Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

ΙΕΖΕΚΙΗΛ - Ezechiele - Ezekiel 9


font
GREEK BIBLEBIBBIA MARTINI
1 Και εκραξεν εις τα ωτα μου μετα φωνης μεγαλης? λεγων, Ας πλησιασωσιν οι τεταγμενοι κατα της πολεως, εκαστος εχων το οπλον αυτου της εξολοθρευσεως εν τη χειρι αυτου.1 Con gran voce gridò alle mie orecchie, dicendo: Vicina è la visita della città, e ognuno ha in mano uno strumento da uccidere.
2 Και ιδου, εξ ανδρες ηρχοντο απο της οδου της υψηλοτερας πυλης της βλεπουσης προς βορραν, εκαστος εχων εν τη χειρι αυτου οπλον κατασυντριμμου? και εν τω μεσω αυτων εις ανθρωπος ενδεδυμενος λινα με γραμματεως καλαμαριον εν τη οσφυι αυτου? και εισελθοντες εσταθησαν πλησιον του χαλκινου θυσιαστηριου.2 Ed ecco che sei uomini venivano per la strada della porta superiore, che guarda settentrione; e in mano d'ognun di essi uno strumento di morte: eravi anche un uomo in mezzo a loro vestito di roba di lino, e aveva appeso a' fianchi un calamaio da scrivere, ed entrarono, e si fermarono presso l'altare di bronzo;
3 Και η δοξα του Θεου του Ισραηλ ανεβη επανωθεν των χερουβειμ, επανωθεν των οποιων ητο, εις το κατωφλιον του οικου? και εφωνησε προς τον ανδρα τον ενδεδυμενον τα λινα, τον εχοντα εν τη οσφυι αυτου το καλαμαριον του γραμματεως?3 E la gloria del Signor d'Israele dai Cherubini, su' quali stava, si portò al liminare della casa, e chiamò l'uomo che era vestito di lino, e avea a' suo fianchi il calamaio.
4 και ειπε Κυριος προς αυτον, Διελθε δια της πολεως, δια της Ιερουσαλημ, και καμε σημειον επι των μετωπων των ανδρων, των στεναζοντων και βοωντων δια παντα τα βδελυγματα τα γινομενα εν μεσω αυτης.4 E il Signore gli disse: Va per mezzo alla città, per mezzo a Gerusalemme, e segna un Thau sulle fronti degli uomini, che gemono, e sono attimi per tutte le abbominazioni, che si fanno in mezzo ad essa.
5 Προς δε τους αλλους ειπεν, ακουοντος εμου, Διελθετε κατοπιν αυτου δια της πολεως και παταξατε? ας μη φεισθη ο οφθαλμος σας και μη ελεησητε?5 E a quelli disse, udendolo io: Passate per la città seguitando lui, e percuotete: non s'impietosisca l'occhio vostro, e non abbiate pietà.
6 γεροντας, νεους και παρθενους και νηπια και γυναικας, φονευσατε μεχρις εξαλειψεως? εις παντα ομως ανθρωπον εφ' ου ειναι το σημειον μη πλησιασητε? και αρχισατε απο του αγιαστηριου μου. Και ηρχισαν απο των ανδρων των πρεσβυτερων των εμπροσθεν του οικου.6 Uccidete fino allo sterminio, il vecchio, il giovane, la vergine, il pargoletto, e le donne: non uccidete però alcuno, che veggiate aver sopra di sé il Thau, e date principio dal mio santuario. Dieder dunque principio da que' seniori, che erano davanti al tempio.
7 Και ειπε προς αυτους, Μιανατε τον οικον και γεμισατε τας αυλας απο τραυματιων? εξελθετε. Και εξηλθον και επαταξαν εν τη πολει.7 Ed ei disse loro: Profanate la casa, e degli uccisi empietene i portici: andate. E quelli andarono, e percuotevano quanti erano nella città.
8 Ενω δε ουτοι επατασσον αυτους, εναπολειφθεις εγω επεσον επι προσωπον μου και ανεβοησα και ειπα, Οιμοι, Κυριε Θεε? συ εξαλειφεις απαν το υπολοιπον του Ισραηλ, εκχεων την οργην σου επι την Ιερουσαλημ;8 E finita che fu la strage, rimasi io: e mi gettai boccone; e alzando le strida, dico: Ahi, ahi, ahi, Signore Dio: disperderai tu adunque tutti gli avanzi d'Israele, spandendo il furor tuo sopra Gerusalemme?
9 Και ειπε προς εμε, Η ανομια του οικου Ισραηλ και Ιουδα υπερεμεγαλυνθη σφοδρα και η γη ειναι πληρης αιματων? και πολις πληρης διαφθορας? διοτι λεγουσιν, Ο Κυριος εγκατελιπε την γην, και, Ο Κυριος δεν βλεπει.9 E disse a me: L'iniquità della casa d'Israele, e di Giuda è grande, oltre modo grande, e la terra è coperta di sangue, e la città è piena di ribellione, perocchè han detto: Il Signore ha abandonata la terra, il Signore non vede.
10 Και εγω λοιπον δεν θελει φεισθη ο οφθαλμος μου και δεν θελω ελεησει? κατα της κεφαλης αυτων θελω ανταποδωσει τας οδους αυτων.10 Non s'impietosirà adunque l'occhio mio, e io non avrò misericordia: sul capo loro farò cadere le opere loro.
11 Και ιδου, ο ανηρ ο ενδεδυμενος τα λινα, ο εχων εν τη οσφυι αυτου το καλαμαριον, εφερεν αποκρισιν, λεγων, Εκαμον καθως προσεταξας εις εμε.11 Ed ecco colui, che era vestito di lino, ed aveva il calamaio a' suoi fianchi, portò risposta, dicendo: Ho fatto come tu mi comandasti.