Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Giovanni - John 11


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Ητο δε τις ασθενης Λαζαρος απο Βηθανιας, εκ της κωμης της Μαριας και Μαρθας της αδελφης αυτης.1 Il y avait un malade: c’était Lazare, de Béthanie, le village de Marie et de sa sœur Marthe.
2 Η δε Μαρια ητο η αλειψασα τον Κυριον με μυρον και σπογγισασα τους ποδας αυτου με τας τριχας αυτης, της οποιας ο αδελφος Λαζαρος ησθενει.2 Cette Marie était celle-là même qui a parfumé le Seigneur avec de la myrrhe et lui a essuyé les pieds avec ses cheveux. Son frère Lazare était malade.
3 Απεστειλαν λοιπον αι αδελφαι προς αυτον, λεγουσαι? Κυριε, ιδου, εκεινος τον οποιον αγαπας, ασθενει.3 Les sœurs envoyèrent donc à Jésus ce message: "Seigneur, celui que tu aimes est malade.”
4 Και ακουσας ο Ιησους ειπεν? Αυτη η ασθενεια δεν ειναι προς θανατον, αλλ' υπερ της δοξης του Θεου, δια να δοξασθη ο Υιος του Θεου δι' αυτης.4 Lorsque Jésus l’apprit, il déclara: "Cette maladie n’ira pas à la mort; elle est pour la gloire de Dieu et par elle le Fils de Dieu sera glorifié.”
5 Ηγαπα δε ο Ιησους την Μαρθαν και την αδελφην αυτης και τον Λαζαρον.5 Jésus aimait Marthe, et sa sœur, et Lazare.
6 Καθως λοιπον ηκουσεν οτι ασθενει, τοτε μεν εμεινε δυο ημερας εν τω τοπω οπου ητο?6 Pourtant, quand il sut que Lazare était malade, il resta encore deux jours au même endroit.
7 επειτα μετα τουτο λεγει προς τους μαθητας? Ας υπαγωμεν εις την Ιουδαιαν παλιν.7 Après quoi il dit aux disciples: "Retournons en Judée.”
8 Λεγουσι προς αυτον οι μαθηται? Ραββι, τωρα εζητουν να σε λιθοβολησωσιν οι Ιουδαιοι, και παλιν υπαγεις εκει;8 Les disciples lui dirent: "Rabbi, récemment les Juifs voulaient te tuer à coups de pierres, et tu retournes là-bas?”
9 Απεκριθη ο Ιησους? Δεν ειναι δωδεκα αι ωραι της ημερας; εαν τις περιπατη εν τη ημερα, δεν προσκοπτει, διοτι βλεπει το φως του κοσμου τουτου?9 Jésus leur répondit: "Ne faut-il pas douze heures pour faire une journée? Tant qu’on marche de jour on ne trébuche pas, parce qu’on voit la lumière de ce monde.
10 εαν τις ομως περιπατη εν τη νυκτι, προσκοπτει, διοτι το φως δεν ειναι εν αυτω.10 Mais si on marche de nuit, c’est qu’on n’a pas en soi la lumière, et alors on trébuche.”
11 Ταυτα ειπε, και μετα τουτο λεγει προς αυτους? Λαζαρος ο φιλος ημων εκοιμηθη? αλλα υπαγω δια να εξυπνησω αυτον.11 Telle fut la réponse de Jésus. Puis il leur dit: "Notre ami Lazare s’est endormi, mais j’y vais pour le réveiller.”
12 Ειπον λοιπον οι μαθηται αυτου? Κυριε, αν εκοιμηθη, θελει σωθη.12 Les disciples lui dirent: "Seigneur, s’il s’est endormi, il va guérir.”
13 Αλλ' ο Ιησους ειχεν ειπει περι του θανατου αυτου? εκεινοι ομως ενομισαν οτι λεγει περι της κοιμησεως του υπνου.13 Jésus voulait dire que Lazare était mort, et eux l’avaient compris du sommeil ordinaire.
14 Τοτε λοιπον ειπε προς αυτους ο Ιησους παρρησια? Ο Λαζαρος απεθανε.14 Alors Jésus leur dit clairement: "Lazare est mort,
15 Και χαιρω δια σας, δια να πιστευσητε, διοτι δεν ημην εκει? αλλ' ας υπαγωμεν προς αυτον.15 mais je suis heureux pour vous de ne pas avoir été là, car cela vous fera croire. Allons chez lui.”
16 Ειπε δε ο Θωμας, ο λεγομενος Διδυμος προς τους συμμαθητας? Ας υπαγωμεν και ημεις, δια να αποθανωμεν μετ' αυτου.16 À ce moment Thomas, qu’on appelait le Jumeau, dit aux autres disciples: "Allons-y, nous aussi, nous allons mourir avec lui!”
17 Ελθων λοιπον ο Ιησους ευρεν αυτον τεσσαρας ημερας εχοντα ηδη εν τω μνημειω.17 Lorsque Jésus arriva, Lazare était déjà dans la tombe depuis quatre jours.
18 Ητο δε η Βηθανια πλησιον των Ιεροσολυμων, απεχουσα ως δεκαπεντε σταδια.18 Comme Béthanie est tout près de Jérusalem, à un peu plus de deux kilomètres,
19 Και πολλοι εκ των Ιουδαιων ειχον ελθει προς την Μαρθαν και Μαριαν, δια να παρηγορησωσιν αυτας περι του αδελφου αυτων.19 beaucoup de Juifs étaient venus chez Marthe et Marie pour les consoler de la mort de leur frère.
20 Η Μαρθα λοιπον, καθως ηκουσεν οτι ο Ιησους ερχεται, υπηντησεν αυτον? η δε Μαρια εκαθητο εν τω οικω.20 Quand Marthe apprit que Jésus arrivait, elle alla au-devant de lui pendant que Marie restait assise à la maison.
21 Ειπε λοιπον η Μαρθα προς τον Ιησουν? Κυριε, εαν ησο εδω, ο αδελφος μου δεν ηθελεν αποθανει.21 Alors Marthe dit à Jésus: "Seigneur, si tu avais été ici, mon frère ne serait pas mort.
22 Πλην και τωρα εξευρω οτι οσα ζητησης παρα του Θεου, θελει σοι δωσει ο Θεος.22 Pourtant je sais que tu peux tout demander à Dieu, et Dieu te l’accordera.”
23 Λεγει προς αυτην ο Ιησους? Ο αδελφος σου θελει αναστηθη.23 Jésus lui dit: "Ton frère va se relever.”
24 Λεγει προς αυτον η Μαρθα? Εξευρω οτι θελει αναστηθη εν τη αναστασει εν τη εσχατη ημερα.24 Marthe lui dit: "Je sais qu’il se relèvera au dernier jour, celui de la résurrection.”
25 Ειπε προς αυτην ο Ιησους? Εγω ειμαι η αναστασις και η ζωη? ο πιστευων εις εμε, και αν αποθανη, θελει ζησει?25 Jésus lui dit: "C’est moi qui suis la résurrection et la vie. Celui qui croit en moi, même s’il vient à mourir, vivra.
26 και πας οστις ζη και πιστευει εις εμε δεν θελει αποθανει εις τον αιωνα. Πιστευεις τουτο;26 Le vivant, celui qui croit en moi, ne mourra pas pour toujours. Crois-tu cela?”
27 Λεγει προς αυτον? Ναι, Κυριε, εγω επιστευσα οτι συ εισαι ο Χριστος, ο Υιος του Θεου, ο ερχομενος εις τον κοσμον.27 Elle répondit: "Oui Seigneur, je crois que tu es le Christ, le Fils de Dieu, celui qui vient dans le monde.”
28 Και αφου ειπε ταυτα, υπηγε και εφωναξε Μαριαν την αδελφην αυτης κρυφιως και ειπεν? Ο Διδασκαλος ηλθε και σε κραζει.28 Ayant dit cela, elle alla appeler sa sœur Marie et lui dit à voix basse: "Le Maître est là et il t’appelle.”
29 Εκεινη, καθως ηκουσε, σηκονεται ταχεως και ερχεται προς αυτον.29 Quand elle l’apprit, elle se leva aussitôt et vint à la rencontre de Jésus.
30 Δεν ειχε δε ελθει ο Ιησους ετι εις την κωμην, αλλ' ητο εν τω τοπω, οπου υπηντησεν αυτον η Μαρθα.30 Jésus n’était pas encore entré dans le village, il était là où Marthe l’avait rencontré.
31 Οι Ιουδαιοι λοιπον, οι οντες μετ' αυτης εν τη οικια και παρηγορουντες αυτην, ιδοντες την Μαριαν οτι εσηκωθη ταχεως και εξηλθεν, ηκολουθησαν αυτην, λεγοντες οτι υπαγει εις το μνημειον, δια να κλαυση εκει.31 En voyant Marie se lever précipitamment et sortir, les Juifs qui étaient avec elle à la maison pour la consoler la suivirent, car ils pensaient qu’elle allait pleurer à la tombe.
32 Η Μαρια λοιπον καθως ηλθεν οπου ητο ο Ιησους, ιδουσα αυτον επεσεν εις τους ποδας αυτου, λεγουσα προς αυτον? Κυριε, εαν ησο εδω, ο αδελφος μου δεν ηθελεν αποθανει.32 Mais lorsque Marie arriva là où était Jésus, dès qu’elle le vit elle tomba à ses pieds. Elle lui dit: "Seigneur, si tu avais été ici, mon frère ne serait pas mort.”
33 Ο δε Ιησους, καθως ειδεν αυτην κλαιουσαν και τους ελθοντας μετ' αυτης Ιουδαιους κλαιοντας, εστεναξεν εν τη ψυχη αυτου και εταραχθη,33 Quand Jésus la vit qui se lamentait, et tous les Juifs qui reprenaient la lamentation, son esprit en fut secoué et il se troubla.
34 και ειπε? Που εβαλετε αυτον; Λεγουσι προς αυτον? Κυριε, ελθε και ιδε.34 Il dit: "Où l’avez-vous mis?” Ils répondirent: "Seigneur, viens voir.”
35 Εδακρυσεν ο Ιησους.35 Et Jésus pleura.
36 Ελεγον λοιπον οι Ιουδαιοι? Ιδε ποσον ηγαπα αυτον.36 Les Juifs firent cette réflexion: "Voyez comme il l’aimait!”
37 Τινες δε εξ αυτων ειπον? Δεν ηδυνατο ουτος, οστις ηνοιξε τους οφθαλμους του τυφλου, να καμη ωστε και ουτος να μη αποθανη;37 Pourtant certains d’entre eux dirent: "S’il a ouvert les yeux de l’aveugle, ne pouvait-il pas faire que celui-ci ne meure pas?”
38 Ο Ιησους λοιπον, παλιν στεναζων εν εαυτω, ερχεται εις το μνημειον? ητο δε σπηλαιον, και εκειτο λιθος επ' αυτου.38 De nouveau Jésus frémit et il alla vers la tombe. C’était une caverne avec une pierre posée sur l’entrée.
39 Λεγει ο Ιησους? Σηκωσατε τον λιθον. Λεγει προς αυτον η αδελφη του αποθανοντος η Μαρθα? Κυριε, οζει ηδη? διοτι ειναι τεσσαρων ημερων.39 Jésus dit: "Soulevez la pierre.” Marthe, la sœur du mort, lui dit: "Seigneur, il en est à son quatrième jour et il sent déjà.”
40 Λεγει προς αυτην ο Ιησους? Δεν σοι ειπον οτι εαν πιστευσης, θελεις ιδει την δοξαν του Θεου;40 Jésus lui dit: "Ne t’ai-je pas dit que si tu crois, tu verras la gloire de Dieu?”
41 Εσηκωσαν λοιπον τον λιθον, οπου εκειτο ο αποθανων. Ο δε Ιησους, υψωσας τους οφθαλμους ανω, ειπε? Πατερ, ευχαριστω σοι οτι μου ηκουσας.41 On soulève donc la pierre. Jésus lève les yeux au ciel et dit: "Père, je te rends grâces car tu m’as écouté.
42 Και εγω εγνωριζον οτι παντοτε μου ακουεις? αλλα δια τον οχλον τον περιεστωτα ειπον τουτο, δια να πιστευσωσιν οτι συ με απεστειλας.42 Je savais bien que toujours tu m’écoutes, mais je le dis en pensant à ces gens qui m’entourent, car ils pourront croire que tu m’as envoyé.”
43 Και ταυτα ειπων, μετα φωνης μεγαλης εκραυγασε? Λαζαρε, ελθε εξω.43 Puis Jésus appelle d’une voix forte: "Lazare, dehors, viens ici!”
44 Και εξηλθεν ο τεθνηκως, δεδεμενος τους ποδας και τας χειρας με τα σαβανα, και το προσωπον αυτου ητο περιδεδεμενον με σουδαριον. Λεγει προς αυτους ο Ιησους? Λυσατε αυτον και αφησατε να υπαγη.44 Et voilà que sort celui qui était mort; ses mains et ses pieds sont liés avec les bandes, et son visage est encore enveloppé du couvre-tête. Alors Jésus leur dit: "Déliez-le, et qu’il puisse marcher!”
45 Πολλοι λοιπον εκ των Ιουδαιων, οιτινες ειχον ελθει εις την Μαριαν και ειδον οσα εκαμεν ο Ιησους, επιστευσαν εις αυτον.45 Beaucoup de Juifs qui étaient venus chez Marie crurent en Jésus après avoir vu ce qu’il avait fait.
46 Τινες δε εξ αυτων απηλθον προς τους Φαρισαιους και ειπον προς αυτους οσα εκαμεν ο Ιησους.46 Mais certains d’entre eux allèrent dire aux Pharisiens ce que Jésus avait fait.
47 Συνεκροτησαν λοιπον συνεδριον οι αρχιερεις και οι Φαρισαιοι και ελεγον? Τι καμνομεν, διοτι ουτος ο ανθρωπος πολλα θαυματα καμνει.47 Les Pharisiens et les chefs des prêtres appelèrent à un conseil, et là ils dirent: "Où en sommes-nous? Cet homme fait quantité de miracles.
48 Εαν αφησωμεν αυτον ουτω, παντες θελουσι πιστευσει εις αυτον, και θελουσιν ελθει οι Ρωμαιοι και αφανισει και τον τοπον ημων και το εθνος.48 Si nous le laissons faire, tous vont croire en lui. Les Romains vont alors intervenir, et ils sont capables de tout détruire: nous-mêmes, le Temple et la nation.”
49 Εις δε τις εξ αυτων, ο Καιαφας, οστις ητο αρχιερευς του ενιαυτου εκεινου, ειπε προς αυτους? Σεις δεν εξευρετε τιποτε,49 À ce moment l’un d’eux intervint: c’était Caïphe, le Grand Prêtre pour cette année-là, et il dit: "Vous ne savez pas vous y prendre.
50 ουδε συλλογιζεσθε οτι μας συμφερει να αποθανη εις ανθρωπος υπερ του λαου και να μη απολεσθη ολον το εθνος.50 Faites le compte: il vaut mieux qu’un seul homme meure pour tout le peuple, plutôt que de voir la ruine de toute la nation.”
51 Τουτο δε αφ' εαυτου δεν ειπεν, αλλ' αρχιερευς ων του ενιαυτου εκεινου προεφητευσεν οτι εμελλεν ο Ιησους να αποθανη υπερ του εθνους,51 Caïphe n’a pas dit cela de lui-même; il était le Grand Prêtre de cette année-là, et il était prophète quand il disait que Jésus allait mourir pour la nation.
52 και ουχι μονον υπερ του εθνους, αλλα και δια να συναξη εις εν τα τεκνα του Θεου τα διεσκορπισμενα.52 En fait, ce n’était pas seulement pour la nation mais aussi pour rassembler dans l’unité les enfants de Dieu dispersés.
53 Απ' εκεινης λοιπον της ημερας συνεβουλευθησαν, δια να θανατωσωσιν αυτον.53 Ce jour-là ils décidèrent de le tuer.
54 Οθεν ο Ιησους δεν περιεπατει πλεον παρρησια μεταξυ των Ιουδαιων, αλλ' ανεχωρησεν εκειθεν εις τον τοπον πλησιον της ερημου, εις πολιν λεγομενην Εφραιμ, και εκει διετριβε μετα των μαθητων αυτου.54 Pour cette raison Jésus ne pouvait plus circuler sans danger chez les Juifs. Il s’éloigna vers le désert et il demeura avec ses disciples dans une ville nommée Éphraïm.
55 Επλησιαζε δε το πασχα των Ιουδαιων, και πολλοι ανεβησαν εκ του τοπου εκεινου εις Ιεροσολυμα προ του πασχα, δια να καθαρισωσιν εαυτους.55 La Pâque des Juifs était proche et beaucoup montèrent de leurs campagnes à Jérusalem avant la Pâque pour se purifier.
56 Εζητουν λοιπον τον Ιησουν και ελεγον προς αλληλους ισταμενοι εν τω ιερω? Τι σας φαινεται οτι δεν θελει ελθει εις την εορτην;56 Ils cherchaient Jésus et, quand ils se retrouvaient dans le Temple, ils disaient: "Qu’en pensez-vous? Êtes-vous sûrs qu’il ne viendra pas à la fête?”
57 Ειχον δε δωσει προσταγην και οι αρχιερεις και οι Φαρισαιοι, εαν τις μαθη που ειναι, να μηνυση, δια να πιασωσιν αυτον.57 Pour leur part, les grands prêtres et les Pharisiens avaient donné des instructions: si quelqu’un savait où il était, il devait le dénoncer pour qu’on l’arrête.