Scrutatio

Giovedi, 1 maggio 2025 - San Giuseppe Lavoratore ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Giovanni - John 6


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Μετα ταυτα ανεχωρησεν ο Ιησους περαν της θαλασσης της Γαλιλαιας της Τιβεριαδος?1 Après cela, Jésus alla sur les bords de la mer de Galilée, du côté de Tibériade.
2 και ηκολουθει αυτον οχλος πολυς, διοτι εβλεπον τα θαυματα αυτου, τα οποια εκαμνεν επι των ασθενουντων.2 Une foule nombreuse le suivait, car elle voyait les signes miraculeux qu’il opérait sur les malades.
3 Ανεβη δε εις το ορος ο Ιησους και εκει εκαθητο μετα των μαθητων αυτου.3 Jésus monta sur la colline, et là il s’assit avec ses disciples.
4 Επλησιαζε δε το πασχα, η εορτη των Ιουδαιων.4 La Pâque, la fête des Juifs, était proche.
5 Υψωσας λοιπον ο Ιησους τους οφθαλμους και ιδων οτι πολυς οχλος ερχεται προς αυτον, λεγει προς τον Φιλιππον? Ποθεν θελομεν αγορασει αρτους, δια να φαγωσιν ουτοι;5 Jésus, donc, leva les yeux et vit cette grande foule qui montait vers lui. Alors il dit à Philippe: "Où allons-nous acheter des pains pour qu’ils aient à manger?”
6 Ελεγε δε τουτο δοκιμαζων αυτον? διοτι αυτος ηξευρε τι εμελλε να καμη.6 Jésus disait cela pour voir comment Philippe allait réagir, car lui savait ce qu’il allait faire.
7 Απεκριθη προς αυτον ο Φιλιππος? Διακοσιων δηναριων αρτοι δεν αρκουσιν εις αυτους, δια να λαβη ολιγον τι εκαστος αυτων.7 Philippe lui répond: "Même avec 200 pièces d’argent, le pain ne suffirait pas pour que chacun en ait un morceau.”
8 Λεγει προς αυτον εις εκ των μαθητων αυτου, Ανδρεας ο αδελφος Σιμωνος Πετρου?8 Un des disciples de Jésus, André, le frère de Simon-Pierre, dit alors:
9 Εδω ειναι εν παιδαριον, το οποιον εχει πεντε αρτους κριθινους και δυο οψαρια? αλλα ταυτα τι ειναι εις τοσουτους;9 "Il y a là un garçon avec cinq pains d’orge et deux poissons: nous voilà bien pour nourrir toute cette foule!”
10 Ειπε δε ο Ιησους? Καμετε τους ανθρωπους να καθησωσιν? ητο δε χορτος πολυς εν τω τοπω. Εκαθησαν λοιπον οι ανδρες τον αριθμον εως πεντακισχιλιοι.10 Mais Jésus dit: "Faites asseoir tout ce monde.” Il y avait beaucoup d’herbe à cet endroit et les hommes s’assirent; ils étaient environ 5 000.
11 Και ελαβεν ο Ιησους τους αρτους και ευχαριστησας διεμοιρασεν εις τους μαθητας, οι δε μαθηται εις τους καθημενους? ομοιως και εκ των οψαριων οσον ηθελον.11 Jésus donc prend les pains et rend grâce, puis il en donne à ce monde qui s’est mis à l’aise, et il leur donne de même du poisson, autant qu’ils en veulent.
12 Αφου δε εχορτασθησαν, λεγει προς τους μαθητας αυτους? Συναξατε τα περισσευσαντα κλασματα, δια να μη χαθη τιποτε.12 Quand ils ont tous mangé à leur faim, Jésus dit à ses disciples: "Ramassez les morceaux qui restent, il ne faut rien perdre.”
13 Εσυναξαν λοιπον και εγεμισαν δωδεκα κοφινους κλασματων εκ των πεντε αρτων των κριθινων, τα οποια επερισσευσαν εις τους φαγοντας.13 On les ramasse donc et on remplit douze corbeilles avec les débris des cinq pains d’orge, tout ce qu’on n’avait pas mangé.
14 Οι ανθρωποι λοιπον, ιδοντες το θαυμα, το οποιον εκαμεν ο Ιησους, ελεγον οτι Ουτος ειναι αληθως ο προφητης ο μελλων να ελθη εις τον κοσμον.14 À la vue du signe que Jésus venait de faire, les gens commencèrent à dire: "Cet homme est vraiment le prophète qui doit venir dans le monde!”
15 Ο Ιησους λοιπον γνωρισας οτι μελλουσι να ελθωσι και να αρπασωσιν αυτον, δια να καμωσιν αυτον βασιλεα, ανεχωρησε παλιν εις το ορος αυτος μονος.15 Jésus comprit qu’ils allaient l’enlever pour le proclamer roi; alors, une fois de plus, il les laissa et s’en alla tout seul dans la montagne.
16 Καθως δε εγεινεν εσπερα, κατεβησαν οι μαθηται αυτου εις την θαλασσαν,16 En fin de journée les disciples descendirent vers le rivage.
17 και εμβαντες εις το πλοιον, ηρχοντο περαν της θαλασσης εις Καπερναουμ. Και ειχεν ηδη γεινει σκοτος και ο Ιησους δεν ειχεν ελθει προς αυτους,17 Il faisait déjà nuit et Jésus n’était toujours pas là avec eux. Ils montèrent donc dans une barque, cherchant à traverser la mer en direction de Capharnaüm,
18 και η θαλασσα υψονετο, επειδη επνεε δυνατος ανεμος.18 mais la mer était déchaînée car le vent soufflait très fort.
19 Αφου λοιπον εκωπηλατησαν ως εικοσιπεντε η τριακοντα σταδια βλεπουσι τον Ιησουν περιπατουντα επι της θαλασσης και πλησιαζοντα εις το πλοιον, και εφοβηθησαν.19 Quand ils avaient déjà ramé quatre ou cinq kilomètres, ils virent Jésus qui s’approchait de la barque: il marchait sur la mer et les disciples eurent vraiment peur.
20 Εκεινος δε λεγει προς αυτους? Εγω ειμαι? μη φοβεισθε.20 Mais lui leur dit: "C’est moi, ne craignez pas.”
21 Ηθελον λοιπον να λαβωσιν αυτον εις το πλοιον, και παρευθυς το πλοιον εφθασεν εις την γην, εις την οποιαν υπηγαινον.21 Et comme ils voulaient le prendre dans la barque, au même moment la barque toucha terre à l’endroit vers lequel ils se dirigeaient.
22 Τη επαυριον ο οχλος ο ισταμενος περαν της θαλασσης οτε ειδεν οτι πλοιαριον αλλο δεν ητο εκει ειμη εν, εκεινο εις το οποιον εισηλθον οι μαθηται αυτου, και οτι ο Ιησους δεν εισηλθε μετα των μαθητων αυτου εις το πλοιαριον, αλλα μονοι οι μαθηται αυτου ανεχωρησαν?22 Le lendemain, la foule qui était restée de l’autre côté de la mer se rendit compte qu’il n’y avait pas eu d’autre barque que celle-là et que Jésus n’y était pas monté avec ses disciples: ils étaient partis seuls.
23 ηλθον δε αλλα πλοιαρια εκ της Τιβεριαδος πλησιον του τοπου, οπου εφαγον τον αρτον, αφου ο Κυριος ευχαριστησεν?23 Cependant des bateaux étaient arrivés de Tibériade près de l’endroit où l’on avait mangé le pain lorsque le Seigneur rendit grâces.
24 οτε λοιπον ειδεν ο οχλος οτι ο Ιησους δεν ειναι εκει, ουδε οι μαθηται αυτου, εισηλθον και αυτοι εις τα πλοια και ηλθον εις Καπερναουμ ζητουντες τον Ιησουν.24 Lorsque tous ces gens virent que Jésus n’était pas là, et ses disciples non plus, ils montèrent sur ces bateaux à la recherche de Jésus, et ils vinrent à Capharnaüm.
25 Και ευροντες αυτον περαν της θαλασσης, ειπον προς αυτον? Ραββι, ποτε ηλθες εδω;25 À peine l’eurent-ils trouvé sur l’autre bord du lac qu’ils lui dirent: "Rabbi, Maître, comment es-tu venu?”
26 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους και ειπεν? Αληθως, αληθως σας λεγω, με ζητειτε, ουχι διοτι ειδετε θαυματα, αλλα διοτι εφαγετε εκ των αρτων και εχορτασθητε.26 Alors Jésus leur répond: "En vérité, en vérité, je vous le dis: vous me cherchez, non parce que vous avez vu à travers les signes, mais parce que vous avez eu du pain et que vous avez bien mangé.
27 Εργαζεσθε μη δια την τροφην την φθειρομενην, αλλα δια την τροφην την μενουσαν εις ζωην αιωνιον, την οποιαν ο Υιος του ανθρωπου θελει σας δωσει? διοτι τουτον εσφραγισεν ο Πατηρ ο Θεος.27 Travaillez, non pas pour la nourriture qui disparaît, mais pour la nourriture qui demeure et qui devient vie éternelle. C’est le Fils de l’Homme qui vous la donnera; c’est lui que Dieu le Père a marqué de son sceau.”
28 Ειπον λοιπον προς αυτον? Τι να καμωμεν, δια να εργαζωμεθα τα εργα του Θεου;28 Alors on lui dit: "Pour travailler aux œuvres de Dieu, que devons-nous faire?”
29 Απεκριθη ο Ιησους και ειπε προς αυτους? Τουτο ειναι το εργον του Θεου, να πιστευσητε εις τουτον, τον οποιον εκεινος απεστειλε.29 Et Jésus leur répond: "L’œuvre de Dieu, c’est que vous ayez foi en celui qu’il a envoyé.”
30 Τοτε ειπον προς αυτον? Τι σημειον λοιπον καμνεις συ, δια να ιδωμεν και πιστευσωμεν εις σε; τι εργαζεσαι;30 Ils lui disent: "Que fais-tu, quel signe avons-nous vu pour que nous croyions en toi? Qu’es-tu capable de faire?
31 οι πατερες ημων εφαγον το μαννα εν τη ερημω, καθως ειναι γεγραμμενον? Αρτον εκ του ουρανου εδωκεν εις αυτους να φαγωσιν.31 Nos pères ont mangé la manne dans le désert, comme dit l’Écriture: Il leur a donné à manger le pain venu du ciel”.
32 Ειπε λοιπον προς αυτους ο Ιησους? Αληθως, αληθως σας λεγω, δεν εδωκεν εις εσας τον αρτον εκ του ουρανου ο Μωυσης, αλλ' ο Πατηρ μου σας διδει τον αρτον εκ του ουρανου τον αληθινον.32 Jésus leur répond: "En vérité, en vérité, je vous le dis: ce n’est pas Moïse qui vous a donné le pain venu du ciel; c’est mon Père qui vous donne le vrai pain descendu du ciel.
33 Διοτι ο αρτος του Θεου ειναι ο καταβαινων εκ του ουρανου και διδων ζωην εις τον κοσμον.33 Celui qui descend du ciel et donne la vie au monde, c’est lui le pain de Dieu.”
34 Ειπον λοιπον προς αυτον? Κυριε, παντοτε δος εις ημας τον αρτον τουτον.34 Alors les gens lui disent: "Seigneur, donnez-nous donc ce pain.”
35 Και ειπε προς αυτους ο Ιησους? Εγω ειμαι ο αρτος της ζωης? οστις ερχεται προς εμε, δεν θελει πεινασει, και οστις πιστευει εις εμε, δεν θελει διψησει πωποτε.35 Et Jésus leur répond: "Je suis le pain de vie: celui qui vient à moi n’aura jamais faim, celui qui croit en moi n’aura plus jamais soif.
36 Πλην σας ειπον οτι και με ειδετε και δεν πιστευετε.36 Mais vous avez vu et vous n’avez pas cru: cela, je vous l’ai déjà dit.
37 Παν ο, τι μοι διδει ο Πατηρ, προς εμε θελει ελθει, και τον ερχομενον προς εμε δεν θελω εκβαλει εξω?37 “Tout ce que le Père me donne viendra à moi, et je ne rejetterai pas celui qui vient à moi.
38 διοτι κατεβην εκ του ουρανου, ουχι δια να καμω το θελημα το εμον, αλλα το θελημα του πεμψαντος με.38 Car je suis descendu du ciel, non pour faire ma volonté, mais pour faire la volonté de celui qui m’envoie.
39 Τουτο δε ειναι το θελημα του πεμψαντος με Πατρος, παν ο, τι μοι εδωκε να μη απολεσω ουδεν εξ αυτου, αλλα να αναστησω αυτο εν τη εσχατη ημερα.39 Voici ce que veut celui qui m’a envoyé: que je ne perde rien de ce qu’il m’a donné, mais que je le ressuscite au dernier jour.
40 Και τουτο ειναι το θελημα του πεμψαντος με, πας οστις βλεπει τον Υιον και πιστευει εις αυτον να εχη ζωην αιωνιον, και εγω θελω αναστησει αυτον εν τη εσχατη ημερα.40 Oui, c’est la volonté de mon Père: quiconque voit le Fils et croit en lui doit vivre de vie éternelle, et moi je le ressusciterai au dernier jour.”
41 Εγογγυζον λοιπον οι Ιουδαιοι περι αυτου οτι ειπεν, Εγω ειμαι ο αρτος ο καταβας εκ του ουρανου,41 Les Juifs commencèrent à protester parce que Jésus avait dit: "Je suis le pain qui est descendu du ciel.”
42 και ελεγον? δεν ειναι ουτος Ιησους ο υιος του Ιωσηφ, του οποιου ημεις γνωριζομεν τον πατερα και την μητερα; πως λοιπον λεγει ουτος οτι εκ του ουρανου κατεβην;42 Ils disaient: "Nous connaissons son père et sa mère, n’est-ce pas? Il n’est que Jésus fils de Joseph. Et maintenant il vient nous dire qu’il est descendu du ciel!”
43 Απεκριθη λοιπον ο Ιησους και ειπε προς αυτους? Μη γογγυζετε μεταξυ σας.43 Jésus leur dit ceci: "Ne protestez pas entre vous.
44 Ουδεις δυναται να ελθη προς εμε, εαν δεν ελκυση αυτον ο Πατηρ ο πεμψας με, και εγω θελω αναστησει αυτον εν τη εσχατη ημερα.44 Personne ne peut venir à moi si le Père qui m’a envoyé ne l’attire; moi, alors, je le ressusciterai au dernier jour.
45 Ειναι γεγραμμενον εν τοις προφηταις? Και παντες θελουσιν εισθαι διδακτοι του Θεου. Πας λοιπον, οστις ακουση παρα του Πατρος και μαθη, ερχεται προς εμε?45 Il est écrit dans les livres des prophètes: Tous seront enseignés par Dieu. C’est ainsi que vient à moi celui qui a entendu et s’est laissé instruire par le Père.
46 ουχι οτι ειδε τις τον Πατερα, ειμη εκεινος οστις ειναι παρα του Θεου, ουτος ειδε τον Πατερα.46 Car personne, bien sûr, n’a vu le Père; un seul a vu le Père, celui qui vient d’auprès de Dieu.
47 Αληθως αληθως, σας λεγω, Ο πιστευων εις εμε εχει ζωην αιωνιον.47 “En vérité, en vérité, je vous le dis: celui qui croit vit de vie éternelle.”
48 Εγω ειμαι ο αρτος της ζωης.48 “Je suis le pain de vie.
49 Οι πατερες σας εφαγον το μαννα εν τη ερημω και απεθανον?49 Vos pères ont mangé la manne dans le désert, mais ils sont morts.
50 ουτος ειναι ο αρτος ο καταβαινων εκ του ουρανου, δια να φαγη τις εξ αυτου και να μη αποθανη.50 Voici maintenant le pain qui est descendu du ciel, celui qui en mange ne meurt pas.
51 Εγω ειμαι ο αρτος ο ζων, ο καταβας εκ του ουρανου. Εαν τις φαγη εκ τουτου του αρτου, θελει ζησει εις τον αιωνα. Και ο αρτος δε τον οποιον εγω θελω δωσει, ειναι η σαρξ μου την οποιαν εγω θελω δωσει υπερ της ζωης του κοσμου.51 Je suis le pain vivant qui est descendu du ciel; si quelqu’un mange de ce pain, il vivra pour toujours. Et ce pain que je donnerai, c’est ma chair livrée pour la vie du monde.”
52 Εμαχοντο λοιπον προς αλληλους Ιουδαιοι, λεγοντες? Πως δυναται ουτος να δωση εις ημας να φαγωμεν την σαρκα αυτου;52 Les Juifs commencèrent à se diviser. Ils disaient: "Cet homme va-t-il nous donner à manger de la chair?”
53 Ειπε λοιπον εις αυτους ο Ιησους? Αληθως, αληθως σας λεγω, Εαν δεν φαγητε την σαρκα του υιου του ανθρωπου και πιητε το αιμα αυτου, δεν εχετε ζωην εν εαυτοις.53 Jésus leur dit: "En vérité, en vérité, je vous le dis: si vous ne mangez pas la chair du Fils de l’Homme et si vous ne buvez pas son sang, vous n’avez pas la vie en vous.
54 Οστις τρωγει την σαρκα μου και πινει το αιμα μου, εχει ζωην αιωνιον, και εγω θελω αναστησει αυτον εν τη εσχατη ημερα.54 Celui qui mange ma chair et boit mon sang vit de vie éternelle, et moi je le ressusciterai au dernier jour.
55 Διοτι η σαρξ μου αληθως ειναι τροφη, και το αιμα μου αληθως ειναι ποσις.55 “Ma chair est vraiment nourriture, et mon sang est vraiment une boisson.
56 Οστις τρωγει την σαρκα μου και πινει το αιμα μου εν εμοι μενει, και εγω εν αυτω.56 Celui qui mange ma chair et boit mon sang demeure en moi et moi en lui.
57 Καθως με απεστειλεν ο ζων Πατηρ και εγω ζω δια τον Πατερα, ουτω και οστις με τρωγει θελει ζησει και εκεινος δι' εμε.57 De même que je vis par le Père, car le Père qui m’a envoyé est vivant, de la même façon celui qui me mange vivra par moi.
58 Ουτος ειναι ο αρτος ο καταβας εκ του ουρανου, ουχι καθως οι πατερες σας εφαγον το μαννα και απεθανον? οστις τρωγει τουτον τον αρτον θελει ζησει εις τον αιωνα.58 Voici le pain qui est descendu du ciel. Ce ne sera pas comme pour vos pères qui ont mangé, et ensuite ils sont morts: celui qui mange ce pain vivra pour toujours.”
59 Ταυτα ειπεν εν τη συναγωγη, διδασκων εν Καπερναουμ.59 Voilà ce que Jésus a dit dans la synagogue, quand il enseignait à Capharnaüm.
60 Πολλοι λοιπον εκ των μαθητων αυτου ακουσαντες, ειπον? Σκληρος ειναι ουτος ο λογος? τις δυναται να ακουη αυτον;60 Après l’avoir entendu, bon nombre de ses disciples dirent: "Ce langage est dur à accepter, qui voudra l’écouter?”
61 Νοησας δε ο Ιησους εν εαυτω οτι γογγυζουσι περι τουτου οι μαθηται αυτου, ειπε προς αυτους? Τουτο σας σκανδαλιζει;61 Jésus savait en lui-même que ses disciples protestaient; il leur dit: "Tout cela vous scandalise?
62 εαν λοιπον θεωρητε τον Υιον του ανθρωπου αναβαινοντα οπου ητο το προτερον;62 Que direz-vous lorsque vous verrez le Fils de l’Homme remonter où il était auparavant?
63 το πνευμα ειναι εκεινο το οποιον ζωοποιει, η σαρξ δεν ωφελει ουδεν? οι λογοι, τους οποιους εγω λαλω προς εσας, πνευμα ειναι και ζωη ειναι.63 C’est l’Esprit qui fait vivre, la chair ne sert de rien; les paroles que je vous ai dites sont esprit, et elles sont vie.
64 Πλην ειναι τινες απο σας, οιτινες δεν πιστευουσι. Διοτι ηξευρεν εξ αρχης ο Ιησους, τινες ειναι οι μη πιστευοντες και τις ειναι ο μελλων να παραδωση αυτον.64 Mais certains d’entre vous ne croient pas.” Jésus savait en effet dès le début quels étaient ceux qui ne croyaient pas, et qui allait le trahir.
65 Και ελεγε? Δια τουτο σας ειπον οτι ουδεις δυναται να ελθη προς εμε, εαν δεν ειναι δεδομενον εις αυτον εκ του Πατρος μου.65 Et il ajouta: "Voici la raison pour laquelle je vous ai dit que personne ne peut venir à moi si cela ne lui a pas été donné par le Père.”
66 Εκτοτε πολλοι των μαθητων αυτου εστραφησαν εις τα οπισω και δεν περιεπατουν πλεον μετ' αυτου.66 Ce jour-là beaucoup de disciples firent marche arrière et cessèrent de le suivre.
67 Ειπε λοιπον ο Ιησους προς τους δωδεκα? Μηπως και σεις θελετε να υπαγητε;67 Jésus dit alors aux Douze: "N’allez-vous pas partir, vous aussi?”
68 Απεκριθη λοιπον προς αυτον ο Σιμων Πετρος? Κυριε, προς τινα θελομεν υπαγει; λογους ζωης αιωνιου εχεις?68 Pierre lui répondit: "Seigneur, à qui irions-nous? Tu as les paroles de la vie éternelle,
69 και ημεις επιστευσαμεν και εγνωρισαμεν οτι συ εισαι ο Χριστος ο Υιος του Θεου του ζωντος.69 et nous, nous croyons et nous savons que tu es le Saint de Dieu.”
70 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους? Δεν εξελεξα εγω εσας τους δωδεκα και εις απο σας ειναι διαβολος;70 Jésus leur dit: "N’est-ce pas moi qui vous ai choisis, vous, les Douze? et pourtant l’un de vous est un démon.”
71 Ελεγε δε τον Ιουδαν του Σιμωνος τον Ισκαριωτην? διοτι ουτος, εις ων εκ των δωδεκα, εμελλε να παραδωση αυτον.71 Jésus parlait de Judas, fils de Simon Iscariote. C’est lui, l’un des Douze, qui allait livrer Jésus.