Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Matteo - Matthew 8


font
GREEK BIBLEVULGATA
1 Οτε δε κατεβη απο του ορους, ηκολουθησαν αυτον οχλοι πολλοι.1 Cum autem descendisset de monte, secutæ sunt eum turbæ multæ :
2 Και ιδου, λεπρος ελθων προσεκυνει αυτον, λεγων? Κυριε, εαν θελης, δυνασαι να με καθαρισης.2 et ecce leprosus veniens, adorabat eum, dicens : Domine, si vis, potes me mundare.
3 Και εκτεινας την χειρα ο Ιησους ηγγισεν αυτον, λεγων? Θελω, καθαρισθητι. Και ευθυς εκαθαρισθη η λεπρα αυτου.3 Et extendens Jesus manum, tetigit eum, dicens : Volo : mundare. Et confestim mundata est lepra ejus.
4 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Προσεχε μη ειπης τουτο εις μηδενα, αλλ' υπαγε, δειξον σεαυτον εις τον ιερεα και προσφερε το δωρον, το οποιον προσεταξεν ο Μωυσης δια μαρτυριαν εις αυτους.4 Et ait illi Jesus : Vide, nemini dixeris : sed vade, ostende te sacerdoti, et offer munus, quod præcepit Moyses, in testimonium illis.
5 Οτε δε εισηλθεν ο Ιησους εις Καπερναουμ, προσηλθε προς αυτον εκατονταρχος παρακαλων αυτον5 Cum autem introisset Capharnaum, accessit ad eum centurio, rogans eum,
6 και λεγων? Κυριε, ο δουλος μου κειται εν τη οικια παραλυτικος, δεινως βασανιζομενος.6 et dicens : Domine, puer meus jacet in domo paralyticus, et male torquetur.
7 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Εγω ελθων θελω θεραπευσει αυτον.7 Et ait illi Jesus : Ego veniam, et curabo eum.
8 Και αποκριθεις ο εκατονταρχος ειπε? Κυριε, δεν ειμαι αξιος να εισελθης υπο την στεγην μου? αλλα μονον ειπε λογον, και θελει ιατρευθη ο δουλος μου.8 Et respondens centurio, ait : Domine, non sum dignus ut intres sub tectum meum : sed tantum dic verbo, et sanabitur puer meus.
9 Διοτι και εγω ειμαι ανθρωπος υπο εξουσιαν, εχων υπ' εμαυτον στρατιωτας, και λεγω προς τουτον, Υπαγε, και υπαγει, και προς αλλον, Ερχου, και ερχεται, και προς τον δουλον μου, Καμε τουτο, και καμνει.9 Nam et ego homo sum sub potestate constitutus, habens sub me milites, et dico huic : Vade, et vadit : et alii : Veni, et venit : et servo meo : Fac hoc, et facit.
10 Ακουσας δε ο Ιησους εθαυμασε και ειπε προς τους ακολουθουντας? Αληθως σας λεγω, ουδε εν τω Ισραηλ ευρον τοσαυτην πιστιν.10 Audiens autem Jesus miratus est, et sequentibus se dixit : Amen dico vobis, non inveni tantam fidem in Israël.
11 Σας λεγω δε οτι πολλοι θελουσιν ελθει απο ανατολων και δυσμων και θελουσι καθησει μετα του Αβρααμ και Ισαακ και Ιακωβ εν τη βασιλεια των ουρανων,11 Dico autem vobis, quod multi ab oriente et occidente venient, et recumbent cum Abraham, et Isaac, et Jacob in regno cælorum :
12 οι δε υιοι της βασιλειας θελουσιν εκβληθη εις το σκοτος το εξωτερον? εκει θελει εισθαι ο κλαυθμος και ο τριγμος των οδοντων.12 filii autem regni ejicientur in tenebras exteriores : ibi erit fletus et stridor dentium.
13 Και ειπεν ο Ιησους προς τον εκατονταρχον, Υπαγε, και ως επιστευσας, ας γεινη εις σε. Και ιατρευθη ο δουλος αυτου εν τη ωρα εκεινη.13 Et dixit Jesus centurioni : Vade, et sicut credidisti, fiat tibi. Et sanatus est puer in illa hora.
14 Και ελθων ο Ιησους εις την οικιαν του Πετρου, ειδε την πενθεραν αυτου κατακοιτον και πασχουσαν πυρετον?14 Et cum venisset Jesus in domum Petri, vidit socrum ejus jacentem, et febricitantem :
15 και επιασε την χειρα αυτης, και αφηκεν αυτην ο πυρετος, και εσηκωθη και υπηρετει αυτους.15 et tetigit manum ejus, et dimisit eam febris, et surrexit, et ministrabat eis.
16 Και οτε εγεινεν εσπερα, εφεραν προς αυτον δαιμονιζομενους πολλους, και εξεβαλε τα πνευματα με λογον και παντας τους κακως εχοντας εθεραπευσε,16 Vespere autem facto, obtulerunt ei multos dæmonia habentes : et ejiciebat spiritus verbo, et omnes male habentes curavit :
17 δια να πληρωθη το ρηθεν δια Ησαιου του προφητου, λεγοντος? Αυτος τας ασθενειας ημων ελαβε και τας νοσους εβαστασεν.17 ut adimpleretur quod dictum est per Isaiam prophetam, dicentem : Ipse infirmitates nostras accepit :
et ægrotationes nostras portavit.
18 Ιδων δε ο Ιησους πολλους οχλους περι εαυτον, προσεταξε να αναχωρησωσιν εις το περαν.18 Videns autem Jesus turbas multas circum se, jussit ire trans fretum.
19 Και πλησιασας εις γραμματευς ειπε προς αυτον, Διδασκαλε, θελω σοι ακολουθησει οπου αν υπαγης.19 Et accedens unus scriba, ait illi : Magister, sequar te, quocumque ieris.
20 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Αι αλωπεκες εχουσι φωλεας και τα πετεινα του ουρανου κατοικιας, ο δε Υιος του ανθρωπου δεν εχει που να κλινη την κεφαλην.20 Et dicit ei Jesus : Vulpes foveas habent, et volucres cæli nidos ; Filius autem hominis non habet ubi caput reclinet.
21 Αλλος δε εκ των μαθητων αυτου ειπε προς αυτον? Κυριε, συγχωρησον μοι να υπαγω πρωτον και να θαψω τον πατερα μου.21 Alius autem de discipulis ejus ait illi : Domine, permitte me primum ire, et sepelire patrem meum.
22 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Ακολουθει μοι και αφες τους νεκρους να θαψωσι τους εαυτων νεκρους.22 Jesus autem ait illi : Sequere me, et dimitte mortuos sepelire mortuos suos.
23 Και οτε εισηλθεν εις το πλοιον, ηκολουθησαν αυτον οι μαθηται αυτου.23 Et ascendente eo in naviculam, secuti sunt eum discipuli ejus :
24 Και ιδου, τρικυμια μεγαλη εγεινεν εν τη θαλασση, ωστε το πλοιον εσκεπαζετο υπο των κυματων? αυτος δε εκοιματο.24 et ecce motus magnus factus est in mari, ita ut navicula operiretur fluctibus : ipse vero dormiebat.
25 Και προσελθοντες οι μαθηται αυτου εξυπνισαν αυτον, λεγοντες? Κυριε, σωσον ημας, χανομεθα.25 Et accesserunt ad eum discipuli ejus, et suscitaverunt eum, dicentes : Domine, salva nos : perimus.
26 Και λεγει προς αυτους? Δια τι εισθε δειλοι, ολιγοπιστοι; Τοτε σηκωθεις επετιμησε τους ανεμους και την θαλασσαν, και εγεινε γαληνη μεγαλη.26 Et dicit eis Jesus : Quid timidi estis, modicæ fidei ? Tunc surgens imperavit ventis, et mari, et facta est tranquillitas magna.
27 Οι δε ανθρωποι εθαυμασαν, λεγοντες? Οποιος ειναι ουτος, οτι και οι ανεμοι και η θαλασσα υπακουουσιν εις αυτον;27 Porro homines mirati sunt, dicentes : Qualis est hic, quia venti et mare obediunt ei ?
28 Και οτε ηλθεν εις το περαν εις την χωραν των Γεργεσηνων, υπηντησαν αυτον δυο δαιμονιζομενοι εξερχομενοι εκ των μνημειων, αγριοι καθ' υπερβολην, ωστε ουδεις ηδυνατο να περαση δια της οδου εκεινης.28 Et cum venisset trans fretum in regionem Gerasenorum, occurrerunt ei duo habentes dæmonia, de monumentis exeuntes, sævi nimis, ita ut nemo posset transire per viam illam.
29 Και ιδου, εκραξαν λεγοντες? Τι ειναι μεταξυ ημων και σου, Ιησου, Υιε του Θεου; ηλθες εδω προ καιρου να μας βασανισης;29 Et ecce clamaverunt, dicentes : Quid nobis et tibi, Jesu fili Dei ? Venisti huc ante tempus torquere nos ?
30 Ητο δε μακραν απ' αυτων αγελη χοιρων πολλων βοσκομενη.30 Erat autem non longe ab illis grex multorum porcorum pascens.
31 Και οι δαιμονες παρεκαλουν αυτον, λεγοντες? Εαν μας εκβαλης, επιτρεψον εις ημας να απελθωμεν εις την αγελην των χοιρων.31 Dæmones autem rogabant eum, dicentes : Si ejicis nos hinc, mitte nos in gregem porcorum.
32 Και ειπε προς αυτους? Υπαγετε. Και εκεινοι εξελθοντες υπηγαν εις την αγελην των χοιρων? και ιδου, ωρμησε πασα η αγελη των χοιρων κατα του κρημνου εις την θαλασσαν και απεθανον εν τοις υδασιν.32 Et ait illis : Ite. At illi exeuntes abierunt in porcos, et ecce impetu abiit totus grex per præceps in mare : et mortui sunt in aquis.
33 Οι δε βοσκοντες εφυγον και ελθοντες εις την πολιν, απηγγειλαν παντα και τα των δαιμονιζομενων.33 Pastores autem fugerunt : et venientes in civitatem, nuntiaverunt omnia, et de eis qui dæmonia habuerant.
34 Και ιδου, πασα η πολις εξηλθεν εις συναντησιν του Ιησου, και ιδοντες αυτον παρεκαλεσαν να μεταβη απο των οριων αυτων.34 Et ecce tota civitas exiit obviam Jesu : et viso eo, rogabant ut transiret a finibus eorum.