1 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων, | 1 Locutusque est Dominus ad Moysen, dicens : |
2 Λαλησον προς τους υιους Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Οταν ανηρ η γυνη ευχηθη ευχην Ναζηραιου, δια να αφιερωθη εις τον Κυριον, | 2 Loquere ad filios Israël, et dices ad eos : Vir, sive mulier, cum fecerint votum ut sanctificentur, et se voluerint Domino consecrare : |
3 θελει εγκρατευεσθαι απο οινου και απο σικερα και δεν θελει πιει οξος απο οινου η οξος απο σικερα ουτε θελει πιει ο, τι ειναι κατεσκευασμενον απο σταφυλης ουτε θελει φαγει σταφυλην προσφατον ουδε σταφιδας. | 3 a vino, et omni quod inebriare potest, abstinebunt. Acetum ex vino, et ex qualibet alia potione, et quidquid de uva exprimitur, non bibent : uvas recentes siccasque non comedent |
4 Πασας τας ημερας της αφιερωσεως αυτου δεν θελει φαγει ουδεν εκ των οσα γινονται εξ αμπελου, απο φλοιου σταφυλης εως κοκκου αυτης. | 4 cunctis diebus quibus ex voto Domino consecrantur : quidquid ex vinea esse potest, ab uva passa usque ad acinum non comedent. |
5 Πασας τας ημερας της ευχης της αφιερωσεως αυτου δεν θελει περασει ξυραφιον επι της κεφαλης αυτου, εωσου πληρωθωσιν αι ημεραι, τας οποιας ευχηθη εις τον Κυριον? αγιος θελει εισθαι, αφινων τας τριχας της κομης της κεφαλης αυτου να αυξανωσι. | 5 Omni tempore separationis suæ novacula non transibit per caput ejus usque ad completum diem, quo Domino consecratur. Sanctus erit, crescente cæsarie capitis ejus. |
6 Πασας τας ημερας της αφιερωσεως αυτου εις τον Κυριον δεν θελει εισελθει εις τεθνεωτα. | 6 Omni tempore consecrationis suæ, super mortuum non ingredietur, |
7 Δεν θελει μολυνθη δια τον πατερα αυτου η δια την μητερα αυτου, δια τον αδελφον αυτου η δια την αδελφην αυτου, οταν αποθανωσιν? επειδη η προς τον Θεον αφιερωσις αυτου ειναι επι της κεφαλης αυτου. | 7 nec super patris quidem et matris et fratris sororisque funere contaminabitur, quia consecratio Dei sui super caput ejus est. |
8 Πασας τας ημερας της αφιερωσεως αυτου ειναι αγιος εις τον Κυριον. | 8 Omnibus diebus separationis suæ sanctus erit Domino. |
9 Και εαν τις αποθανη εξαιφνης πλησιον αυτου και μολυνθη η κεφαλη της αφιερωσεως αυτου, τοτε θελει ξυρισει την κεφαλην αυτου εν τη ημερα του καθαρισμου αυτου? εις την εβδομην ημεραν θελει ξυρισει αυτην. | 9 Sin autem mortuus fuerit subito quispiam coram eo, polluetur caput consecrationis ejus : quod radet illico in eadem die purgationis suæ, et rursum septima. |
10 Την δε ογδοην ημεραν θελει φερει δυο τρυγονας η δυο νεοσσους περιστερων προς τον ιερεα εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου? | 10 In octava autem die offeret duos turtures, vel duos pullos columbæ sacerdoti in introitu fœderis testimonii. |
11 και ο ιερευς θελει προσφερει την μιαν εις προσφοραν περι αμαρτιας, την δε αλλην εις ολοκαυτωμα? και θελει καμει εξιλεωσιν υπερ αυτου δια την περι τον νεκρον αμαρτιαν αυτου και θελει αγιασει την κεφαλην αυτου εν εκεινη τη ημερα. | 11 Facietque sacerdos unum pro peccato, et alterum in holocaustum, et deprecabitur pro eo, quia peccavit super mortuo : sanctificabitque caput ejus in die illo : |
12 Και θελει αφιερωσει εις τον Κυριον τας ημερας της αφιερωσεως αυτου, και θελει φερει αρνιον ενιαυσιον δια προσφοραν περι ανομιας? αι δε ημεραι αι παρελθουσαι δεν θελουσι λογισθη, διοτι εμολυνθη η αφιερωσις αυτου. | 12 et consecrabit Domino dies separationis illius, offerens agnum anniculum pro peccato : ita tamen ut dies priores irriti fiant, quoniam polluta est sanctificatio ejus. |
13 Ουτος δε ειναι ο νομος του Ναζηραιου αφου πληρωθωσιν αι ημεραι της αφιερωσεως αυτου? θελει φερθη εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου, | 13 Ista est lex consecrationis. Cum dies, quos ex voto decreverat, complebuntur, adducet eum ad ostium tabernaculi fœderis, |
14 και θελει προσφερει το δωρον αυτου εις τον Κυριον, εν αρνιον ενιαυσιον αμωμον εις ολοκαυτωμα και εν αρνιον θηλυκον ενιαυσιον αμωμον εις προσφοραν περι αμαρτιας και ενα κριον αμωμον εις προσφοραν ειρηνικην, | 14 et offeret oblationes ejus Domino, agnum anniculum immaculatum in holocaustum, et ovem anniculam immaculatam pro peccato, et arietem immaculatum, hostiam pacificam, |
15 και κανιστρον αρτων αζυμων εκ σεμιδαλεως εζυμωμενης μετα ελαιου, και λαγανα αζυμα κεχρισμενα μετα ελαιου και την εξ αλφιτων προσφοραν αυτων και την σπονδην αυτων. | 15 canistrum quoque panum azymorum qui conspersi sint oleo, et lagana absque fermento uncta oleo, ac libamina singulorum : |
16 Και ο ιερευς θελει προσφερει αυτα ενωπιον του Κυριου και θελει καμει την περι αμαρτιας προσφοραν αυτου και το ολοκαυτωμα αυτου. | 16 quæ offeret sacerdos coram Domino, et faciet tam pro peccato, quam in holocaustum. |
17 Και θελει προσφερει τον κριον εις θυσιαν ειρηνικην προς τον Κυριον μετα του κανιστρου των αζυμων? θελει προσφερει ετι ο ιερευς την εξ αλφιτων προσφοραν αυτου και την σπονδην αυτου. | 17 Arietem vero immolabit hostiam pacificam Domino, offerens simul canistrum azymorum, et libamenta quæ ex more debentur. |
18 Και ο Ναζηραιος θελει ξυρισθη την κεφαλην της αφιερωσεως αυτου εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου, και θελει λαβει τας τριχας της κεφαλης της αφιερωσεως αυτου και επιθεσει επι του πυρος του υποκατω της ειρηνικης θυσιας. | 18 Tunc radetur nazaræus ante ostium tabernaculi fœderis cæsarie consecrationis suæ : tolletque capillos ejus, et ponet super ignem, qui est suppositus sacrificio pacificorum : |
19 Και ο ιερευς θελει λαβει τον εψημενον ωμον του κριου και ενα αρτον αζυμον εκ του κανιστρου, και εν λαγανον αζυμον και θελει επιθεσει αυτα επι τας χειρας του Ναζηραιου, αφου ξυρισθη τας τριχας της αφιερωσεως αυτου. | 19 et armum coctum arietis, tortamque absque fermento unam de canistro, et laganum azymum unum, et tradet in manus nazaræi, postquam rasum fuerit caput ejus. |
20 Και θελει κινησει αυτα ο ιερευς εις κινητην προσφοραν ενωπιον του Κυριου? τουτο ειναι αγιον εις τον ιερεα, μετα του στηθους της κινητης προσφορας και μετα του ωμου της υψουμενης προσφορας? και μετα ταυτα δυναται να πιη οινον ο Ναζηραιος. | 20 Susceptaque rursum ab eo, elevabit in conspectu Domini : et sanctificata sacerdotis erunt, sicut pectusculum, quod separari jussum est, et femur. Post hæc, potest bibere nazaræus vinum. |
21 Του Ναζηραιου, οστις εκαμεν ευχην, ουτος ειναι ο νομος του δωρου αυτου εις τον Κυριον δια την αφιερωσιν αυτου, εκτος του ο, τι ηθελε προσφερει εκουσιως? συμφωνως με την ευχην, την οποιαν ευχηθη, ουτω θελει καμει κατα τον νομον της αφιερωσεως αυτου. | 21 Ista est lex nazaræi, cum voverit oblationem suam Domino tempore consecrationis suæ, exceptis his, quæ invenerit manus ejus : juxta quod mente devoverat, ita faciet ad perfectionem sanctificationis suæ.
|
22 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων, | 22 Locutusque est Dominus ad Moysen, dicens : |
23 Λαλησον προς τον Ααρων και προς τους υιους αυτου, λεγων, Ουτω θελετε ευλογει τους υιους Ισραηλ, λεγοντες προς αυτους? | 23 Loquere Aaron et filiis ejus : Sic benedicetis filiis Israël, et dicetis eis : |
24 Ο Κυριος να σε ευλογηση και να σε φυλαξη? | 24 Benedicat tibi Dominus, et custodiat te. |
25 Ο Κυριος να επιλαμψη το προσωπον αυτου επι σε και να σε ελεηση? | 25 Ostendat Dominus faciem suam tibi, et misereatur tui. |
26 Ο Κυριος να υψωση το προσωπον αυτου επι σε και να σοι δωση ειρηνην? | 26 Convertat Dominus vultum suum ad te, et det tibi pacem. |
27 Και θελουσιν επιθεσει το ονομα μου επι τους υιους Ισραηλ? και εγω θελω ευλογησει αυτους. | 27 Invocabuntque nomen meum super filios Israël, et ego benedicam eis. |