Scrutatio

Venerdi, 7 giugno 2024 - Sant' Andronico di Perm ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca - Luke 6


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Κατα δε το δευτεροπρωτον σαββατον διεβαινεν αυτος δια των σπαρτων και οι μαθηται αυτου ανεσπων τα σταχυα και ετρωγον, τριβοντες με τας χειρας.1 E fatto è uno giorno del sabbato, passando egli per biade, gli suoi discepoli cavavano le spiche; e fricandole con le mani, manucavano.
2 Τινες δε των Φαρισαιων ειπον προς αυτους? Δια τι πραττετε ο, τι δεν συγχωρειται να πραττηται εν τοις σαββασι;2 Onde alcuni de' Farisei dicevanli: il perchè facete quel che non è lecito nelli giorni del sabbato?
3 Και αποκριθεις προς αυτους, ειπεν ο Ιησους? Ουδε τουτο δεν ανεγνωσατε, το οποιον επραξεν ο Δαβιδ, οποτε επεινασεν αυτος και οι μετ' αυτου οντες;3 E rispondendo Iesù a loro, disse: etiam non avete leggiuto quel che fece David, avendo egli fame, ed etiam coloro ch' erano con lni?
4 πως εισηλθεν εις τον οικον του Θεου και ελαβε τους αρτους της προθεσεως και εφαγε και εδωκε και εις τους μετ' αυτου, τους οποιους δεν ειναι συγκεχωρημενον να φαγωσιν ειμη μονοι οι ιερεις;4 Come entrò nella casa di Dio, e tolse del pane della proposizione, e mangiò, e dettene a quelli ch' erano con lui; alli quali non era lecito a manucare, salvo a' soli sacerdoti?
5 Και ελεγε προς αυτους οτι ο Υιος του ανθρωπου κυριος ειναι και του σαββατου.5 E a loro diceva, come il Figliuolo dell' uomo egli è etiam signore del sabbato
6 Και παλιν εν αλλω σαββατω εισηλθεν εις την συναγωγην και εδιδασκε? και ητο εκει ανθρωπος, του οποιου η δεξια χειρ ητο ξηρα.6 E fatto fu nell' altro sabbato, ch' entrò nella sinagoga, e insegnava. E quivi era uno uomo, la cui mano dritta era secca.
7 Παρετηρουν δε αυτον οι γραμματεις και οι Φαρισαιοι, αν εν τω σαββατω θελη θεραπευσει, δια να ευρωσι κατηγοριαν κατ' αυτου.7 Eli Scribi e li Farisei ponevano mente, se egli sanasse nel sabbato, acciò trovassero la cagione ad accusarlo.
8 Αυτος ομως εγνωριζε τους διαλογισμους αυτων και ειπε προς τον ανθρωπον τον εχοντα ξηραν την χειρα? Σηκωθητι και στηθι εις το μεσον. Και εκεινος σηκωθεις εσταθη.8 Ma egli sapeva loro pensieri; e disse all' uomo che avea la man secca: lèvati, e sta nel mezzo. Ed egli levato sì stette.
9 Ειπε λοιπον ο Ιησους προς αυτους? Θελω σας ερωτησει τι ειναι συγκεχωρημενον, να αγαθοποιηση τις εν τοις σαββασιν η να κακοποιηση; να σωση ψυχην η να απολεση;9 Onde Iesù disse a loro: addimandovi, s' egli è lecito nel sabbato a fare bene, ovvero male, a fare salva la sua anima, ovvero a ucciderla?
10 Και περιβλεψας παντας αυτους, ειπε προς τον ανθρωπον? Εκτεινον την χειρα σου. Ο δε εκαμεν ουτω, και αποκατεσταθη η χειρ αυτου υγιης ως η αλλη.10 E guardando tutti dintorno, disse all' uomo: istendi la tua mano. Ed egli la istese, e fu restituita la sua mano alla sanità.
11 Αυτοι δε επλησθησαν μανιας και συνωμιλουν προς αλληλους τι να καμωσιν εις τον Ιησουν.11 Ma quelli furono empiuti di insipienza; e parlavano insieme quello che potessero fare a Iesù.
12 Εν εκειναις δε ταις ημεραις εξηλθεν εις το ορος να προσευχηθη, και διενυκτερευεν εν τη προσευχη του Θεου.12 E fatto è in quelli giorni, ch' egli uscitte a orare nel monte; ed egli dispensò tutta la notte in orazione.
13 Και οτε εγεινεν ημερα, εκραξε τους μαθητας αυτου και εξελεξεν εξ αυτων δωδεκα, τους οποιους και ωνομασεν αποστολους,13 Ed essendo fatto il giorno, chiamò li suoi discepoli, e di essi eleggette dodici, li quali etiam nominò apostoli;
14 τον Σιμωνα, τον οποιον και ωνομασε Πετρον, και Ανδρεαν τον αδελφον αυτου, Ιακωβον και Ιωαννην, Φιλιππον και Βαρθολομαιον,14 (li quali furono questi): Simone nominato Pietro, e Andrea suo fratello, Iacobo e Ioanne, Filippo e Bartolomeo,
15 Ματθαιον και Θωμαν, Ιακωβον τον του Αλφαιου και Σιμωνα τον καλουμενον Ζηλωτην,15 e Matteo e Tomaso, Iacobo figliuolo di Alfeo, e Simone che si chiama Zelote,
16 Ιουδαν τον αδελφον Ιακωβου, και Ιουδαν τον Ισκαριωτην, οστις και εγεινε προδοτης,16 e Iuda di Iacobo, e Iuda Scariote, il quale fu traditore.
17 και καταβας μετ' αυτων εσταθη επι τοπου πεδινου, και παρησαν οχλος μαθητων αυτου και πληθος πολυ του λαου απο πασης της Ιουδαιας και Ιερουσαλημ και της παραλιας Τυρου και Σιδωνος, οιτινες ηλθον δια να ακουσωσιν αυτον και να ιατρευθωσιν απο των νοσων αυτων,17 E discendendo con quelli, ristette in uno luogo campestre con la turba e con gli suoi discepoli, e molte grande turba del popolo di Iudea e di Ierusalem e di molte parti, i quali passorono il mare di Tiro e di Sidone;
18 και οι ενοχλουμενοι υπο πνευματων ακαθαρτων, και εθεραπευοντο.18 li quali erano venuti per udir Iesù, e per esser sanati di loro infermità. E quelli, ch' erano vessati dalli demonii, erano da lui curati.
19 Και πας ο οχλος εζητει να εγγιζη αυτον, διοτι δυναμις εξηρχετο παρ' αυτου και ιατρευε παντας.19 E tutta la turba cercava di toccarlo; imperò che virtù usciva di lui, che sanava tutti.
20 Και αυτος σηκωσας τους οφθαλμους αυτου εις τους μαθητας αυτου, ελεγε? Μακαριοι σεις οι πτωχοι, διοτι υμετερα ειναι η βασιλεια του Θεου.20 Ed egli levando gli occhi inverso gli discepoli suoi, disse: beati gli poveri (di spirito), imperò ch' egli è loro il regno del cielo.
21 Μακαριοι οι πεινωντες τωρα, διοτι θελετε χορτασθη. Μακαριοι οι κλαιοντες τωρα, διοτι θελετε γελασει.21 Beati quelli che piangono ora, imperò che si rallegreranno. Beati coloro che hanno fame, imperò che saranno saturati.
22 Μακαριοι εισθε, οταν σας μισησωσιν οι ανθρωποι, και οταν σας αφορισωσι και ονειδισωσι και εκβαλωσι το ονομα σας ως κακον ενεκεν του Υιου του ανθρωπου.22 Beati sarete, quando gli uomini vi aranno in odio, e separerannovi e vergognarannovi e cacciarannovi e disprezzeranno li nomi vostri, sì come rei (e cattivi), per lo Figliuolo dell' uomo.
23 Χαιρετε εν εκεινη τη ημερα και σκιρτησατε? διοτι ιδου, ο μισθος σας ειναι πολυς εν τω ουρανω? επειδη ουτως επραττον εις τους προφητας οι πατερες αυτων.23 Godete in quel giorno, e rallegratevi; imperò che la vostra mercede è copiosa in cielo; imperò che loro padri facevano alli profeti secondo queste cose.
24 Πλην ουαι εις εσας τους πλουσιους, διοτι απηλαυσατε την παρηγοριαν σας.24 Nientedimeno, guai a voi, ricchi, li quali avete la vostra consolazione.
25 Ουαι εις εσας, οι κεχορτασμενοι, διοτι θελετε πεινασει. Ουαι εις εσας, οι γελωντες τωρα, διοτι θελετε πενθησει και κλαυσει.25 Guai a voi che viete satolli, imperò che sarete affamati! Guai a voi che al presente ridete, imperò che lacrimarete e piagnerete!
26 Ουαι εις εσας, οταν παντες οι ανθρωποι σας ευφημησωσι? διοτι ουτως επραττον εις τους ψευδοπροφητας οι πατερες αυτων.26 Guai a voi, quando tutti li uomini diranno bene di voi! Imperò che i loro padri facevano alli [falsi] profeti secondo tutte queste cose.
27 Αλλα προς εσας τους ακουοντας λεγω? Αγαπατε τους εχθρους σας, αγαθοποιειτε εκεινους, οιτινες σας μισουσιν,27 Ma a voi che udite dico: amate li vostri inimici, ben fate a coloro che vi hanno avuto in odio.
28 ευλογειτε εκεινους, οιτινες σας καταρωνται, και προσευχεσθε υπερ εκεινων, οιτινες σας βλαπτουσιν.28 Benedicete alli vostri maldicenti; orate per coloro che vi calunniano.
29 Εις τον τυπτοντα σε επι την σιαγονα προσφερε και την αλλην, και απο του αφαιρουντος το ιματιον σου μη εμποδισης και τον χιτωνα.29 E cui ti percote nella guancia, porgili l'altra; e a colui che ti tolle il mantello, non li voler vietare etiam la vestimenta.
30 Εις παντα δε τον ζητουντα παρα σου διδε, και απο του αφαιρουντος τα σα μη απαιτει.30 Ma a ognuno che ti dimanda, donali; e cui ti tolle quel ch' è tuo, non ripetere.
31 Και καθως θελετε να πραττωσιν εις εσας οι ανθρωποι, και σεις πραττετε ομοιως εις αυτους.31 A modo che volete che gli uomini a voi facciano, similmente fate a loro.
32 Και εαν αγαπατε τους αγαπωντας σας, ποια χαρις χρεωστειται εις εσας; διοτι και οι αμαρτωλοι αγαπωσι τους αγαπωντας αυτους.32 E se voi amate coloro che vi amano, a voi che grazia è? onde etiam li peccatori amano coloro che amano loro.
33 Και εαν αγαθοποιητε τους αγαθοποιουντας σας, ποια χαρις χρεωστειται εις εσας; διοτι και οι αμαρτωλοι το αυτο πραττουσι.33 E se voi farete bene a quelli che vi fanno bene, che grazia sarà a voi? onde certo etiam li peccatori fanno questo.
34 Και εαν δανειζητε εις εκεινους, παρ' ων ελπιζετε παλιν να λαβητε, ποια χαρις χρεωστειται εις εσας; διοτι και οι αμαρτωλοι εις αμαρτωλους δανειζουσι δια να λαβωσι παλιν τα ισα.34 E se imprestate a quelli, da' quali sperate di ricevere, che grazia egli è a voi? onde e li peccatori imprestano alli peccatori, perchè ricevano le cose eguali.
35 Πλην αγαπατε τους εχθρους σας και αγαθοποιειτε και δανειζετε, μηδεμιαν απολαβην ελπιζοντες, και θελει εισθαι ο μισθος σας πολυς, και θελετε εισθαι υιοι του Υψιστου? διοτι αυτος ειναι αγαθος προς τους αχαριστους και κακους.35 Ma dicovi: amate li vostri inimici, fate bene, e imprestate, non sperando conseguire alcuna cosa; e molta sarà la vostra mercede, e voi sarete figliuoli dell' Altissimo; imperò ch' egli è benigno sopra li ingrati e mali uomini.
36 Γινεσθε λοιπον οικτιρμονες, καθως και ο Πατηρ σας ειναι οικτιρμων.36 Siate adunque misericordiosi, a modo che il vostro padre è misericordioso.
37 Και μη κρινετε, και δεν θελετε κριθη? μη καταδικαζετε, και δεν θελετε καταδικασθη? συγχωρειτε, και θελετε συγχωρηθη?37 Non vogliate giudicare, e non sarete giudicati; non vogliate condannare, e non sarete condannati; perdonate, e saravvi perdonato.
38 διδετε, και θελει δοθη εις εσας? μετρον καλον, πεπιεσμενον και συγκεκαθισμενον και υπερεκχυνομενον θελουσι δωσει εις τον κολπον σας. Διοτι με το αυτο μετρον, με το οποιον μετρειτε, θελει αντιμετρηθη εις εσας.38 Date, e a voi sarà dato; loro daranno nel vostro seno la misura buona ed empiuta, e bene fondata e soprabbondante; ma con quella medesima. misura con la quale misurate, a voi sarà misurato.
39 Ειπε δε παραβολην προς αυτους, Μηπως δυναται τυφλος να οδηγη τυφλον; δεν θελουσι πεσει αμφοτεροι εις βοθρον;39 E a loro diceva la similitudine: or può il cieco guidar l' altro cieco? or ambidue non caderanno nella fossa?
40 Δεν ειναι μαθητης ανωτερος του διδασκαλου αυτου? πας δε τετελειοποιημενος θελει εισθαι ως ο διδασκαλος αυτου.40 E non v'è alcuno discepolo sopra il maestro; certo ogni uomo sarà perfetto, se egli è come il maestro suo.
41 Και δια τι βλεπεις το ξυλαριον το εν τω οφθαλμω του αδελφου σου, την δε δοκον την εν τω ιδιω σου οφθαλμω δεν παρατηρεις;41 E tu il perchè vedi la festuca nell'occhio del tuo fratello, ma non consideri lo trabe ch' è nel tuo occhio?
42 η πως δυνασαι να λεγης προς τον αδελφον σου? Αδελφε, αφες να εκβαλω το ξυλαριον το εν τω οφθαλμω σου, ενω συ δεν βλεπεις την δοκον την εν τω οφθαλμω σου; Υποκριτα, εκβαλε πρωτον την δοκον εκ του οφθαλμου σου, και τοτε θελεις ιδει καθαρως δια να εκβαλης το ξυλαριον το εν τω οφθαλμω του αδελφου σου.42 Ovvero come puoi dicere al tuo fratello : fratello, lascia ch' io cavi la festuca del tuo occhio; e tu stesso non vedi lo trabe nell' occhio tuo? O ipocrita, leva prima lo trabe dall' occhie tuo, e allora vederai a togliere via la festuca dall' occhio del tuo fratello.
43 Διοτι δεν ειναι δενδρον καλον, το οποιον καμνει καρπον σαπρον, ουδε δενδρον σαπρον, το οποιον καμνει καρπον καλον?43 Certo quel non è buono arboro, che fa mali frutti; e non è arboro malo, che facci buoni frutti.
44 επειδη εκαστον δενδρον εκ του καρπου αυτου γνωριζεται. Διοτι δεν συναγουσιν εξ ακανθων συκα, ουδε τρυγωσιν εκ βατου σταφυλια.44 Egli è conosciuto ogni arboro per il frutto suo. Certo non ricogliono li fichi dalli spini; e non vendemmiano l'uva dalla rovere.
45 Ο αγαθος ανθρωπος εκ του αγαθου θησαυρου της καρδιας αυτου εκφερει το αγαθον, και ο κακος ανθρωπος εκ του κακου θησαυρου της καρδιας αυτου εκφερει το κακον? διοτι εκ του περισσευματος της καρδιας λαλει το στομα αυτου.45 Il buono uomo proferisce il bene dal buono tesauro del suo cuore; e il mal uomo proferisce il male dal malo tesauro. Imperò che per l' abbondanza del cuore parla la bocca.
46 Δια τι δε με κραζετε, Κυριε, Κυριε, και δεν πραττετε οσα λεγω;46 Ma il perchè mi chiamate: Signore, Signore, e non fate quel ch' io vi dico?
47 Πας οστις ερχεται προς εμε και ακουει τους λογους μου και καμνει αυτους, θελω σας δειξει με ποιον ειναι ομοιος?47 Io vi mostrerò a cui sia simile ogni uomo, che a me viene, e ode li parlari miei, e opera quelli.
48 ειναι ομοιος με ανθρωπον οικοδομουντα οικιαν, οστις εσκαψε και εβαθυνε και εβαλε θεμελιον επι την πετραν? οτε δε εγεινε πλημμυρα, προσεβαλεν ο ποταμος κατα της οικιας εκεινης και δεν ηδυνηθη να σαλευση αυτην? διοτι ητο τεθεμελιωμενη επι την πετραν.48 Egli è simile all' uomo edificante la casa, il quale cavò in profondo, e pose il fondamento sopra la pietra; ma fatto il crescere d'acqua, con impeto corse (e alzossi) il fiume (correndo) a quella casa, e non la possette movere; imperò che lei era fondata. sopra la (ferma) pietra.
49 Οστις ομως ακουση και δεν καμη, ειναι ομοιος με ανθρωπον οικοδομησαντα οικιαν επι την γην χωρις θεμελιον? κατα της οποιας προσεβαλεν ο ποταμος, και ευθυς επεσε, και εγεινεν ο κρημνισμος της οικιας εκεινης μεγας.49 Ma cui ode, e non fa, egli è simile all' uomo edificante la sua casa sopra la terra senza fondamento; nella qual corse impetuosamente il fiume, e incontanente quella cascò; e fu fatta una grande ruina nella casa di colui.