Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - Deuteronomio - Deuteronomy 1


font
GREEK BIBLEEINHEITSUBERSETZUNG BIBEL
1 Ουτοι ειναι οι λογοι, τους οποιους ελαλησεν ο Μωυσης προς παντα τον Ισραηλ, εντευθεν του Ιορδανου εν τη ερημω, εν τη πεδιαδι κατεναντι Σουφ, μεταξυ Φαραν και Τοφελ και Λαβαν και Ασηρωθ και Διζααβ.1 Das sind die Worte, die Mose vor ganz Israel gesprochen hat. Er sprach sie jenseits des Jordan, in der Wüste, in der Araba, östlich von Suf, zwischen Paran und Tofel, Laban, Hazerot und Di- Sahab.
2 Ενδεκα ημεραι ειναι απο Χωρηβ, δια της οδου του ορους Σηειρ, εως Καδης-βαρνη.2 Elf Tage sind es vom Horeb auf dem Weg zum Gebirge Seïr bis nach Kadesch-Barnea.
3 Και το τεσσαρακοστον ετος τον ενδεκατον μηνα, τη πρωτη του μηνος ελαλησεν ο Μωυσης προς τους υιους Ισραηλ, κατα παντα οσα προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος περι αυτων?3 Es war im vierzigsten Jahr, im elften Monat, am ersten Tag des Monats. Mose sagte den Israeliten genau das, was ihm der Herr für sie aufgetragen hatte.
4 αφου επαταξε τον Σηων βασιλεα των Αμορραιων, οστις κατωκει εν Εσεβων, και τον Ωγ βασιλεα της Βασαν, οστις κατωκει εν Ασταρωθ εν Εδρει?4 Nachdem er Sihon, den König der Amoriter, der in Heschbon seinen Sitz hatte, und Og, den König des Baschan, der in Aschtarot seinen Sitz hatte, bei Edreï geschlagen hatte,
5 εντευθεν του Ιορδανου εν τη γη Μωαβ ηρχισεν ο Μωυσης να διασαφη τον νομον τουτον, λεγων,5 begann Mose jenseits des Jordan im Land Moab, diese Weisung aufzuschreiben. Er sagte:
6 Κυριος ο Θεος ημων ελαλησε προς ημας εν Χωρηβ λεγων, Αρκει οσον εμεινατε εν τω ορει τουτω?6 Der Herr, unser Gott, hat am Horeb zu uns gesagt: Ihr habt euch lange genug an diesem Berg aufgehalten.
7 στρεψατε και ακολουθησατε την οδον σας και υπαγετε εις το ορος των Αμορραιων και εις παντας τους περιοικους αυτου εις την πεδιαδα, εις το ορος και εις την κοιλαδα και εις την μεσημβριαν και εις τα παραλια, την γην των Χαναναιων και τον Λιβανον, εως του μεγαλου ποταμου, του ποταμου Ευφρατου?7 Nun wendet euch dem Bergland der Amoriter zu, brecht auf und zieht hinauf! Zieht aus gegen alle seine Bewohner in der Araba, auf dem Gebirge, in der Schefela, im Negeb und an der Meeresküste! Zieht in das Land der Kanaaniter und in das Gebiet des Libanon, bis an den großen Strom, den Eufrat!
8 ιδου, εγω παρεδωκα εμπροσθεν σας την γην? εισελθετε και κυριευσατε την γην, την οποιαν ωμοσε Κυριος προς τους πατερας σας, προς τον Αβρααμ, προς τον Ισαακ και προς τον Ιακωβ, να δωση εις αυτους και εις το σπερμα αυτων μετ' αυτους.8 Hiermit liefere ich euch das Land aus. Zieht hinein und nehmt es in Besitz, das Land, von dem ihr wisst: Der Herr hat euren Vätern Abraham, Isaak und Jakob geschworen, es ihnen und später ihren Nachkommen zu geben.
9 Και ειπα προς εσας κατ' εκεινον τον καιρον, λεγων, Δεν δυναμαι εγω μονος να σας βασταζω?9 Damals habe ich zu euch gesagt: Ich kann euch nicht allein tragen.
10 Κυριος ο Θεος σας σας επληθυνε και ιδου, την σημερον εισθε ως τα αστρα του ουρανου κατα το πληθος?10 Der Herr, euer Gott, hat euch zahlreich gemacht. Ja, ihr seid heute schon so zahlreich wie die Sterne am Himmel.
11 Κυριος ο Θεος των πατερων σας να σας καμη χιλιακις περισσοτερους παρ' ο, τι εισθε και να σας ευλογηση, καθως ελαλησε προς εσας?11 Und der Herr, der Gott eurer Väter, lasse eure Zahl auf das Tausendfache wachsen und segne euch, wie er es euch versprochen hat.
12 πως θελω δυνηθη εγω μονος να βαστασω την ενοχλησιν σας και το φορτιον σας και τας αντιλογιας σας;12 Wie soll ich allein euch tragen: eure Bürde, eure Last, eure Rechtshändel?
13 λαβετε ανδρας σοφους και συνετους και γνωστους μεταξυ των φυλων σας, και θελω καταστησει αυτους αρχηγους εφ' υμας.13 Schlagt für jeden eurer Stämme weise, gebildete und bewährte Männer vor, damit ich sie als eure Führer einsetze.
14 Και απεκριθητε προς εμε λεγοντες, Καλος ο λογος, τον οποιον ελαλησας, δια να καμωμεν αυτον.14 Ihr habt mir geantwortet: Das ist ein guter Vorschlag. Führ ihn aus!
15 Τοτε ελαβον τους αρχηγους των φυλων σας, ανδρας σοφους και γνωστους και κατεστησα αυτους αρχηγους εφ' υμας, χιλιαρχους και εκατονταρχους και πεντηκονταρχους και δεκαρχους και επιστατας των φυλων σας.15 Also habe ich die Führer eurer Stämme, weise und bewährte Männer, genommen und sie zu euren Führern ernannt: als Anführer für je tausend, Anführer für je hundert, Anführer für je fünfzig, Anführer für je zehn, und als Listenführer, für jeden eurer Stämme.
16 Και προσεταξα εις τους κριτας σας κατ' εκεινον τον καιρον λεγων, Ακουετε αναμεσον των αδελφων σας και κρινετε δικαιως αναμεσον ανθρωπου και του αδελφου αυτου και του ξενου αυτου.16 Damals habe ich eure Richter verpflichtet: Lasst jeden Streit zwischen euren Brüdern vor euch kommen. Entscheidet gerecht, sei es der Streit eines Mannes mit einem Bruder oder mit einem Fremden.
17 Εν τη κρισει δεν θελετε αποβλεπει εις προσωπα? θελετε ακουει τον μικρον ως τον μεγαλον? δεν θελετε φοβεισθαι προσωπον ανθρωπου? διοτι η κρισις ειναι του Θεου? και πασαν υποθεσιν, ητις ηθελεν εισθαι πολυ δυσκολος δια σας, αναφερετε αυτην εις εμε, και εγω θελω ακουει αυτην.17 Kennt vor Gericht kein Ansehen der Person! Klein wie Groß hört an! Fürchtet euch nicht vor angesehenen Leuten; denn das Gericht hat mit Gott zu tun. Und ist euch eine Sache zu schwierig, legt sie mir vor; dann werde ich sie anhören.
18 Και προσεταξα εις εσας κατα τον καιρον εκεινον παντα οσα επρεπε να πραττητε.18 Damals habe ich euch alle Vorschriften gegeben, nach denen ihr handeln sollt.
19 Και σηκωθεντες απο Χωρηβ, διεπερασαμεν πασαν την ερημον την μεγαλην και φοβεραν εκεινην, την οποιαν ειδετε, οδοιπορουντες προς το ορος των Αμορραιων, καθως Κυριος ο Θεος ημων προσεταξεν εις ημας, και ηλθομεν εως Καδης-βαρνη.19 Dann brachen wir auf, verließen den Horeb und wanderten durch diese ganze große und Furcht erregende Wüste - ihr habt sie erlebt - auf dem Weg zum Amoriterbergland, wie es uns der Herr, unser Gott, befohlen hatte. Wir kamen bis Kadesch-Barnea.
20 Και ειπα προς εσας, Ηλθετε εις το ορος των Αμορραιων, το οποιον διδει εις ημας Κυριος ο Θεος ημων?20 Dort sagte ich zu euch: Nun seid ihr am Bergland der Amoriter angekommen, das der Herr, unser Gott, uns gibt.
21 ιδου, Κυριος ο Θεος σου παρεδωκε την γην εμπροσθεν σου? αναβα, κυριευσον, καθως ελαλησε προς σε Κυριος ο Θεος των πατερων σου? μη φοβηθης μηδε δειλιασης.21 Sieh, der Herr, dein Gott, hat dir das Land ausgeliefert. Zieh hinauf und nimm es in Besitz, wie der Herr, der Gott deiner Väter, es dir befohlen hat. Fürchte dich nicht und hab keine Angst!
22 Και ηλθετε προς εμε παντες υμεις και ειπετε, Ας αποστειλωμεν ανδρας εμπροσθεν ημων και ας κατασκοπευσωσιν εις ημας την γην και ας απαγγειλωσι προς ημας την οδον δι' ης πρεπει να αναβωμεν? και τας πολεις εις τας οποιας θελομεν υπαγει.22 Da seid ihr zu mir gekommen, ihr alle, und habt gesagt: Wir wollen einige Männer vorausschicken. Sie sollen uns das Land auskundschaften und uns Bericht erstatten über den Weg, den wir hinaufziehen, und über die Städte, auf die wir treffen werden.
23 Και ηρεσεν εις εμε ο λογος και ελαβον εξ υμων δωδεκα ανδρας, ανδρα ενα κατα φυλην.23 Der Vorschlag erschien mir gut. Ich wählte unter euch zwölf Männer aus, für jeden Stamm einen.
24 Και στραφεντες ανεβησαν εις το ορος, και ηλθον μεχρι της φαραγγος Εσχωλ και κατεσκοπευσαν αυτην.24 Sie wendeten sich dem Bergland zu, zogen hinauf, gelangten bis zum Traubental und erkundeten es.
25 Και λαβοντες εις τας χειρας αυτων εκ των καρπων της γης, εφεραν προς ημας, και απηγγειλαν προς ημας, λεγοντες, Καλη ειναι η γη, την οποιαν Κυριος ο Θεος ημων διδει εις ημας.25 Sie pflückten einige von den Früchten des Landes, brachten sie zu uns herab und erstatteten uns Bericht. Sie sagten: Das Land, das der Herr, unser Gott, uns gibt, ist prächtig.
26 Αλλα σεις δεν ηθελησατε να αναβητε, αλλ' ηπειθησατε εις την προσταγην Κυριου του Θεου σας.26 Doch ihr habt euch geweigert hinaufzuziehen. Ihr habt euch dem Befehl des Herrn, eures Gottes, widersetzt
27 Και εγογγυσατε εις τας σκηνας σας, λεγοντες, Επειδη εμισει ημας ο Κυριος, εξεβαλεν ημας εκ της γης Αιγυπτου, δια να παραδωση ημας εις την χειρα των Αμορραιων, ωστε να εξολοθρευθωμεν?27 und habt in euren Zelten gemurrt. Ihr habt gesagt: Weil er uns hasst, hat der Herr uns aus Ägypten geführt. Er will uns in die Gewalt der Amoriter geben, um uns zu vernichten.
28 που αναβαινομεν ημεις; οι αδελφοι ημων εδειλιασαν την καρδιαν ημων, λεγοντες, Ο λαος ειναι μεγαλητερος και υψηλοτερος ημων? αι πολεις μεγαλαι και τετειχισμεναι εως του ουρανου? αλλα και υιους των Ανακειμ ειδομεν εκει.28 Wohin geraten wir, wenn wir hinaufziehen? Unsere Brüder haben uns den Mut genommen, als sie berichteten: Ein Volk, größer und zahlreicher als wir, Städte, groß, mit himmelhohen Mauern. Sogar Anakiter haben wir dort gesehen.
29 Εγω δε ειπα προς εσας, Μη τρομαξητε μηδε φοβηθητε απ' αυτων?29 Da habe ich zu euch gesagt: Ihr dürft nicht vor ihnen zurückweichen und dürft euch nicht vor ihnen fürchten.
30 Κυριος ο Θεος σας, οστις προπορευεται εμπροσθεν σας, αυτος θελει πολεμησει υπερ υμων κατα παντα οσα εκαμεν υπερ υμων εν Αιγυπτω ενωπιον των οφθαλμων υμων?30 Der Herr, euer Gott, der euch vorangeht, wird für euch kämpfen, genau so, wie er vor euren Augen in Ägypten auf eurer Seite gekämpft hat.
31 και εν τη ερημω, οπου ειδες τινι τροπω Κυριος ο Θεος σου σε εβαστασε, καθως βασταζει ανθρωπος τον υιον αυτου, κατα πασαν την οδον την οποιαν περιεπατησατε εωσου ηλθετε εις τουτον τον τοπον.31 Das Gleiche tat er in der Wüste, du hast es selbst erlebt. Da hat der Herr, dein Gott, dich auf dem ganzen Weg, den ihr gewandert seid, getragen, wie ein Vater seinen Sohn trägt, bis ihr an diesen Ort kamt.
32 κατα τουτο ομως δεν επιστευσατε εις Κυριον τον Θεον σας,32 Trotzdem habt ihr nicht an den Herrn, euren Gott, geglaubt,
33 οστις προεπορευετο εμπροσθεν σας εν τη οδω, δια να σας ευρισκη τοπον στρατοπεδευσεως, την μεν νυκτα δια πυρος, δια να δεικνυη εις εσας την οδον καθ' ην επρεπε να βαδιζητε, την δε ημεραν δια νεφελης.33 der euch auf dem Weg vorangegangen war, um euch die Stelle für das Lager zu suchen. Bei Nacht ging er im Feuer voran, um euch den Weg zu zeigen, auf dem ihr gehen solltet, bei Tag in der Wolke.
34 Και ηκουσεν ο Κυριος την φωνην των λογων σας και ωργισθη, και ωμοσε λεγων,34 Der Herr hörte euer lautes Murren, wurde unwillig und schwor:
35 Ουδεις εκ των ανθρωπων τουτων της κακης ταυτης γενεας θελει ιδει την γην την καλην, την οποιαν ωμοσα να δωσω εις τους πατερας σας,35 Kein einziger von diesen Männern, von dieser verdorbenen Generation, soll das prächtige Land sehen, von dem ihr wisst: Ich habe geschworen, es euren Vätern zu geben.
36 εκτος Χαλεβ υιου του Ιεφοννη? ουτος θελει ιδει αυτην, και εις τουτον θελω δωσει την γην, εις την οποιαν επατησε και εις τους υιους αυτου, διοτι ουτος εντελως ηκολουθησε τον Κυριον.36 Nur Kaleb, der Sohn Jefunnes, wird es sehen. Ihm und seinen Söhnen werde ich das Land geben, das er betreten hat. Denn er ist dem Herrn ganz und gar nachgefolgt.
37 Και κατ' εμου εθυμωθη ο Κυριος δια σας, λεγων, Ουδε συ θελεις εισελθει εκει?37 Auch mir grollte der Herr euretwegen und sagte: Auch du sollst nicht in das Land hineinkommen.
38 Ιησους ο υιος του Ναυη, ο παρισταμενος ενωπιον σου, ουτος θελει εισελθει εκει? ενισχυσον αυτον, διοτι αυτος θελει κληροδοτησει αυτην εις τον Ισραηλ?38 Josua, der Sohn Nuns, dein Gehilfe, wird hineinkommen. Verleih ihm Macht: Er soll das Land an Israel als Erbbesitz verteilen.
39 και τα παιδια σας, τα οποια ελεγετε οτι θελουσι γεινει λαφυρον, και οι υιοι σας, οιτινες την σημερον δεν γνωριζουσι καλον η κακον, αυτοι θελουσιν εισελθει εκει και εις αυτους θελω δωσει αυτην, και αυτοι θελουσι κληρονομησει αυτην?39 Und eure Kleinen, von denen ihr sagt: Zur Beute werden sie!, und eure Kinder, die heute noch nichts von Gut und Böse wissen, sie werden in das Land hineinkommen. Ihnen gebe ich es und sie nehmen es dann auch in Besitz.
40 σεις ομως επιστρεψατε και υπαγετε εις την ερημον, κατα την οδον της Ερυθρας θαλασσης.40 Ihr aber, wendet euch zur Wüste, brecht auf und nehmt den Weg zum Schilfmeer!
41 Τοτε απεκριθητε και ειπετε προς εμε, Ημαρτησαμεν εις τον Κυριον? ημεις θελομεν αναβη και πολεμησει κατα παντα οσα προσεταξεν εις ημας Κυριος ο Θεος ημων. Και ζωσθεντες εκαστος τα πολεμικα οπλα αυτου, ησθε προπετεις να αναβητε εις το ορος.41 Ihr habt mir darauf erwidert: Wir haben vor dem Herrn gesündigt. Doch jetzt wollen wir hinaufziehen und kämpfen, genau so, wie es uns der Herr, unser Gott, befohlen hat. Und jeder legte die Waffen an und gürtete sich, um ins Bergland zu ziehen.
42 Και ειπε Κυριος προς εμε, Ειπε προς αυτους, Μη αναβητε μηδε πολεμησητε, διοτι εγω δεν ειμαι εν μεσω υμων, δια να μη συντριφθητε εμπροσθεν των εχθρων σας.42 Doch der Herr sprach zu mir: Sag ihnen: Ihr sollt nicht hinaufziehen und nicht kämpfen; denn ich bin nicht in eurer Mitte. Ich will nicht, dass eure Feinde euch niederstoßen.
43 ουτως ελαλησα προς εσας? και δεν εισηκουσατε, αλλ' ηπειθησατε εις την προσταγην του Κυριου, και θρασυνομενοι ανεβητε εις το ορος.43 Ich habe euch zugeredet, doch ihr habt nicht gehört. Ihr habt euch dem Befehl des Herrn widersetzt. In eurer Vermessenheit seid ihr ins Bergland gezogen.
44 Και εξηλθον οι Αμορραιοι, οι κατοικουντες εν τω ορει εκεινω, εις συναντησιν υμων και κατεδιωξαν υμας, καθως καμνουσιν αι μελισσαι, και επαταξαν υμας εν Σηειρ, εως Ορμα.44 Da rückten die Amoriter, die dort im Bergland wohnen, gegen euch aus. Sie verfolgten euch wie ein Bienenschwarm und versprengten euch in Seïr bis nach Horma hin.
45 Τοτε επιστρεψαντες εκλαυσατε ενωπιον του Κυριου? αλλ' ο Κυριος δεν εισηκουσε της φωνης υμων ουδε εδωκεν εις υμας ακροασιν.45 Als ihr zurückkamt, weintet ihr vor dem Herrn. Doch er hat auf eure Klagen nicht gehört und hatte kein Ohr mehr für euch.
46 Και εμεινατε εν Καδης ημερας πολλας, οσασδηποτε ημερας εμεινατε.46 Dann hieltet ihr euch lange in Kadesch auf - die ganze Zeit, die ihr dort geblieben seid.