Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - Deuteronomio - Deuteronomy 2


font
GREEK BIBLENOVA VULGATA
1 Τοτε εστρεψαμεν και ωδοιπορησαμεν εν τη ερημω δια της οδου της Ερυθρας θαλασσης, καθως ελαλησε Κυριος προς εμε? και περιεφερομεθα περι το ορος Σηειρ ημερας πολλας.1 Profectique inde venimus in solitudinem per viam maris Ru bri, sicut mihi dixerat Dominus; et circuivimus montem Seir longo tempore.
2 Και ειπε Κυριος προς εμε λεγων,2 Dixitque Dominus ad me:
3 Αρκει οσον περιηλθετε το ορος τουτο? στραφητε προς βορραν?3 “Sufficit vobis circuire montem istum; ite contra aquilonem.
4 και προσταξον τον λαον λεγων, Θελετε περασει δια των οριων των αδελφων σας των υιων Ησαυ, οιτινες κατοικουσιν εν Σηειρ? και θελουσι σας φοβηθη? και προσεξατε πολυ?4 Et populo praecipe dicens: Transibitis per terminos fratrum vestrorum filiorum Esau, qui habitant in Seir, et timebunt vos.
5 μη πολεμησητε μετ' αυτων? επειδη δεν θελω δωσει εις εσας εκ της γης αυτων ουδε βημα ποδος? διοτι εις τον Ησαυ εδωκα το ορος Σηειρ κληρονομιαν?5 Cavete ergo diligenter, ne moveamini contra eos; neque enim dabo vobis de terra eorum, quantum potest unius pedis calcare vestigium, quia in possessionem Esau dedi montem Seir.
6 θελετε αγοραζει παρ' αυτων τροφας δι' αργυριου, δια να τρωγητε? και υδωρ ετι θελετε αγοραζει παρ' αυτων δι' αργυριου, δια να πινητε?6 Cibos emetis ab eis pecunia et comedetis; etiam aquam emptam haurietis et bibetis.
7 διοτι Κυριος ο Θεος σου σε ευλογησεν εις παντα τα εργα των χειρων σου? γνωριζει την οδοιποριαν σου δια της μεγαλης ταυτης ερημου? τα τεσσαρακοντα ταυτα ετη Κυριος ο Θεος σου ητο μετα σου? δεν εστερηθης ουδενος.7 Dominus Deus tuus benedixit tibi in omni opere manuum tuarum; novit iter tuum, quomodo transieris solitudinem hanc magnam per quadraginta annos habitans tecum Dominus Deus tuus, et nihil tibi defuit”.
8 Και αφου επερασαμεν δια των αδελφων ημων των υιων Ησαυ, των κατοικουντων εν Σηειρ, δια της οδου της πεδιαδος απο Ελαθ και απο Εσιων-γαβερ. Και εστρεψαμεν και διεβημεν δια της οδου της ερημου Μωαβ.8 Cumque transissemus fratres nostros filios Esau, qui habitabant in Seir, per viam Arabae de Ailath et de Asiongaber, vertimus nos et venimus per iter, quod ducit in desertum Moab.
9 Και ειπε Κυριος προς εμε, Μη ενοχλησητε τους Μωαβιτας μηδε ελθητε εις μαχην μετ' αυτων? διοτι δεν θελω δωσει εις σε εκ της γης αυτων δια κληρονομιαν? επειδη εις τους υιους του Λωτ εδωκα την Αρ κληρονομιαν.9 Dixitque Dominus ad me: “Non pugnes contra Moabitas nec ineas adversus eos proelium; non enim dabo tibi quidquam de terra eorum, quia filiis Lot tradidi Ar in possessionem.
10 Προτερον δε κατωκουν εν αυτη οι Εμμαιοι, λαος μεγας και πολυαριθμος και υψηλος το αναστημα, καθως οι Ανακειμ?10 — Emim primi fuerunt habitatores eius, populus magnus et multus et tam excelsus ut Enacim;
11 οιτινες και αυτοι ελογιζοντο γιγαντες, ως οι Ανακειμ? αλλ' οι Μωαβιται ονομαζουσιν αυτους Εμμαιους.11 ipsi quoque Raphaim reputabantur sicut Enacim; denique Moabitae appellant eos Emim.
12 Και εν Σηειρ κατωκουν οι Χορραιοι προτερον? αλλ' οι υιοι του Ησαυ εκληρονομησαν αυτους και εξωλοθρευσαν αυτους απ' εμπροσθεν αυτων, και κατωκησαν αντ' αυτων? καθως εκαμεν ο Ισραηλ εν τη γη της κληρονομιας αυτου, την οποιαν εδωκεν εις αυτους ο Κυριος.12 In Seir autem prius habitaverunt Horim; quibus expulsis atque deletis, habitaverunt filii Esau pro eis, sicut fecit Israel in terra possessionis suae, quam dedit eis Dominus C.
13 Σηκωθητε λοιπον και διαβητε τον χειμαρρον Ζαρεδ? και διεβημεν τον χειμαρρον Ζαρεδ.13 Surgite ergo et transite torrentem Zared”. Et transivimus torrentem Zared.
14 Και αι ημεραι, καθ' ας ωδοιπορησαμεν απο Καδης-βαρνη, εωσου διεβημεν τον χειμαρρον Ζαρεδ, ησαν τριακοντα οκτω ετη, εωσου εξελιπε πασα η γενεα των πολεμιστων ανδρων εκ μεσου του στρατοπεδου, καθως ωμοσεν ο Κυριος προς αυτους.14 Tempus autem, quo ambulavimus de Cadesbarne usque ad transitum torrentis Zared, triginta octo annorum fuit, donec consumeretur omnis generatio hominum bellatorum de castris, sicut iuraverat eis Dominus,
15 Ετι η χειρ του Κυριου ητο εναντιον αυτων, δια να εξολοθρευση αυτους εκ μεσου του στρατοπεδου, εωσου εξελιπον.15 cuius manus fuit adversum eos, ut interirent de castrorum medio.
16 Και αφου παντες οι ανδρες οι πολεμισται εξελιπον, αποθνησκοντες εκ μεσου του λαου,16 Postquam autem universi ceciderunt pugnatores de medio populi,
17 ελαλησε Κυριος προς εμε λεγων,17 locutus est Dominus ad me dicens:
18 Συ θελεις διαπερασει σημερον την Αρ, το οριον του Μωαβ?18 “Tu transibis hodie terminos Moab, urbem nomine Ar;
19 και θελεις πλησιασει κατεναντι των υιων Αμμων? μη ενοχλει αυτους μηδε πολεμησης μετ' αυτων? διοτι δεν θελω δωσει εις σε εκ της γης των υιων Αμμων κληρονομιαν? επειδη εις τους υιους Λωτ εδωκα αυτην κληρονομιαν.19 et accedens in vicina filiorum Ammon, cave, ne pugnes contra eos nec movearis ad proelium; non enim dabo tibi de terra filiorum Ammon, quia filiis Lot dedi eam in possessionem.
20 Αυτη ομοιως ελογιζετο γη των γιγαντων? γιγαντες κατωκουν εκει προτερον? οι δε Αμμωνιται ονομαζουσιν αυτους Ζαμζουμμειμ?20 — Terra Raphaim reputata est et ipsa olim habitaverunt Raphaim in ea, quos Ammonitae vocant Zomzommim,
21 λαος μεγας και πολυαριθμος και υψηλος το αναστημα, καθως οι Ανακειμ? αλλ' ο Κυριος εξωλοθρευσεν αυτους απ' εμπροσθεν αυτων, και αυτοι εκληρονομησαν αυτους και κατωκησαν αντ' αυτων?21 populus magnus et multus et procerae longitudinis sicut Enacim, quos delevit Dominus a facie eorum et fecit illos habitare pro eis,
22 καθως εκαμεν εις τους υιους Ησαυ τους κατοικουντας εν Σηειρ, οτε εξωλοθρευσε τους Χορραιους απ' εμπροσθεν αυτων, και εκληρονομησαν αυτους, και κατωκησαν αντ' αυτων εως της ημερας ταυτης.22 sicut fecerat filiis Esau, qui habitant in Seir, delens Horim et terram eorum illis tradens, quam possident usque in praesens.
23 Και τους Αυειμ, τους κατοικουντας κατα κωμας μεχρι Γαζης, οι Καφθορειμ, οι εξελθοντες απο Καφθορ, εξωλοθρευσαν αυτους, και κατωκησαν αντ' αυτων.23 Hevaeos quoque, qui habitabant in villis usque Gazam, Caphtorim, qui egressi de Caphtor deleverunt eos et habitaverunt pro illis C.
24 Σηκωθητε, αναχωρησατε και διαβητε τον ποταμον Αρνων? ιδου, παρεδωκα εις χειρας σου τον Σηων τον Αμορραιον, βασιλεα της Εσεβων, και την γην αυτου? αρχισον να κυριευης αυτην και πολεμησον μετ' αυτου?24 Surgite! Proficiscimini et transite torrentem Arnon: ecce tradidi in manu tua Sehon regem Hesebon Amorraeum; et terram eius incipe possidere et committe adversus eum proelium.
25 σημερον θελω αρχισει να εμβαλλω τον τρομον σου και τον φοβον σου εις παντα τα εθνη τα υποκατω παντος του ουρανου? τα οποια, οταν ακουσωσι το ονομα σου, θελουσι τρομαξει και θελουσι πεσει εις αγωνιαν εξ αιτιας σου.25 Hodie incipiam mittere terrorem atque formidinem tuam in populos, qui habitant sub omni caelo, ut, audito nomine tuo, paveant et contremiscant coram te”.
26 Και απεστειλα πρεσβεις απο της ερημου Κεδημωθ προς τον Σηων βασιλεα της Εσεβων με λογους ειρηνικους, λεγων,26 Misi ergo nuntios de solitudine Cademoth ad Sehon regem Hesebon verbis pacificis dicens:
27 Ας περασω δια της γης σου? κατ' ευθειαν δια της οδου θελω περασει δεν θελω κλινει δεξια η αριστερα?27 Transibo per terram tuam, publica gradiar via, non declinabo neque ad dexteram neque ad sinistram;
28 θελεις πωλησει εις εμε τροφας δι' αργυριου δια να φαγω και δι' αργυριου θελεις δωσει εις εμε υδωρ δια να πιω? μονον θελω περασει με τους ποδας μου,28 alimenta pretio vende mihi, ut vescar, aquam pecunia tribue mihi, et sic bibam; tantum est ut mihi concedas transitum,
29 καθως εκαμον εις εμε οι υιοι του Ησαυ οι κατοικουντες εν Σηειρ, και οι Μωαβιται οι κατοικουντες εν Αρ, εωσου διαβω τον Ιορδανην προς την γην, την οποιαν Κυριος ο Θεος ημων διδει εις ημας.29 sicut fecerunt mihi filii Esau, qui habitant in Seir, et Moabitae, qui morantur in Ar, donec veniam ad Iordanem et transeam in terram, quam Dominus Deus noster daturus est nobis.
30 Και δεν ηθελησεν ο Σηων βασιλευς της Εσεβων να περασωμεν δια της γης αυτου? επειδη Κυριος ο Θεος σου εσκληρυνε το πνευμα αυτου και απελιθωσε την καρδιαν αυτου, δια να παραδωση αυτον εις τας χειρας σου, καθως την ημεραν ταυτην.30 Noluitque Sehon rex Hesebon dare nobis transitum, quia induraverat Dominus Deus tuus spiritum eius et obfirmaverat cor illius, ut traderetur in manus tuas, sicut est in praesenti die.
31 Και ειπε Κυριος προς εμε, Ιδου, ηρχισα να παραδιδω τον Σηων και την γην αυτου εμπροσθεν σου? αρχισον να κυριευης δια να κληρονομησης την γην αυτου.31 Dixitque Dominus ad me: “Ecce coepi tradere tibi Sehon et terram eius. Incipe possidere eam!”.
32 Τοτε εξηλθεν ο Σηων εις συναντησιν ημων, αυτος και πας ο λαος αυτου, δια μαχην εις Ιασσα.32 Egressusque est Sehon obviam nobis cum omni populo suo ad proelium in Iasa,
33 Και Κυριος ο Θεος ημων παρεδωκεν αυτον ενωπιον ημων? και επαταξαμεν αυτον και τους υιους αυτου και παντα τον λαον αυτου.33 et tradidit eum Dominus Deus noster nobis; percussimusque eum cum filiis suis et omni populo suo.
34 Και εκυριευσαμεν πασας τας πολεις αυτου κατ' εκεινον τον καιρον, και εξωλοθρευσαμεν πασαν πολιν, ανδρας και γυναικας, και παιδια? δεν αφηκαμεν ουδενα υπολοιπον.34 Cunctasque urbes eius in tempore illo cepimus et percussimus anathemate singulas civitates cum viris ac mulieribus et parvulis; neminem reliquimus in eis superstitem,
35 Μονον τα κτηνη ελεηλατησαμεν δι' εαυτους και τα λαφυρα των πολεων, τας οποιας εκυριευσαμεν.35 absque iumentis, quae in partem venere praedantium, et spoliis urbium, quas cepimus.
36 Απο της Αροηρ, παρα το χειλος του ποταμου Αρνων, και της πολεως της παρα τον ποταμον και εως Γαλααδ, δεν εσταθη πολις ικανη να αντισταθη εις ημας? Κυριος ο Θεος ημων παρεδωκεν αυτας πασας εμπροσθεν ημων.36 Ab Aroer, quae est super ripam torrentis Arnon, et oppido, quod in valle situm est, usque Galaad non fuit civitas, quae nostras effugeret manus: omnia tradidit Dominus Deus noster nobis,
37 Μονον εις την γην των υιων Αμμων δεν επλησιασας ουδε εις τα παρακειμενα του ποταμου Ιαβοκ ουδε εις τας ορεινας πολεις ουδε εις αλλο οποιονδηποτε μερος, το οποιον απηγορευσεν εις ημας Κυριος ο Θεος ημων.37 absque terra filiorum Ammon, ad quam non accessisti, cunctis, quae adiacent torrenti Iaboc, et urbibus montanis universisque locis, a quibus nos prohibuit Dominus Deus noster.