Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΙΕΖΕΚΙΗΛ - Ezechiele - Ezekiel 10


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Επειτα ειδον και ιδου, εν τω στερεωματι τω ανωθεν της κεφαλης των χερουβειμ εφαινετο υπερανω αυτων ως λιθος σαπφειρος, κατα την θεαν ομοιωματος θρονου.1 À ce moment-là, je vis que sur la plate-forme, au-dessus des chérubins, il y avait une pierre de saphir qui formait comme un trône.
2 Και ελαλησε προς τον ανδρα τον ενδεδυμενον τα λινα και ειπεν, Εισελθε μεταξυ των τροχων, υποκατω των χερουβειμ, και γεμισον την χειρα σου ανθρακας πυρος εκ μεσου των χερουβειμ και διασκορπισον αυτους επι την πολιν. Και εισηλθεν ενωπιον μου.2 Alors il dit à l’homme habillé de lin: “Passe en dessous, entre les roues, et prends à pleines mains des charbons que tu répandras sur la ville.” L’homme y alla sous mes yeux;
3 Τα δε χερουβειμ ισταντο εν δεξιοις του οικου, οτε εισηρχετο ο ανηρ? και η νεφελη εγεμισε την εσωτεραν αυλην.3 pendant qu’il s’y glissait, les chérubins se tenaient à l’arrêt sur le côté sud et la nuée remplissait la cour intérieure.
4 Και η δοξα του Κυριου υψωθη ανωθεν των χερουβειμ κατα το κατωφλιον του οικου? και ενεπλησε τον οικον η νεφελη και η αυλη ενεπλησθη απο της λαμψεως της δοξης του Κυριου.4 La Gloire de Yahvé s’éleva de dessus le chérubin, en direction de la porte du Temple; la nuée remplissait le Temple et toute la cour était inondée de l’éclat de la gloire de Yahvé.
5 Και ο ηχος των πτερυγων των χερουβειμ ηκουετο εως της εξωτερας αυλης, ως φωνη του Παντοδυναμου Θεου, οποταν λαλη.5 Le bruit des ailes des chérubins s’entendait jusque dans la cour extérieure, on aurait cru la voix du Dieu Tout-Puissant lorsqu’il parle.
6 Και οτε προσεταξε τον ανδρα τον ενδεδυμενον τα λινα, λεγων, Λαβε πυρ εκ μεσου των τροχων, εκ μεσου των χερουβειμ, τοτε εισηλθε και εσταθη πλησιον των τροχων.6 Il donna cet ordre à l’homme habillé de lin: “Prends du feu au milieu des roues entre les chérubins.” L’homme s’approcha et se tint près de la roue.
7 Και εν χερουβ εξετεινε την χειρα αυτου εκ μεσου των χερουβειμ, προς το πυρ το εν τω μεσω των χερουβειμ, και ελαβεν εκ τουτου και εθεσεν εις τας χειρας του ενδεδυμενου τα λινα? ο δε ελαβεν αυτο και εξηλθεν.7 Le chérubin étendit la main vers le feu, il en prit et déposa les braises dans la main de l’homme habillé de lin; celui-ci les prit et sortit.
8 Εφαινετο δε ομοιωμα χειρος ανθρωπου εις τα χερουβειμ υπο τας πτερυγας αυτων.8 J’ai bien vu alors comme une main d’homme sous les ailes des chérubins.
9 Και ειδον και ιδου, τεσσαρες τροχοι πλησιον των χερουβειμ, εις τροχος πλησιον ενος χερουβ και εις τροχος πλησιον αλλον χερουβ, και η θεα των τροχων ητο ως οψις βηρυλλου λιθου.9 J’ai vu quatre roues placées à côté des chérubins (il y avait une roue à côté de chaque chérubin) et les roues avaient l’éclat de la pierre précieuse.
10 Περι δε της θεας αυτων, και οι τεσσαρες ειχον το αυτο ομοιωμα, ως εαν ητο τροχος εν μεσω τροχου.10 Les quatre roues avaient la même forme: on aurait dit que chaque roue était faite de deux roues entrecroisées.
11 Ενω εβαδιζον, επορευοντο κατα τα τεσσαρα αυτων πλαγια? δεν εστρεφοντο ενω εβαδιζον, αλλ' εις οντινα τοπον ο πρωτος απευθυνετο, ηκολουθουν αυτον οι αλλοι? δεν εστρεφοντο ενω εβαδιζον.11 Elles pouvaient donc aller sans se tourner vers les quatre points cardinaux, elles allaient sans se tourner dans la même direction où était la face du chérubin.
12 Ολον δε το σωμα αυτων και τα νωτα αυτων και αι χειρες αυτων και αι πτερυγες αυτων και οι τροχοι, οι τεσσαρες αυτων τροχοι, ησαν κυκλω πληρεις οφθαλμων.12 Les jantes des quatre roues étaient remplies d’yeux tout autour.
13 Περι δε των τροχων, ουτοι εκαλουντο, ακουοντος εμου, Γαλγαλ.13 J’entendis alors que l’on donnait à ces roues le nom de ‘tourbillon’.
14 Και εκαστον ειχε τεσσαρα προσωπα? το προσωπον του ενος προσωπον χερουβ, και το προσωπον του δευτερου προσωπον ανθρωπου, και του τριτου προσωπον λεοντος, και του τεταρτου προσωπον αετου.14 NO TEXT
15 Και τα χερουβειμ υψωθησαν τουτο ειναι το ζωον, το οποιον ειδον παρα τον ποταμον Χεβαρ.15 NO TEXT
16 Και οτε τα χερουβειμ επορευοντο, επορευοντο οι τροχοι πλησιον αυτων και οτε τα χερουβειμ υψονον τας πτερυγας αυτων δια να ανυψωθωσιν απο της γης, και αυτοι οι τροχοι δεν εξεκλινον απο πλησιον αυτων.16 Lorsque les chérubins avançaient, les roues avançaient avec eux; lorsque les chérubins déployaient leurs ailes pour s’élever de terre, les roues ne cessaient de les accompagner.
17 Οτε δε ισταντο, και εκεινοι ισταντο? και οτε ανυψουντο, και εκεινοι ανυψουντο μετ' αυτων διοτι το πνευμα των ζωων ητο εν αυτοις.17 Lorsque les chérubins s’arrêtaient, les roues s’arrêtaient, et lorsqu’ils s’élevaient elles s’élevaient avec eux, car l’esprit de l’être vivant était en elles.
18 Και η δοξα του Κυριου εξηλθεν απο του κατωφλιου του οικου και εσταθη επι των χερουβειμ.18 La Gloire de Yahvé sortit du Temple et s’arrêta au-dessus des chérubins.
19 Και τα χερουβειμ υψωσαν τας πτερυγας αυτων και ανυψωθησαν απο της γης ενωπιον μου οτε εξηλθον, ησαν και οι τροχοι πλησιον αυτων? και εσταθησαν εν τη θυρα της ανατολικης πυλης του οικου του Κυριου? και η δοξα του Θεου του Ισραηλ ητο επ' αυτων υπερανωθεν.19 Sous mes yeux, les chérubins ouvrirent leurs ailes pour s’élever de terre, et ils sortirent accompagnés par les roues; ils s’arrêtèrent à l’entrée de la porte orientale du Temple de Yahvé, avec la gloire du Dieu d’Israël reposant sur eux.
20 Τουτο ειναι το ζωον, το οποιον ειδον υποκατω του Θεου του Ισραηλ παρα τον ποταμον Χεβαρ? και εγνωρισα οτι ησαν χερουβειμ.20 C’étaient bien les êtres vivants que j’avais vus au bord du fleuve Kébar portant le Dieu d’Israël; alors j’ai su que c’étaient des chérubins.
21 Εκαστον ειχεν ανα τεσσαρα προσωπα και εκαστον τεσσαρας πτερυγας και ομοιωμα χειρων ανθρωπου υπο τας πτερυγας αυτων.21 Chacun avait quatre visages et quatre ailes, et sous leurs ailes ils avaient comme des mains d’homme.
22 Τα δε προσωπα αυτων ησαν κατα το ομοιωμα, τα αυτα προσωπα, τα οποια ειδον παρα τον ποταμον Χεβαρ, η θεα αυτων και αυτα? επορευοντο δε εκαστον κατεναντι του προσωπου αυτου.22 Leurs visages étaient les mêmes que j’avais vus près du fleuve Kébar: chacun allait droit dans la direction d’une de ses faces.