον Ιακωβον και τους αδελφους. Και εξελθων υπηγεν εις αλλον τοπον.17 He motioned to them with his hand to be quiet and explained (to them) how the Lord had led him out of the prison, and said, "Report this to James and the brothers." Then he left and went to another place.
18 Αφου δε εξημερωσεν, ητο ταραχη ουκ ολιγη μεταξυ των στρατιωτων τι αρα εγεινεν ο Πετρος.18 At daybreak there was no small commotion among the soldiers over what had become of Peter.
19 Ο δε Ηρωδης, αφου εζητησεν αυτον και δεν ευρεν, ανακρινας τους φυλακας προσεταξε να θανατωθωσι, και καταβας απο της Ιουδαιας εις την Καισαρειαν, διετριβεν εκει.19 Herod, after instituting a search but not finding him, ordered the guards tried and executed. Then he left Judea to spend some time in Caesarea.
20 Ητο δε ο Ηρωδης σφοδρα ωργισμενος κατα των Τυριων και Σιδωνιων? ηλθον δε προς αυτον ομοθυμαδον, και πεισαντες τον Βλαστον τον επι του κοιτωνος του βασιλεως, εζητουν ειρηνην, διοτι ο τοπος αυτων ετρεφετο απο του βασιλικου.20 He had long been very angry with the people of Tyre and Sidon, who now came to him in a body. After winning over Blastus, the king's chamberlain, they sued for peace because their country was supplied with food from the king's territory.
21 Και εν ημερα ωρισμενη ενδυθεις ο Ηρωδης βασιλικην στολην και καθησας επι του θρονου, εδημηγορει προς αυτους.21 On an appointed day, Herod, attired in royal robes, (and) seated on the rostrum, addressed them publicly.
22 Ο δε λαος επεφωνει? Θεου φωνη και ουχι ανθρωπου.22 The assembled crowd cried out, "This is the voice of a god, not of a man."
23 Και παρευθυς επαταξεν αυτον αγγελος Κυριου, διοτι δεν εδωκε την δοξαν εις τον Θεον, και γενομενος σκωληκοβρωτος εξεψυχησεν.23 At once the angel of the Lord struck him down because he did not ascribe the honor to God, and he was eaten by worms and breathed his last.
24 Ο δε λογος του Θεου ηυξανε και επληθυνετο.24 But the word of God continued to spread and grow.
25 Ο δε Βαρναβας και ο Σαυλος υπεστρεψαν εξ Ιερουσαλημ αφου εξεπληρωσαν την διακονιαν αυτων, παραλαβοντες μεθ' εαυτων και τον Ιωαννην τον επονομασθεντα Μαρκον.25 After Barnabas and Saul completed their relief mission, they returned to Jerusalem, taking with them John, who is called Mark.