Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - Geremia - Jeremiah 38


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και ηκουσαν Σεφατιας ο υιος του Ματθαν και Γεδαλιας ο υιος του Πασχωρ και Ιουχαλ ο υιος του Σελεμιου και Πασχωρ ο υιος του Μαλχιου τους λογους, τους οποιους ο Ιερεμιας ελαλησε προς παντα τον λαον, λεγων,1 Chefatyas fils de Mattan, Guédalyas fils de Pachéhour, Youkal fils de Chélémyas et Pachéhour fils de Malkiyas, entendaient les paroles que Jérémie adressait à tout le peuple:
2 Ουτω λεγει Κυριος? Οστις καθηται εν τη πολει ταυτη, θελει αποθανει υπο μαχαιρας, υπο πεινης και υπο λοιμου? αλλ' οστις εξελθη προς τους Χαλδαιους, θελει ζησει? και η ζωη αυτου θελει εισθαι ως λαφυρον εις αυτον, και θελει ζησει?2 “Voici ce que dit Yahvé: Celui qui restera dans cette ville périra par l’épée, la famine et la peste; mais celui qui en sortira au-devant des Kaldéens vivra. Il sauvera au moins sa vie.”
3 ουτω λεγει Κυριος? Η πολις αυτη θελει εξαπαντος παραδοθη εις την χειρα του στρατευματος του βασιλεως της Βαβυλωνος και θελει κυριευσει αυτην.3 Et encore ceci: “Cette ville ne manquera pas de tomber aux mains de l’armée du roi de Babylone, il s’en emparera.”
4 Και ειπον οι αρχοντες προς τον βασιλεα, Ας θανατωθη, παρακαλουμεν, ο ανθρωπος ουτος? διοτι εκλυει ουτω τας χειρας των ανδρων των πολεμιστων των εναπολειφθεντων εν τη πολει ταυτη και τας χειρας παντος του λαου, λαλων προς αυτους τοιουτους λογους? διοτι ο ανθρωπος ουτος δεν ζητει το καλον του λαου τουτου αλλα το κακον.4 Les chefs dirent au roi: “Cet homme doit être mis à mort; toutes ses paroles ne servent qu’à décourager les soldats qui restent dans cette ville et la population toute entière. Cet homme ne veut pas le salut de notre peuple, mais uniquement son malheur.”
5 Και ειπε Σεδεκιας ο βασιλευς, Ιδου, εις την χειρα σας ειναι? διοτι ο βασιλευς δεν δυναται ουδεν εναντιον σας.5 Le roi Sédécias leur répondit: “Il est à vous, le roi ne peut rien vous refuser.”
6 Τοτε ελαβον τον Ιερεμιαν, και ερριψαν αυτον εις τον λακκον του Μαλχιου υιου του Αμμελεχ τον εν τη αυλη της φυλακης, και κατεβιβασαν τον Ιερεμιαν δια σχοινιων? και εν τω λακκω δεν ητο υδωρ αλλα βορβορος, και εχωθη ο Ιερεμιας εις τον βορβορον.6 Ils prirent donc Jérémie et le jetèrent dans la citerne de Malkiyas fils du roi, dans la cour de garde. Ils le descendirent avec des cordes; il n’y avait pas d’eau dans cette citerne, mais de la boue, et Jérémie s’enfonça dans la boue.
7 Και οτε ηκουσεν Αβδε-μελεχ ο Αιθιοψ, εις των ευνουχων, ο εν τη οικια του βασιλεως, οτι εβαλον τον Ιερεμιαν εις τον λακκον, ενω ο βασιλευς εκαθητο εν τη πυλη Βενιαμιν,7 Ébed-Mélek, un eunuque éthiopien attaché au service du palais royal, apprit qu’on avait mis Jérémie dans la citerne; à ce moment le roi était assis à la porte de Benjamin.
8 εξηλθεν ο Αβδε-μελεχ εκ της οικιας του βασιλεως και ελαλησε προς τον βασιλεα, λεγων,8 Ébed-Mélek sortit donc du palais royal et vint dire au roi:
9 Κυριε μου βασιλευ, οι ανθρωποι ουτοι επραξαν κακα εις οσα εκαμον εις τον Ιερεμιαν τον προφητην, τον οποιον ερριψαν εις τον λακκον? και αυτος ηθελεν αποθανει υπο πεινης εν τω τοπω οπου ειναι, διοτι δεν ειναι πλεον αρτος εν τη πολει.9 “Monseigneur le roi, sais-tu comment ces hommes ont traité le prophète Jérémie? Ils l’ont jeté dans la citerne. Ils ont très mal agi car sûrement il va y mourir.”
10 Και προσεταξεν ο βασιλευς τον Αβδε-μελεχ τον Αιθιοπα, λεγων, Λαβε εντευθεν τριακοντα ανθρωπους μετα σου και αναβιβασον τον Ιερεμιαν τον προφητην εκ του λακκου, πριν αποθανη.10 Alors le roi donna cet ordre à Ébed-Mélek l’Éthiopien: “Prends avec toi trois hommes; tu feras sortir de la citerne le prophète Jérémie pour qu’il ne meure pas.”
11 Και ελαβεν ο Αβδε-μελεχ τους ανθρωπους μεθ' εαυτου, και εισηλθεν εις την οικιαν του βασιλεως υπο το θησαυροφυλακιον, και εκειθεν ελαβε παλαια ρακη και παλαια σεσηποτα αποφορια και κατεβιβασεν αυτα δια σχοινιων εις τον λακκον προς τον Ιερεμιαν.11 Ébed-Mélek prit donc ses hommes avec lui et entra dans le vestiaire du trésor qui se trouvait dans le palais royal. Là, il prit des morceaux de chiffons et de vieux habits qu’il fit descendre avec des cordes à Jérémie dans la citerne.
12 Και ειπε προς τον Ιερεμιαν Αβδε-μελεχ ο Αιθιοψ, Βαλε τωρα τα παλαια ρακη και τα σεσηποτα αποφορια υπο τας μασχαλας σου, υποκατω των σχοινιων. Και εκαμεν ο Ιερεμιας ουτω.12 Ébed-Mélek l’Éthiopien dit à Jérémie: “Mets ces morceaux de chiffon et ces vieux habits sous tes bras, et en dessous les cordes.” C’est ce que fit Jérémie.
13 Και εσυραν τον Ιερεμιαν δια των σχοινιων και ανεβιβασαν αυτον εκ του λακκου? και εμεινεν ο Ιερεμιας εν τη αυλη της φυλακης.13 Puis ils tirèrent Jérémie avec les cordes et le remontèrent hors de la citerne; après quoi Jérémie demeura dans la cour de garde.
14 Και απεστειλε Σεδεκιας ο βασιλευς και εφερε τον Ιερεμιαν τον προφητην προς εαυτον, εις την τριτην εισοδον την εν τω οικω του Κυριου? και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, Θελω να σε ερωτησω εν πραγμα? μη κρυψης απ' εμου μηδεν.14 Le roi Sédécias envoya chercher le prophète et le fit passer chez lui par la troisième porte de la Maison de Yahvé. Le roi dit à Jérémie: “Je vais te poser une question, ne me cache rien.”
15 Και ειπεν ο Ιερεμιας προς τον Σεδεκιαν, Εαν φανερωσω τουτο προς σε, δεν θελεις τωοντι με θανατωσει; και εαν σε συμβουλευσω, δεν θελεις με ακουσει;15 Jérémie répondit à Sédécias: “Si je te dis la vérité, tu me feras sûrement mourir, et si je te conseille, tu ne m’écouteras pas.”
16 Και ωμοσε κρυφιως Σεδεκιας ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, λεγων, Ζη Κυριος, οστις εκαμεν εις ημας την ψυχην ταυτην, δεν θελω σε θανατωσει ουδε θελω σε δωσει εις την χειρα των ανθρωπων τουτων, οιτινες ζητουσι την ψυχην σου.16 Le roi lui fit en secret ce serment: “Aussi vrai que Yahvé est vivant et qu’il nous donne la vie, je ne te ferai pas mourir et je ne te livrerai pas non plus à ces hommes.”
17 Και ειπεν ο Ιερεμιας προς τον Σεδεκιαν, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ? Εαν τωοντι εξελθης προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, τοτε η ψυχη σου θελει ζησει και η πολις αυτη δεν θελει κατακαυθη εν πυρι, και θελεις ζησει συ και ο οικος σου.17 Jérémie dit alors à Sédécias: “Voici ce que dit Yahvé, le Dieu Sabaot, le Dieu d’Israël: Si tu sors pour te rendre aux généraux du roi de Babylone, tu sauveras ta vie et cette ville ne sera pas livrée au feu; toi et ta famille, vous aurez la vie sauve.
18 αλλ' εαν δεν εξελθης προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, τοτε η πολις αυτη θελει παραδοθη εις την χειρα των Χαλδαιων και θελουσι κατακαυσει αυτην εν πυρι και συ δεν θελεις εκφυγει εκ της χειρος αυτων.18 Mais si tu ne te rends pas aux généraux du roi de Babylone, cette ville tombera aux mains des Kaldéens qui y mettront le feu et tu ne leur échapperas pas.”
19 Και ειπε Σεδεκιας ο βασιλευς προς τον Ιερεμιαν, Εγω φοβουμαι τους Ιουδαιους, οιτινες κατεφυγον προς τους Χαλδαιους, μηποτε με παραδωσωσιν εις την χειρα αυτων και με εμπαιξωσι.19 Le roi Sédécias dit à Jérémie: “J’ai peur des Judéens qui se sont rendus aux Kaldéens, j’ai peur de tomber entre leurs mains et d’être maltraité par eux.”
20 Και ειπεν ο Ιερεμιας, δεν θελουσι σε παραδωσει. Υπακουσον, παρακαλω, εις την φωνην του Κυριου, την οποιαν εγω λαλω προς σε? και θελει εισθαι καλον εις σε και η ψυχη σου θελει ζησει.20 Jérémie lui dit: “On ne te livrera pas à eux. Écoute plutôt cette parole de Yahvé que je viens de te dire et tu t’en tireras bien, avec la vie sauve.
21 Εαν ομως συ δεν εξελθης, ουτος ειναι ο λογος, τον οποιον ο Κυριος εδειξεν εις εμε.21 Mais si tu refuses de sortir de la ville, voici ce que Yahvé m’a fait voir:
22 Και ιδου, πασαι αι γυναικες αι εναπολειφθεισαι εν τη οικια του βασιλεως του Ιουδα θελουσιν αχθη προς τους αρχοντας του βασιλεως της Βαβυλωνος, και αυται θελουσι λεγει, Οι ανδρες οι ειρηνικοι σου σε εδελεασαν και υπερισχυσαν εναντιον σου? εβυθισθησαν οι ποδες σου εις τον βορβορον και αυτοι εσυρθησαν οπισω?22 Toutes les femmes qui restent encore dans le palais royal de Juda sont conduites aux généraux du roi de Babylone; et elles reprennent la chanson: Tes amis ont su comment t’avoir, te voilà les pieds dans la boue, mais eux, ils se sont dégagés.
23 και πασαι αι γυναικες σου και τα τεκνα σου θελουσιν αχθη προς τους Χαλδαιους? και συ δεν θελεις εκφυγει εκ της χειρος αυτων, αλλα θελεις πιασθη υπο της χειρος του βασιλεως της Βαβυλωνος? και θελεις καμει την πολιν ταυτην να κατακαυθη εν πυρι.23 “Voici qu’on livre aux Kaldéens tes femmes et tes fils, et toi, tu n’échappes pas à leurs mains; oui, tu seras capturé par le roi de Babylone, et il livrera cette ville au feu.”
24 Και ειπεν ο Σεδεκιας προς τον Ιερεμιαν, Ας μη μαθη μηδεις περι των λογων τουτων και δεν θελεις αποθανει.24 Sédécias dit alors à Jérémie: “Que personne ne sache rien de tout cela, sinon tu mourrais.
25 Και εαν οι αρχοντες ακουσωσιν οτι ωμιλησα μετα σου και ελθωσι προς σε και σοι ειπωσιν, Αναγγειλον προς ημας τωρα τι ελαλησας προς τον βασιλεα, μη κρυψης αυτο αφ' ημων και δεν θελομεν σε θανατωσει? και τι ο βασιλευς ελαλησε προς σε?25 Sans doute les chefs apprendront que j’ai parlé avec toi et ils viendront te dire: Raconte-nous ce que tu as dit au roi, ne nous cache rien si tu ne veux pas mourir; dis-nous que t’a répondu le roi?
26 τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Εγω υπεβαλον την δεησιν μου ενωπιον του βασιλεως, δια να μη με επαναστρεψη εις την οικιαν του Ιωναθαν, ωστε να αποθανω εκει.26 Tu leur répondras: J’ai simplement supplié le roi de ne pas me faire retourner dans la maison de Yonathan, car je ne veux pas y mourir.”
27 Ηλθον δε παντες οι αρχοντες προς τον Ιερεμιαν και ηρωτησαν αυτον? και ανηγγειλε προς αυτους κατα παντας τους λογους εκεινους, τους οποιους προσεταξεν ο βασιλευς. Και αυτοι επαυσαν να ομιλωσι μετ' αυτου, διοτι δεν ηκουσθη το πραγμα.27 Les chefs vinrent trouver Jérémie et l’interrogèrent, mais il leur répondit comme le roi l’avait ordonné, et ils durent se taire, car personne ne savait ce qui avait été dit.
28 Και εμεινεν ο Ιερεμιας εν τη αυλη της φυλακης, εως της ημερας καθ' ην εκυριευθη η Ιερουσαλημ? και ητο εκει, οτε η Ιερουσαλημ εκυριευθη.28 Jérémie resta donc dans la cour de garde jusqu’au jour où Jérusalem fut prise; il y était encore lors de la prise de Jérusalem.