Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - Geremia - Jeremiah 25


font
GREEK BIBLEDIODATI
1 Ο λογος ο γενομενος προς τον Ιερεμιαν περι παντος του λαου του Ιουδα εν τω τεταρτω ετει του Ιωακειμ υιου του Ιωσιου, βασιλεως τον Ιουδα, το οποιον ητο το πρωτον ετος του Ναβουχοδονοσορ, βασιλεως της Βαβυλωνος?1 LA parola che fu indirizzata a Geremia, intorno a tutto il popolo di Giuda, nell’anno quarto di Gioiachim, figliuolo di Giosia, re di Giuda; ch’era il primo anno di Nebucadnesar, re di Babilonia,
2 τον οποιον Ιερεμιας ο προφητης ελαλησε προς παντα τον λαον του Ιουδα και προς παντας τους κατοικους της Ιερουσαλημ, λεγων,2 la quale il profeta Geremia pronunziò a tutto il popolo di Giuda, ed a tutti gli abitanti di Gerusalemme, dicendo:
3 Απο του δεκατου τριτου ετους του Ιωσιου? υιου του Αμων, βασιλεως του Ιουδα, εως της ημερας ταυτης, ητις ειναι το εικοστον τριτον ετος, ο λογος του Κυριου εγεινε προς εμε και ελαλησα προς εσας, εγειρομενος πρωι και λαλων? και δεν ηκουσατε.3 Dall’anno tredicesimo di Giosia, figliuolo di Amon, re di Giuda, infino a questo giorno, già per lo spazio di ventitre anni, la parola del Signore mi è stata indirizzata, ed io ho parlato a voi del continuo, per ogni mattina; ma voi non avete ascoltato.
4 Και απεστειλε Κυριος προς εσας παντας τους δουλους αυτου τους προφητας, εγειρομενος πρωι και αποστελλων? και δεν ηκουσατε ουδε εκλινατε το ωτιον σας δια να ακροασθητε.4 Il Signore vi ha eziandio mandati tutti gli altri suoi servitori profeti, del continuo, per ogni mattina ma voi non avete ubbidito, nè porto l’orecchio vostro per ascoltare,
5 Οιτινες ειπον, Στραφητε τωρα εκαστος απο της οδου αυτου της πονηρας και απο της κακιας των εργων σας, και κατοικησατε επι της γης, την οποιαν ο Κυριος εδωκεν εις εσας και εις τους πατερας σας εις τον αιωνα του αιωνος?5 dicendo: Deh! convertasi ciascun di voi dalla sua cattiva via, e dalla malvagità de’ suoi fatti; e voi abiterete per ogni secolo in su la terra che il Signore ha data a voi, ed a’ vostri padri.
6 και μη πορευεσθε οπισω αλλων θεων, δια να λατρευητε και να προσκυνητε αυτους, και μη με παροργιζετε με τα εργα των χειρων σας και δεν θελω σας καμει κακον.6 E non andate dietro ad altri dii, per servirli, e adorarli; e non mi dispettate per le opere delle vostre mani; ed io non vi farò male alcuno.
7 Αλλα δεν μου ηκουσατε, λεγει Κυριος? δια να με παροργισητε με τα εργα των χειρων σας προς κακον σας.7 Ma voi non mi avete ubbidito, dice il Signore, per dispettarmi con le opere delle vostre mani, a danno vostro
8 Δια τουτο ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Επειδη δεν ηκουσατε τους λογους μου,8 Perciò, così ha detto il Signor degli eserciti: Conciossiachè voi non abbiate ubbidito alle mie parole;
9 ιδου, εγω θελω αποστειλει και λαβει πασας τας οικογενειας του βορρα, λεγει Κυριος, και τον Ναβουχοδονοσορ βασιλεα της Βαβυλωνος? τον δουλον μου, και θελω φερει αυτους επι την γην ταυτην και επι τους κατοικους αυτης και επι παντα ταυτα τα εθνη κυκλω, και θελω εξολοθρευσει αυτους και καταστησει αυτους εκπληξιν και ερημωσεις αιωνιους.9 ecco, io manderò per tutte le nazioni di Settentrione, dice il Signore; e per Nebucadnesar, re di Babilonia, mio servitore; e le farò venire contro a questo paese, e contro a’ suoi abitanti, e contro a tutte queste genti d’intorno; e le distruggerò, e le metterò in desolazione, e in zufolo, e in disertamenti eterni.
10 Και θελω αφαιρεσει απ' αυτων την φωνην της χαρας και την φωνην της ευφροσυνης, την φωνην του νυμφιου και την φωνην της νυμφης, τον ηχον των μυλοπετρων και το φως του λυχνου.10 E farò venir meno fra loro la voce di gioia, e la voce d’allegrezza; la voce dello sposo, e la voce della sposa; il romore delle macine, e il lume delle lampane.
11 Και πασα αυτη η γη θελει εισθαι εις ερημωσιν και θαμβος, και τα εθνη ταυτα θελουσι δουλευσει τον βασιλεα της Βαβυλωνος εβδομηκοντα ετη.11 E tutto questo paese sarà ridotto in deserto, e in desolazione; e queste genti serviranno al re di Babilonia settant’anni.
12 Και οταν συμπληρωθωσι τα εβδομηκοντα ετη, θελω ανταποδωσει επι τον βασιλεα της Βαβυλωνος και επι το εθνος εκεινο, λεγει Κυριος, την ανομιαν αυτων, και επι την γην των Χαλδαιων, και θελω καταστησει αυτην ερημωσιν αιωνιον.12 E quando i settant’anni saran compiuti, io farò punizione sopra il re di Babilonia, e sopra quella gente, dice il Signore, della loro iniquità; ed anche sopra il paese de’ Caldei, e lo ridurrò in desolazioni perpetue.
13 Και θελω φερει επι την γην εκεινην παντας τους λογους μου, τους οποιους ελαλησα κατ' αυτης, απαν το γεγραμμενον εν τω βιβλιω τουτω, το οποιον ο Ιερεμιας προεφητευσε κατα παντων των εθνων.13 E farò venir sopra quel paese tutte le cose che io ho pronunziate contro ad esso; tutto ciò che è scritto in questo libro, ciò che Geremia ha profetizzato contro a tutte le genti.
14 Διοτι εθνη πολλα και βασιλεις μεγαλοι θελουσι καταδουλωσει και αυτους? και θελω ανταποδωσει εις αυτους κατα τας πραξεις αυτων και κατα τα εργα των χειρων αυτων.14 Perciocchè anche genti grandi, e re possenti li ridurranno in servitù; ed io renderò loro la retribuzione secondo i fatti loro, e secondo le opere delle lor mani
15 Διοτι ουτω λεγει προς εμε Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, Λαβε το ποτηριον τουτο του οινου του θυμου μου εκ της χειρος μου και ποτισον εξ αυτου παντα τα εθνη, προς τα οποια εγω σε αποστελλω?15 Perciocchè il Signore Iddio d’Israele mi ha detto così: Prendi di man mia questa coppa del vino dell’ira, e danne bere a tutte le genti, alle quali io ti mando.
16 και θελουσι πιει και θελουσι ταραχθη και παραφρονησει εξ αιτιας της μαχαιρας, την οποιαν εγω θελω αποστειλει εν μεσω αυτων.16 Esse ne berranno, e ne saranno stordite, e smanieranno, per la spada che io mando fra loro.
17 Τοτε ελαβον το ποτηριον εκ της χειρος του Κυριου και εποτισα παντα τα εθνη, προς τα οποια ο Κυριος με απεστειλε?17 Io adunque presi la coppa di man del Signore, e ne diedi bere a tutte le genti, alle quali il Signore mi mandava;
18 την Ιερουσαλημ και τας πολεις του Ιουδα και τους βασιλεις αυτου και τους μεγιστανας αυτου, δια να καταστησω αυτους ερημωσιν, θαμβος, συριγμον και καταραν, καθως την ημεραν ταυτην?18 a Gerusalemme, ed alle città di Giuda, ed a’ suoi re, ed a’ suoi principi; per metterli in istupore, in desolazione, in zufolo, e in maledizione, come sono al dì d’oggi;
19 τον Φαραω βασιλεα της Αιγυπτου και τους δουλους αυτου και τους μεγιστανας αυτου και απαντα τον λαον αυτου,19 a Faraone, re di Egitto, ed ai suoi servitori, ed a’ suoi principi, ed a tutto il suo popolo;
20 και παντα τον συμμικτον λαον και παντας τους βασιλεις της γης Ουζ και παντας τους βασιλεις της γης των Φιλισταιων και την Ασκαλωνα και την Γαζαν και την Ακκαρων και το υπολοιπον της Αζωτου,20 ed a tutto il popolo mischiato, ed a tutti i re del paese di Us, ed a tutti i re del paese de’ Filistei, e ad Ascalon, ed a Gaza, e ad Ecron, ed al rimanente di Asdod;
21 τον Εδωμ και τον Μωαβ και τους υιους Αμμων,21 ad Edom, ed a Moab, ed a’ figliuoli di Ammon;
22 και παντας τους βασιλεις της Τυρου και παντας τους βασιλεις της Σιδωνος και τους βασιλεις των νησων των περαν της θαλασσης,22 ed a tutti i re di Tiro, ed a tutti i re di Sidon, ed ai re delle isole oltre mare;
23 την Δαιδαν και την Θαιμα και την Βουζ και παντας τους περικειροντας την κομην?23 a Dedan, ed a Tema, ed a Buz, ed a tutti quelli che si radono i canti delle tempie;
24 και παντας τους βασιλεις της Αραβιας και παντας τους βασιλεις των συμμικτων λαων των κατοικουντων εν τη ερημω,24 ed a tutti i re dell’Arabia, ed a tutti i re del popolo mischiato, i quali abitano nel deserto;
25 και παντας τους βασιλεις της Ζιμβρι και παντας τους βασιλεις της Ελαμ και παντας τους βασιλεις των Μηδων,25 ed a tutti i re di Zimri, ed a tutti i re di Elam, ed a tutti i re di Media;
26 και παντας τους βασιλεις του βορρα τους μακραν και τους εγγυς, ενα μετα του αλλου, και παντα τα βασιλεια της οικουμενης, τα επι προσωπου της γης? και ο βασιλευς της Σησαχ θελει πιει μετ' αυτους.26 ed a tutti i re di Settentrione, vicini, o lontani, dall’uno all’altro; ed a tutti i regni della terra che son sopra la faccia di essa; il re di Sesac ne berrà anch’egli dopo loro.
27 Δια τουτο θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ? Πιετε και μεθυσατε και εμεσατε και πεσετε και μη σηκωθητε, εξ αιτιας της μαχαιρας, την οποιαν εγω θελω αποστειλει εν μεσω υμων.27 Di’ loro adunque: Così ha detto il Signor degli eserciti, l’Iddio d’Israele: Bevete, e inebbriatevi, e vomitate, e lasciatevi cadere, senza poter rilevarvi, per la spada che io mando fra voi.
28 Και εαν δεν θελησωσι να λαβωσι το ποτηριον εκ της χειρος σου δια να πιωσι, τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Εξαπαντος θελετε πιει.28 E se pur ricusano di prender di mano tua la coppa, per bere, di’ loro: Così ha detto il Signor degli eserciti: Pur ne berrete.
29 Διοτι ιδου, ενω εγω επι την πολιν, επι της οποιας εκληθη το ονομα μου, αρχιζω να φερω κακον, σεις θελετε μεινει λοιπον ατιμωρητοι; δεν θελετε μεινει ατιμωρητοι, διοτι εγω θελω καλεσει μαχαιραν επι παντας τους κατοικους της γης, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.29 Perciocchè, ecco, io comincio dalla città che si chiama del mio Nome, a far del male; e sareste voi pure esenti? voi non ne sarete esenti; imperocchè io chiamo la spada sopra tutti gli abitanti della terra, dice il Signor degli eserciti
30 Δια τουτο, συ προφητευσον κατ' αυτων παντας τους λογους τουτους και ειπε προς αυτους, Ο Κυριος θελει βρυχησει εξ υψους και εκπεμψει την φωνην αυτου απο της κατοικιας της αγιοτητος αυτου? θελει βρυχησει δυνατα επι της κατοικιας αυτου? θελει βοησει ως οι ληνοπατουντες κατα παντων των κατοικων της γης.30 Tu adunque profetizza loro tutte queste parole, e di’ loro: Il Signore ruggirà da alto, e darà fuori la sua voce dall’abitacolo della sua santità; egli ruggirà fieramente contro alla sua stanza; un gran grido, come di quelli che calcano la vendemmia, risonerà a tutti gli abitatori della terra.
31 Θορυβος θελει φθασει εως των περατων της γης? διοτι ο Κυριος εχει κρισιν μετα των εθνων? αυτος διαδικαζεται μετα πασης σαρκος? θελει παραδωσει τους ασεβεις εις μαχαιραν, λεγει Κυριος.31 Lo stormo ne è andato infino alle estremità della terra; perciocchè il Signore ha lite contro alle genti, egli verrà a giudicio con ogni carne; egli darà gli empi alla spada, dice il Signore.
32 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Ιδου, κακον θελει εξελθει απο εθνους εις εθνος και ανεμοστροβιλος μεγας θελει εγερθη εκ των ακρων της γης.32 Così ha detto il Signor degli eserciti: Ecco, il male passerà da una gente all’altra, ed un gran turbo si leverà dal fondo della terra.
33 Και εν εκεινη τη ημερα θελουσι κοιτεσθαι τεθανατωμενοι παρα Κυριου απ' ακρου της γης εως ακρου της γης? δεν θελουσι θρηνολογηθη ουδε συναχθη ουδε ταφη? θελουσιν εισθαι δια κοπριαν επι της επιφανειας της γης.33 E in quel giorno gli uccisi del Signore saranno da una estremità della terra infino all’altra estremità; non se ne farà cordoglio, e non saranno raccolti, nè seppelliti; saranno per letame sopra la faccia della terra.
34 Ολολυξατε, ποιμενες, και αναβοησατε? και κυλισθητε εις το χωμα, οι εγκριτοι του ποιμνιου? διοτι επληρωθησαν αι ημεραι σας δια την σφαγην και δια τον σκορπισμον σας, και θελετε πεσει ως σκευος εκλεκτον.34 Urlate, pastori, e gridate; e voltolatevi nella polvere, voi i principali della greggia; perciocchè il vostro termine, per essere scannati, e il termine delle vostre dissipazioni, è compiuto; e voi caderete a guisa di un vaso prezioso.
35 Και θελει λειψει η φυγη απο των ποιμενων και η σωτηρια απο των εγκριτων του ποιμνιου.35 Ed ogni rifugio verrà meno a’ pastori, ed ogni scampo a’ principali della greggia.
36 Φωνη κραυγης των ποιμενων και ολολυγμος των εγκριτων του ποιμνιου? διοτι ο Κυριος ηφανισε την βοσκην αυτων.36 Vi è una voce di grido de’ pastori, ed un urlo de’ principali della greggia; perciocchè il Signore guasta il lor pasco.
37 Και αι ειρηνικαι κατοικιαι κατηδαφισθησαν εξ αιτιας της φλογερας οργης του Κυριου.37 E le mandre pacifiche saran distrutte, per l’ardor dell’ira del Signore.
38 Κατελιπε το κατοικητηριον αυτου ως ο λεων, διοτι η γη αυτων κατεσταθη ερημος εξ αιτιας της αγριοτητος του καταδυναστευοντος και εξ αιτιας του θυμου της οργης αυτου.38 Egli ha abbandonato il suo tabernacolo, a guisa di un leoncello che abbandonasse il suo ricetto; perciocchè il lor paese è stato messo in desolazione per lo furor dello sforzatore, e per l’ardor dell’ira di esso