Scrutatio

Giovedi, 6 giugno 2024 - San Norberto ( Letture di oggi)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - Geremia - Jeremiah 26


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Εν τη αρχη της βασιλειας του Ιωακειμ υιου του Ιωσιου, βασιλεως του Ιουδα, εγεινεν ο λογος ουτος παρα Κυριου, λεγων,1 Nel principio [del reame] dello re Ioachim, figliuolo di Iosia, re di Giuda, mi disse Dio questa parola, dicendo:
2 Ουτω λεγει Κυριος? Στηθι εν τη αυλη του οικου του Κυριου και λαλησον προς πασας τας πολεις του Ιουδα τας ερχομενας δια να προσκυνησωσιν εν τω οικω του Κυριου, παντας τους λογους, τους οποιους προσεταξα εις σε να λαλησης προς αυτους? μη αφαιρεσης λογον.2 Questo dice Iddio: sta nel cammino della casa di Dio, e parlerai a tutte le cittadi di Giuda, dalle quali vegnono acciò che adorino nella casa di Dio tutti li sermoni i quali io comandai a te che tu parlassi a loro; non volere sottrarre la parola,
3 Ισως θελουσιν ακουσει και επιστρεψει εκαστος απο της οδου αυτου της πονηρας και μετανοησω περι του κακου, το οποιον βουλευομαι να καμω εις αυτους δια την κακιαν των εργων αυτων.3 se forse odano, e convertansi ciascuno dalla via sua rea; e io mi penta del male, il quale io penso di fare loro per la malizia de' loro studii.
4 Και θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος? Εαν δεν μου ακουσητε, ωστε να περιπατητε εν τω νομω μου, τον οποιον εθεσα εμπροσθεν σας,4 E dirai loro: questo dice Iddio: se voi non udirete me, che voi andiate per la mia legge la quale io diedi a voi,
5 να υπακουητε εις τους λογους των δουλων μου των προφητων, τους οποιους απεστειλα προς εσας εγειρομενος πρωι και αποστελλων, πλην σεις δεν ηκουσατε,5 che voi udiate le parole de' miei servi profeti, i quali io mandai a voi, levandomi di notte e dirizzandomi, e non mi udiste;
6 τοτε θελω καταστησει τον οικον τουτον ως την Σηλω, και την πολιν ταυτην θελω καταστησει καταραν εις παντα τα εθνη της γης.6 io darò questa casa come Silo, e questa terra darò in maledizione a tutte le genti della terra.
7 Και ηκουσαν οι ιερεις και οι προφηται και πας ο λαος τον Ιερεμιαν, λαλουντα τους λογους τουτους εν τω οικω του Κυριου.7 E udirono li sacerdoti e li profeti e tutto lo populo parlare Ieremia queste parole nella casa di Dio.
8 Και αφου ο Ιερεμιας επαυσε λαλων παντα οσα προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος να λαληση προς παντα τον λαον, οι ιερεις και οι προφηται και πας ο λαος συνελαβον αυτον λεγοντες, Θελεις εξαπαντος θανατωθη?8 E quando ebbe Ieremia compiuto di parlare tutte queste cose le quali Iddio gli avea comandato che parlasse a tutto l'universo populo, li sacerdoti e li profeti e tutto il populo pigliarono Ieremia, dicendo: sarà morto di morte.
9 δια τι προεφητευσας εν ονοματι Κυριου λεγων, Ο οικος ουτος θελει εισθαι ως η Σηλω και η πολις αυτη θελει ερημωθη? ωστε να μη ηναι ο κατοικων; Και πας ο λαος συνηχθη κατα του Ιερεμιου εν τω οικω του Κυριου.9 Però che profetoe nel nome di Dio, dicente: come Silo sarà questa casa, e questa città sarà desolata, però che non è chi v' abiti. E radunato fu tutto il populo contro Ieremia nella casa di Dio.
10 Και ακουσαντες οι αρχοντες του Ιουδα τα πραγματα ταυτα, ανεβησαν εκ του οικου του βασιλεως εις τον οικον του Κυριου και εκαθησαν εν τη εισοδω της νεας πυλης του Κυριου.10 E udirono (tutti) li principi [di Giuda] tutte queste parole, e salirono della casa dello re nella casa del Signore, e sederono allo introito della porta nuova di Dio.
11 Τοτε οι ιερεις και οι προφηται ελαλησαν προς τους αρχοντας και προς παντα τον λαον λεγοντες, Κρισις θανατου πρεπει εις τον ανθρωπον τουτον, διοτι προεφητευσε κατα της πολεως ταυτης, ως ηκουσατε με τα ωτα σας.11 E parlarono li sacerdoti e li profeti alli principi e a tutto il populo, dicenti: questo uomo sì è degno di giudicio di morte, però che profetò a questa città, sì come voi udiste colle vostre orecchie.
12 Και ελαλησεν ο Ιερεμιας προς παντας τους αρχοντας και προς παντα τον λαον λεγων, Ο Κυριος με απεστειλε δια να προφητευσω κατα του οικου τουτου και κατα της πολεως ταυτης παντας τους λογους τους οποιους ηκουσατε.12 E disse Ieremia a tutti li principi e a tutto il populo: Iddio mi mandò, ch' io profetassi a questa casa e a questa cittade tutte queste parole le quali voi udiste.
13 Δια τουτο τωρα διορθωσατε τας οδους υμων και τας πραξεις υμων και υπακουσατε εις την φωνην Κυριου του Θεου υμων? και ο Κυριος θελει μετανοησει περι του κακου, το οποιον ελαλησε καθ' υμων.13 Ora fate buone le vostre vie e li vostri studii, e udite la voce del vostro Signore Iddio; e Iddio si pentirae del male, del quale hae parlato incontro di voi.
14 Εγω δε, ιδου, ειμαι εν ταις χερσιν υμων? καμετε εις εμε, οπως ειναι καλον και οπως αρεστον εις τους οφθαλμους υμων.14 Ma ecco, io sono nelle vostre mani; fate di me quello che vi pare bene e diritto nelli vostri occhi.
15 Πλην εξευρετε μετα βεβαιοτητος, οτι εαν με θανατωσητε, αιμα αθωον θελετε βεβαιως φερει εφ' υμας και επι την πολιν ταυτην και επι τους κατοικους αυτης? διοτι τη αληθεια ο Κυριος με απεστειλε προς υμας, δια να λαλησω εις τα ωτα υμων παντας τους λογους τουτους.15 Ma sappiate e cognoscete, come voi, [se] ucciderete me, tradirete lo sangue innocente contro a voi medesimi e contro a questa cittade e contro alli abitatori suoi; in veritade mi mandò Iddio a voi, acciò ch' io parlassi nelle vostre orecchie queste parole.
16 Τοτε οι αρχοντες και απας ο λαος ειπον προς τους ιερεις και προς τους προφητας, δεν υπαρχει κρισις θανατου εις τον ανθρωπον τουτον? διοτι εν τω ονοματι Κυριου του Θεου ημων ελαλησε προς ημας.16 E dissono li principi e tutto lo populo alli sacerdoti e alli profeti: questo uomo non è degno di morte; però che hae parlato a noi nel nome del nostro Signore Iddio.
17 Τοτε εσηκωθησαν τινες εκ των πρεσβυτερων του τοπου και ελαλησαν προς απασαν την συναγωγην του λαου, λεγοντες,17 Allora si levarono uomini suso de' più antichi della terra, e dissono alla compagnia del populo che parlava:
18 Ο Μιχαιας ο Μωρασθιτης προεφητευεν εν ταις ημεραις Εζεκιου βασιλεως του Ιουδα και ελαλησε προς παντα τον λαον του Ιουδα λεγων, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Η Σιων θελει αροτριασθη ως αγρος, και η Ιερουσαλημ θελει γεινει σωροι λιθων και το ορος του οικου ως υψηλοι τοποι δρυμου.18 Michea di Morasti (cioè d' una contrada, il quale) fu profeta nel tempo di Ezechia, re di Giuda, e parlò a tutto il populo, dicente: questo dice lo Signore delli esèrciti: Sion sarà arata come lo campo, e Ierusalem sarà quasi come uno monte di pietre; e lo monte e la casa nella eccelsa parte delle selve.
19 Μηπως ο Εζεκιας ο βασιλευς του Ιουδα και πας ο Ιουδας εθανατωσαν αυτον; δεν εφοβηθη τον Κυριον και παρεκαλεσε το προσωπον του Κυριου, και ο Κυριος μετενοησε περι του κακου, το οποιον ελαλησε κατ' αυτων; Ημεις λοιπον ηθελομεν προξενησει μεγα κακον κατα των ψυχων ημων.19 Or (non) lo condannò a morte Ezechia, re di Giuda, e tutto lo suo populo di Giuda? or non temerono Dominedio, e pregarono la faccia di Dio, e Iddio si pentio del male avea parlato contro di loro? Adunque noi facciamo male incontro alle anime nostre.
20 Και προσετι υπηρξεν ανθρωπος προφητευων εν ονοματι Κυριου, Ουριας ο υιος του Σεμαιου απο Κιριαθ-ιαρειμ, και προεφητευσε κατα της πολεως ταυτης και κατα της γης ταυτης κατα παντας τους λογους του Ιερεμιου.20 Anche fu uno ch' ebbe nome Uria, uomo profetante nel nome di Dio, e fu figliuolo di Semei di (una contrada che si chiama) Cariatiarim; e profetò incontro a questa cittade, e incontro a questa terra secondo le parole di Ieremia.
21 Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Ιωακειμ και παντες οι δυνατοι αυτου και παντες οι αρχοντες τους λογους αυτου, ο βασιλευς εζητει να θανατωση αυτον? ακουσας δε ο Ουριας εφοβηθη και εφυγε και υπηγεν εις την Αιγυπτον.21 E udio lo re Ioachim e tutti li potenti e principi suoi queste parole; e cercò lo re per ucciderlo. E Uria l'udio, e temeo, e fuggio, ed entroe in Egitto.
22 Και απεστειλεν Ιωακειμ ο βασιλευς ανδρας εις την Αιγυπτον, τον Ελναθαν υιον του Αχβωρ και ανδρας μετ' αυτου εις την Αιγυπτον?22 E lo re Ioachim mandò uomini in Egitto, Elnatan, figliuolo di Acobor, e altri uomini con lui in Egitto.
23 και εξηγαγον τον Ουριαν εκ της Αιγυπτου και εφεραν αυτον προς τον βασιλεα Ιωακειμ, και επαταξεν αυτον εν μαχαιρα και ερριψε το πτωμα αυτου εις τους ταφους του οχλου.23 e menaronlo allo re Ioachim; e percosselo con uno coltello, e gittò lo suo corpo nelli sepolcri del popolo ignobile, (cioè fue come in uno luogo vituperoso, quasi come carnaio).
24 Πλην η χειρ του Αχικαμ υιου του Σαφαν ητο μετα του Ιερεμια, δια να μη παραδωσωσιν αυτον εις την χειρα του λαου ωστε να θανατωσωσιν αυτον.24 Adunque la mano di Aicam, figliuolo di Safan, fue con Ieremia, acciò che non fosse dato nella mano del populo, e che non lo uccidesse.